Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (291-334)


ΧΟ. ἄνασσα, νῦν σοι τέρψις ἐμφανὴς κυρεῖ,
τῶν μὲν παρόντων, τὰ δὲ πεπυσμένῃ λόγῳ.
ΔΗ. πῶς δ᾽ οὐκ ἐγὼ χαίροιμ᾽ ἄν, ἀνδρὸς εὐτυχῆ
κλύουσα πρᾶξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;
295πολλή ᾽στ᾽ ἀνάγκη τῇδε τοῦτο συντρέχειν.
ὅμως δ᾽ ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις
ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα, μὴ σφαλῇ ποτε.
ἐμοὶ γὰρ οἶκτος δεινὸς εἰσέβη, φίλαι,
ταύτας ὁρώσῃ δυσπότμους ἐπὶ ξένης
300χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ᾽ ἀλωμένας,
αἳ πρὶν μὲν ἦσαν ἐξ ἐλευθέρων ἴσως
ἀνδρῶν, τανῦν δὲ δοῦλον ἴσχουσιν βίον.
ὦ Ζεῦ τροπαῖε, μή ποτ᾽ εἰσίδοιμί σε
πρὸς τοὐμὸν οὕτω σπέρμα χωρήσαντά ποι,
305μηδ᾽, εἴ τι δράσεις, τῆσδέ γε ζώσης ἔτι.
οὕτως ἐγὼ δέδοικα τάσδ᾽ ὁρωμένη.
ὦ δυστάλαινα, τίς ποτ᾽ εἶ νεανίδων;
ἄνανδρος, ἢ τεκνοῦσσα; πρὸς μὲν γὰρ φύσιν
πάντων ἄπειρος τῶνδε, γενναία δέ τις.
310Λίχα, τίνος ποτ᾽ ἐστὶν ἡ ξένη βροτῶν;
τίς ἡ τεκοῦσα, τίς δ᾽ ὁ φιτύσας πατήρ;
ἔξειπ᾽· ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα
βλέπουσ᾽, ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη.
ΛΙ. τί δ᾽ οἶδ᾽ ἐγώ; τί δ᾽ ἄν με καὶ κρίνοις; ἴσως
315γέννημα τῶν ἐκεῖθεν οὐκ ἐν ὑστάτοις.
ΔΗ. μὴ τῶν τυράννων; Εὐρύτου σπορά τις ἦν;
ΛΙ. οὐκ οἶδα· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀνιστόρουν μακράν.
ΔΗ. οὐδ᾽ ὄνομα πρός του τῶν ξυνεμπόρων ἔχεις;
ΛΙ. ἥκιστα· σιγῇ τοὐμὸν ἔργον ἤνυτον.
320ΔΗ. εἴπ᾽, ὦ τάλαιν᾽, ἀλλ᾽ ἡμὶν ἐκ σαυτῆς· ἐπεὶ
καὶ ξυμφορά τοι μὴ εἰδέναι σέ γ᾽ ἥτις εἶ.
ΛΙ. οὔ τἄρα τῷ γε πρόσθεν οὐδὲν ἐξ ἴσου
χρόνῳ διήσει γλῶσσαν, ἥτις οὐδαμὰ
προύφηνεν οὔτε μείζον᾽ οὔτ᾽ ἐλάσσονα,
325ἀλλ᾽ αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος
δακρυρροεῖ δύστηνος, ἐξ ὅτου πάτραν
διήνεμον λέλοιπεν. ἡ δέ τοι τύχη
κακὴ μὲν αὕτη γ᾽, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει.
ΔΗ. ἣ δ᾽ οὖν ἐάσθω, καὶ πορευέσθω στέγας
330οὕτως ὅπως ἥδιστα, μηδὲ πρὸς κακοῖς
τοῖς οὖσιν ἄλλην πρός γ᾽ ἐμοῦ λύπην λάβοι·
ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα. πρὸς δὲ δώματα
χωρῶμεν ἤδη πάντες, ὡς σύ θ᾽ οἷ θέλεις
σπεύδῃς, ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ.


ΧΟΡ. Βασίλισσα, τώρα η ευτυχία σου είναι
φως φανερή, κι απ᾽ όσα εμπρός σου βλέπεις
κι απ᾽ όσα έχεις ακούσει να σου λένε.
ΔΗΙ. Πώς να μην έχω δίκιο εγώ να χαίρω
και μ᾽ όλη την καρδιά, που ακούω τ᾽ αντρός μου
το κατόρθωμ᾽ αυτό; πολλή ᾽ναι ανάγκη
να πηγαίνουν μαζί το ᾽να με τ᾽ άλλο.
Μα όμως εκείνοι που καλοξετάζουν
τα πράματα, πώς να μην έχουν φόβο
μήπως σκοντάψει κάπου ο ευτυχισμένος
ο άνθρωπος· γιατί, καλές μου φίλες,
μια ψυχοπόνια αλλιώτικη μου μπήκε
και μένα στην καρδιά, να βλέπω τούτες
τις άμοιρες χωρίς γονιούς και σπίτια
300σε ξένη χώρα να γυρνούν, κι ενώ ίσως
ήταν πριν από λεύτερους πατέρες,
να ᾽χουνε τώρα τη ζωή του σκλάβου.
Ω Δία αποτρόπαιε, είθε γω ποτέ μου
να μη σε δω να πέφτεις έτσι απάνω
σε κανένα δικό μου, ή, αν θα το κάμεις,
καν ας μην είμ᾽ εγώ στη ζωή ακόμα.
Τέτοιος φόβος με πιάνει όσο τις βλέπω.
Μα ποιά εισαι συ, δυστυχισμένη νέα;
είσ᾽ ανύπαντρη; έχεις παιδιά; αν και δείχνεις
απ᾽ όλα σου να ᾽σαι άμαθη από τούτα,
όμως πως είσαι φαίνεσαι από σπίτι.
310Λίχα, ποιού να ᾽ναι τάχα η ξένη η κόρη;
ποιά μάνα, ποιός τη γέννησε πατέρας;
πε μου, γιατ᾽ αυτή πιότερο απ᾽ τις άλλες
συμπόνεσα, που αυτή μονάχα βλέπω
να αιστάνεται τη θέση της πως ξέρει.
ΛΙΧ. Τί ξέρω εγώ; τί να ρωτάς εμένα;
ίσως γέννημα να ᾽ναι κανενός
όχι από τους τελευταίους εκεί του τόπου.
ΔΗΙ. Μην απ᾽ τους βασιλιάδες; μήπως να ᾽ταν
του Εύρυτου καμιά κόρη; ΛΙΧ. Δε γνωρίζω
κι ουδέ καθόμουν να πολυοξετάζω.
ΔΗΙ. Μα ούτε κι από καμιά συντρόφισσά της
τ᾽ όνομά της δεν άκουσες; ΛΙΧ. Καθόλου·.
κοίταζα τη δουλειά μου χωρίς λόγια.
320ΔΗΙ. Μίλησε καν σε μας, δυστυχισμένη,
και πες μας η ίδια· γιατί για καλό σου
δε θα ᾽ναι να μη ξέρομε ποιά να ᾽σαι.
ΛΙΧ. Μα τούτη δε θα μεταχειριστεί
τη γλώσσα της καθόλου όπως ως τώρα,
που τίποτα δεν έβγαλε απ᾽ το στόμα
ούτε πολύ ούτε λίγο· μα έτσι πάντα
της συφοράς το βάρος φορτωμένη
λιώνει στο δάκρυ η δύστυχη από τότε
π᾽ άφησε τη χαμένη της πατρίδα.
Κακή ᾽ναι αλήθεια η τύχη της και μαύρη
μά ειναι γι᾽ αυτό που βρίσκει και συμπόνια.
ΔΗΙ. Ας την αφήσομε λοιπόν, και μέσα
στο παλάτι οδηγήστε την, έτσι όπως
330πιο καλά της αρέσει, μηδ᾽ ας λάβει
και νέα από μένα ενόχληση, στα τόσα
πὄχει κακά και που αρκετά τής είναι.
Τώρ᾽ ας πηγαίνομε όλοι· και συ, Λίχα,
για να πας όπου βιάζεσαι, κι εγώ
για να ετοιμάσω όλα τα πάντα μέσα.