Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.32-2.63)


32 ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

43 ἐς τρὶς ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια, φωνῶ·
εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται εἴτε καὶ ἀνήρ,
45 τόσσον ἔχοι λάθας ὅσσον ποκὰ Θησέα φαντί
ἐν Δίᾳ λασθῆμεν ἐυπλοκάμω Ἀριάδνας.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα

ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ Ἀρκάσι, τῷ δ᾽ ἔπι πᾶσαι
καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν᾽ ὤρεα καὶ θοαὶ ἵπποι·
50 ὣς καὶ Δέλφιν ἴδοιμι, καὶ ἐς τόδε δῶμα περάσαι
μαινομένῳ ἴκελος λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὤλεσε Δέλφις,
ὡγὼ νῦν τίλλοισα κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω.
55 αἰαῖ Ἔρως ἀνιαρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

σαύραν τοι τρίψασα κακὸν ποτὸν αὔριον οἰσῶ.
Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ᾽ ὑπόμαξον
60 τᾶς τήνω φλιᾶς καθ᾽ ὑπέρτερον ἇς ἔτι καὶ νύξ,
[ἐκ θυμῶ δέδεμαι· ὃ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιεῖ]
καὶ λέγ᾽ ἐπιτρύζοισα «τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω.»

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.


32Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

43Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κράζω:
Μ᾽ όποια γυναίκα τώρ᾽ αυτός ερωτικά πλαγιάζει,
45τόσο να την απαρνηθεί, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ομορφομαλλούσα.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
50Έτσι το Δέλφι να τον δω ν᾽ αφήσει την παλαίστρα
κι έτσι με λύσσα σαν τρελός στο σπίτι μου να δράμει.

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι το ᾽χω πάρει,
κι είν᾽ απ᾽ το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο·
το ξαίνω και τα νήματα μες στη φωτιά τα ρίχνω.
55Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μου ᾽χεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ᾽ τη λίμνη αβδέλλα;

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κι ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχιά θενα σου φέρω.
Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
60και την κορφή της πόρτας του σύρε μ᾽ αυτά ν᾽ αλείψεις
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.»

Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.


Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Νά, χύνω τρεις σπονδές και τρεις φορές φωνάζω,
σεβάσμια θεά: «Μαζί μ᾽ αυτόν όποιος πλαγιάζει,
όποια πλαγιάζει, τόσο να σβηστεί απ᾽ το νου του,
45όσο, όπως λένε, κάποτε, ο Θησέας στη Δία
την ωριοπλέξουδη λησμόνησε Αριάδνη.»

Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Στην Αρκαδία φυτρώνει ένα βοτάνι, που όλα
τα πουλάρια απ᾽ αυτό και τις γοργές φοράδες
μια τρέλα στα βουνά τις πιάνει· έτσι το Δέλφη
50να δω από το λαμπρό να φεύγει γυμναστήριο
και σαν τρελός εδώ στο σπίτι μου να μπαίνει.

Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Από τη χλαίνα είχε σκιστεί του Δέλφη μια άκρη·
νά τη· και τώρα εγώ τη ρίχνω ξέφτι ξέφτι
55στην άγρια τη φωτιά. Γιατί, Έρωτα κακούργε,
σαν τη βδέλλα της λίμνης κόλλησες απάνω
στο δόλιο μου κορμί κι όλο μού πίνεις το αίμα;

Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.
Σαύρα θα κοπανίσω κι αύριο θα του πάω
κακό πιοτό· μα τώρα πάρε, Θεστυλίδα,
60τα μάγια αυτά, κι όσο είν᾽ ακόμα νύχτα, σύρε
ν᾽ αλείψεις το κατώφλι του, και φτυώντας λέγε:
«Ζυμάρι από τα κόκαλα του Δέλφη αλείβω.»

Αυτόν που μελετώ στο σπίτι μου, ίυγγα, σύρτ᾽ τον.

Η Θεστυλίδα παίρνει τα μαγικά και φεύγει.