35ΚΟ. Της Βατάλης, Κυννώ, βλέπεις τούτο το άγαλμα,
της θυγατέρας του Μυττά, τί όμορφα που στέκεται;
Εάν κανείς δε γνώριζε την ίδια τη Βατάλη, κοιτώντας
τούτη τη μορφή, δε θέλει πια να δει εκείνη.
ΚΥ. Έλα, καλή μου, κάτι όμορφο ακόμα θα σου δείξω,
40τέτοιο που σ᾽ όλη τη ζωή, στ᾽ αλήθεια, δεν ξανάδες.
Κύδιλλα συ, τον νεωκόρο άντε να φωνάξεις.
Δε λέω σένα, βρε, που δω και κει χασκογελάς;
—στην πίστη μου, πήρε είδηση τί είπα;
στέκει ωστόσο και χαζά σαν κάβουρας κοιτάζει—
45πήγαινε, λέω, και το νεωκόρο να φωνάξεις,
φαγάνα! Ούτε καλός ούτε κακός ποτέ
θα σε παινούσε· γιατί παντού το ίδιο στέκεται.
Μάρτυρα βάνω το θεό, Κύδιλλα, αυτόν εδώ,
πως μου ανάβεις τα αίματα, χωρίς καν να το θέλω,
50Μάρτυρας, λέω, ο θεός· κάποτε θά ᾽ρθει η μέρα
που το κεφάλι σου το βρόμικο θα γδάρεις δίχως άλλο.
ΚΟ. Τα παίρνεις όλα κατάκαρδα, αγαπητή Κυννώ μου.
Δούλα είναι, της δούλας τα αυτιά σφαλίζει η τεμπελιά.
ΚΥ. Είναι πια μέρα, κι η κοσμοσυρροή αρχίζει.
55Ε συ, μείνε εδώ. Ανοίξανε τη θύρα
και σηκώσανε τον πέπλο. ΚΟ. Βρε Κυννώ, δε βλέπεις
τί έργα; κείνη η θεά, θα έλεγες, η Αθηνά
τα έχει πελεκήσει — δόξα να ᾽χεις, δέσποινά μου.
Αν το γυμνό τούτο παιδί το ξύσω,
60θα βγάλει αίμα, ε Κυννώ; ακόμα κολλημένες
οι σάρκες του στα κόκαλα ζεστές ζεστές κινιούνται
πάνω στο ξύλο. Την ασημένια πυράγρα
σαν έβλεπε ο Μύελλος ή ο Παταικίσκος,
του Λαμπρίωνα ο γιος, θα γούρλωναν τα μάτια τους
65νομίζοντας πως φτιάχτηκε απ᾽ ατόφιο ασήμι.
Το βόδι κι ο μπροστάρης κι η κοπελιά που ακολουθεί
κι αυτός ο μαγκουρομύτης κι ο άντρας ο χοντρόμαλλος
δε φαίνονται πως όλοι τους είναι σα ζωντανοί;
αν δεν ενόμιζα πως πέρναγε τη γυναικεία φύση,
70τις φωνές θα έβαζα, το βόδι μη με πειράξει·
έτσι, Κυννώ, με το ᾽να μάτι με λοξοκοιτάει.
|