ΧΟΡ., αθέατος ακόμη.
Στη λιοπερίχυτη ας σύρουμε
300γη της Παλλάδας, στη χώρα του Κέκροπα,
λεβεντομάνα, ακριβή και μυριόχαρη,
οι βροχοφόρες παρθένες εμείς·
τα άρρητα σέβονται εκεί τα ιερά,
σε άγιες εκεί τελετές ο ναός διαπλατώνεται
για τους μυημένους· εκεί προσφορές στους αθάνατους·
είναι ναοί αψηλοσκέπαστοι, αγάλματα,
κι είναι πομπές των μακάρων ιερές,
και πανηγύρια
310ολοχρονίς, στους θεούς ωριοστέφανες πάντα θυσίες,
και, με την άνοιξη, η χάρη του Διόνυσου
κι η μουσική των αυλών η βαρύβροντη
και των Χορών οι φωνές οι γλυκές κι ερεθίστρες.
ΣΤΡ. Σ᾽ εξορκίζω, Σωκράτη, στο Δία, να μου πεις
σαν ποιές να ᾽ναι οι κυράδες που τέτοιο
τραγουδήσαν τραγούδι πολύ σοβαρό·
μήπως είναι ηρωίδες; ΣΩΚ. Καθόλου·
είν᾽ οι ουράνιες Νεφέλες, μεγάλες θεές
για όσους μένουν αργοί στη ζωή τους·
αυτές δίνουν σ᾽ εμάς πολυμάθεια και νου
και σε κάνουν γερό λιμαδόρο,
μυθοπλάστη, της φράσης τεχνίτη, ικανό
να χτυπάς, να νικάς με τα λόγια.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό κι η δική μου ψυχή, τη φωνή
μόλις άκουσε, νά, φτερουγίζει
320κι από τώρα γυρεύει να πιάσει ψιλές
ομιλίες για καπνούς και τα τέτοια,
να χτυπήσει το λόγο με αντίλογο, ευθύς
να κεντήσει με γνώμη άλλη γνώμη·
έτσι, τρόπος αν είναι, πολύ λαχταρώ
φανερή πια να δω τη μορφή τους.
ΣΩΚ. Κατά κει προς την Πάρνηθα ρίξε λοιπόν
τις ματιές σου· τις βλέπω που τώρα
με ησυχία κατεβαίνουν. ΣΤΡ. Γιά δείξε μου· πού;
ΣΩΚ. Νά τες, νά —τί πολλές!— προχωρούνε,
από λάκκες και σύδεντρα μέσα περνούν·
νά τες, νά, στην πλαγιά. ΣΤΡ. Μα τί τρέχει;
Δεν μπορώ να τις δω καθαρά. ΣΩΚ. Νά, κοντά
στην μπασιά. ΣΤΡ. Τώρα, ναι· μόλις όμως.
ΣΩΚ. Ολοκάθαρα πια θα τις βλέπεις, εξόν
αν στα μάτια έχεις τσίμπλες σα γρόθους.
Μπαίνει στην ορχήστρα ο Χορός των Νεφελών.
ΣΤΡ. Τώρα ναι, μά το Δία. Ω πολύ σεβαστές!
Τώρ᾽ απλώθηκαν σ᾽ όλο το χώρο.
ΣΩΚ. Και δεν το ᾽ξερες, πες μου, πως είναι θεές;
Για θεές δεν τις πίστευες; ΣΤΡ. Όχι,
330μά το Δία· τις θαρρούσα πως είναι δροσιά,
κάποια αντάρα, καπνός, τίποτ᾽ άλλο.
ΣΩΚ. Μα το Δία· δεν είν᾽ έτσι· ταΐζουν αυτές
σοφιστές ένα πλήθος, ανθρώπους
σφραγιδοασπρονυχάτους με κόμη ριχτή,
θουριομάντηδες, κομπογιαννίτες,
τορναδόρους ασμάτων για κύκλιους χορούς
και πολλούς αστρολόγους αγύρτες,
χασομέρηδες δίχως δουλειά ή προκοπή,
επειδή γράφουν ύμνους για δαύτες.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό στιχουργούν την «ορμή των υγρών
Νεφελών που αστραψιές αμολάουν»
και τις «θύελλες που άγρια βογκάουν» και «εκατό
κεφαλιών του Τυφώνα πλεξίδες»
και τις λεν «αεροδρόμες, νυχάτα πουλιά,
που αρμενίζουνε μες στους αιθέρες»
και για «μπόρες» μιλούν «δροσερών Νεφελών»·
για αμοιβή κομματάρες μασάουν
από σμέρνες μεγάλες, παχιές, και τσιχλών
νοστιμότατο κρέας κοπανάουν.
340ΣΩΚ. Τους τα δίνουν αυτές· κι είναι δίκιο· τί λες;
ΣΤΡ. Πάει καλά· μα για πες· τί τους ήρθε
και, νεφέλες αν είναι στ᾽ αλήθεια, θνητών
γυναικών τη μορφή τώρα πήραν;
Οι νεφέλες συνήθως δεν έχουν μορφή
σαν αυτή. ΣΩΚ. Και πώς είναι συνήθως;
ΣΤΡ. Ακριβώς δεν μπορώ να σου πω· με μαλλιών
μοιάζουν όμως μεγάλες τουλούπες·
με γυναίκες δε μοιάζουν καθόλου ποτές·
ενώ αυτές έχουν, κοίταξε, μύτες.
ΣΩΚ. Θα σου κάνω ερωτήσεις κι απάντα μου. ΣΤΡ. Εμπρός·
λέγε, ρώτα με, κι ό,τι σ᾽ αρέσει.
ΣΩΚ. Το κεφάλι σηκώνοντας είδες ποτέ
μια νεφέλη σε σχήμα κενταύρου,
λύκου ή ταύρου ή και πάρδαλης; ΣΤΡ. Είδα, ναι, ναι·
μα τί σχέση έχουν τούτα μ᾽ εκείνα;
ΣΩΚ. Ό,τι θέλουνε γίνονται, ξέρε το, αυτές·
έτσι κάποιον αν δουν μακρομάλλη,
σαν τους άγριους αυτούς τους πολύ μαλλιαρούς,
σαν το γιο του Ξενόφαντου, ας πούμε,
350τη μανία κοροϊδεύουν αυτού του τρελού
κι έτσι παίρνουν το σχήμα κενταύρου.
ΣΤΡ. Και κανέναν που κλέβει το κράτος αν δουν,
σαν τον Σίμωνα, ας πούμε, τί κάνουν;
ΣΩΚ. Για να βγάλουν στα φόρα πως κάνει αρπαγές,
τη μορφή παίρνουν άξαφνα λύκων.
ΣΤΡ. Α, γι᾽ αυτό μόλις είδαν τον Κλεώνυμο χτες,
την ασπίδα του που είχε πετάξει,
τη δειλία της καρδιάς του τη νιώσαν ευθύς
και τις είδα να γίνονται ελάφια.
ΣΩΚ. Τον Κλεισθένη αντικρίζουν αυτή τη στιγμή,
καθώς βλέπεις, και γίναν γυναίκες.
ΣΤΡ. Χαιρετώ σας, κυράδες, λοιπόν, κι αν ποτέ
για άλλον έγινε αυτό, και για μένα,
ω του κόσμου βασίλισσες, βάλτε φωνή
δυνατή, που να φτάσει στα ουράνια.
|