ΧΑΡ., στο Διόνυσο.
Σταμάτα πια, και δίπλα τα κουπιά σου.
270Έβγα. Το ναύλο. ΔΙΟ. Δυο οβολοί· νά, πάρ᾽ τους.—
Ξανθία! Πού είν᾽ ο Ξανθίας; Εε, Ξανθία!
ΞΑΝ., από μακριά.
Εδώ. ΔΙΟ. Περπάτησε, έλα. ΞΑΝ. (παρουσιάζεται.) Γεια σου, αφέντη.
ΔΙΟ. Τα εδώ πώς είναι; ΞΑΝ. Λάσπη και μαυρίλα.
ΔΙΟ. Μην είδες πατροκτόνους κι ορκοπάτες
που ᾽λεγε ο Ηρακλής; ΞΑΝ. Ναι· εσύ δεν είδες;
ΔΙΟ., ρίχνοντας τα βλέμματά του στους θεατές.
Ναι, μα τον Ποσειδώνα· ακόμα βλέπω.
Και τώρα τί θα κάμουμε; ΞΑΝ. Πιο πέρα
καλύτερα να πάμε· εδώ είν᾽ ο τόπος
των φοβερών θεριών που ᾽λεγε. ΔΙΟ. Βράσ᾽ τον.
280Με ξέρει παλικάρι, κι από φθόνο
αράδιαζε ψευτιές, να με τρομάξει.
Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
Μακάρι να βρεθεί θεριό, κι αντάξιο
του ταξιδιού μου αγώνισμα να κάμω.
ΞΑΝ. Σωστά· κι αλήθεια, κάποιον κρότο ακούω.
ΔΙΟ., τρομαγμένος.
Πού πού; ΞΑΝ. Από πίσω. ΔΙΟ. Πήγαινε από πίσω.
ΞΑΝ. Όχι· μπροστά. ΔΙΟ. Μπροστά; Μπροστά να τρέξεις.
ΞΑΝ. Θεριό μεγάλο βλέπω, μα τον Δία.
ΔΙΟ. Πώς είναι; ΞΑΝ. Φοβερό. Κι όλο όψη αλλάζει·
290μια βόδι, μια μουλάρι, μια γυναίκα
πανέμορφη. ΔΙΟ. Πού πού; Θα πάω κοντά της.
ΞΑΝ. Δεν είναι πια γυναίκα, έγινε σκύλα.
ΔΙΟ. Έμπουσα τότε. ΞΑΝ. Κόκκινο, ίδιο φλόγα
το μούτρο της. ΔΙΟ. Και μπρούντζος το κανί της;
ΞΑΝ. Μα το θεό, κι από σβουνιά είναι τ᾽ άλλο,
να ξέρεις. ΔΙΟ. Πού να πάω; ΞΑΝ. Κι εγώ, πού τάχα;
ΔΙΟ., στον ιερέα του Διόνυσου, που κάθεται σε τιμητική θέση και παρακολουθεί την παράσταση.
Ιερέα μου, φύλαξέ με, να τα πιούμε
μαζί κατόπι. ΞΑΝ. Αχ, Ηρακλή! Χαμένοι…
ΔΙΟ. Μη με καλείς, μην κράζεις τ᾽ όνομά μου.
300ΞΑΝ. Διόνυσε, τότε. ΔΙΟ. Αυτό χειρότερο είναι.
ΞΑΝ. Έτσι όπως πας, περπάτα· δώθε, αφέντη.
Του δείχνει το δρόμο.
ΔΙΟ. Τί ᾽ναι; ΞΑΝ. Κουράγιο· όλα καλά· μπορούμε
κι εμείς σαν τον Ηγέλοχο να πούμε:
«Πάει η φουρτούνα, τώρα πια… μπουγάτσα.»
Η Έμπουσα πάει. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πες… ΞΑΝ. Μα το Δία. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πώς χλώμιασα, ο καημένος, σαν την είδα!
ΞΑΝ., δείχνοντας το κροκωτό φόρεμα του Διόνυσου από πίσω.
Κοκκίνισε κι αυτός για σε απ᾽ το φόβο.
ΔΙΟ. Ποιά είν᾽ η πηγή των συμφορών μου τούτων;
310Ποιός θεός με κυνηγά; ΞΑΝ. «Του Δία το σπίτι,
ο Αιθέρας·» ή «του Χρόνου το ποδάρι».
ΔΙΟ. Βρε. ΞΑΝ. Τί με θέλεις; ΔΙΟ. Άκουσες; ΞΑΝ. Τί πράμα;
ΔΙΟ. Φύσημα αυλών. ΞΑΝ. Ναι, τ᾽ άκουσα· και μια αύρα
δαδιών, μυστηριακή, μέσα μου μπήκε.
ΔΙΟ. Μαζέψου, σιωπηλοί ν᾽ αφογκραστούμε.
Ακούονται από μακριά φωνές των μυημένων.
ΦΩΝΕΣ
Ίακχε, ω Ίακχε.
Ίακχε, ω Ίακχε.
ΞΑΝ. Αφέντη, οι μύστες που μας έλεγε είναι·
γιορτάζουν κάπου εδώ· τον Ίακχο λένε·
320κι όταν περνούν την αγορά, έτσι ψάλλουν.
ΔΙΟ. Έτσι θαρρώ κι εγώ. Μα ας μη μιλούμε,
να μάθουμε ξεκάθαρα τί κάνουν.
Παραμερίζουν και αφογκράζονται· ο Χορός των μυστών πλησιάζει.
|