Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΩΔΑΣ

Μιμίαμβοι (4.35-4.71)


35 ΚΟ. τὸν Βατάλης γὰρ τοῦτον οὐκ ὁρῇς, Κυννοῖ,
ὅκως βέβ[ηκ]ε[ν] ἀνδριάντα τῆς Μύττεω;
εἰ μή τις α[ὐ]τὴν εἶδε Βατάλην, βλέψας
ἐς τοῦτο τὸ εἰκόνισμα μὴ ἐ[κείν]ης δείσθω.
ΚΥ. ἕπευ, φίλη, μοι καὶ καλόν τί σοι δείξω
40 πρῆγμ᾽ οἷον οὐχ ὥρηκας ἐ[ξ] ὅτου ζώεις.
Κύδιλλ᾽, ἰοῦσα τὸν νεωκόρον βῶσον.
οὐ σοὶ λέγω, αὕτη, τῇ ὧδε χὦδε χασκεύσῃ;
—μᾶ, μή τιν᾽ ὤρην ὧν λέγω πεποίηται;
ἕστηκε δ᾽ εἴς μ᾽ ὁρεῦσα καρκίνου μέζον—
45 ἰοῦσα, φημί, τὸν νεωκόρον βῶσον,
λαίμαστρον· οὔτ᾽ ὀργή σε κρηγύην οὔτε
βέβηλος αἰνεῖ· πανταχῇ δ᾽ ἴση κεῖσαι·
μαρτύρομαι, Κύδιλλα, τὸν θ[ε]ὸν τοῦτον,
ὡς ἔκ με κα‹ί›εις οὐ θέλουσαν οἰδῆσαι,
50 μαρτύρομαι, φημί· ἔσσετ᾽ ἡμέρη κείνη,
ἐν ᾗ τὸ βρέγμα τοῦτο τὠσυρὲς κνήσῃ.
ΚΟ. μὴ πάντ᾽ ἑτοίμως καρδίῃ βάλῃ, Κυννοῖ·
δούλη ᾽στι, δούλης δ᾽ ὦτα νωθρίη θλίβει.
ΚΥ. ἀλλ᾽ ἡμέρη τε κἠπὶ μέζον ὠθεῖται.
55 αὕτη σύ, μεῖνον· ἡ θύρη γὰρ ὤϊκται
κἀνεῖθ᾽ ὁ παστός. ΚΟ. οὐχ ὁρῇς, φίλη Κυννοῖ;
οἷ᾽ ἔργα; κείνην ταῦτ᾽ ἐρεῖς Ἀθηναίην
γλύψαι τὰ καλά — χαιρέτω δὲ δέσποινα.
τὸν παῖδα δὴ ‹τὸν› γυμνὸν ἢν κνίσω τοῦτον,
60 οὐχ ἕλκος ἕξει, Κύννα; πρὸς γάρ οἱ κεῖνται
αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι
ἐν τῇ σανίσκῃ. τὠργυρεῦν δὲ πύραστρον
οὐκ ἢν ἴδῃ Μύελλος ἢ Παταικίσκος
ὁ Λαμπρίωνος, ἐκβαλεῦσι τὰς κούρας
65 δοκεῦντες ὄντως ἀργυρεῦν πεποιῆσθαι;
ὁ βοῦς δὲ χὠ ἄγων αὐτὸν ἥ θ᾽ ὁμαρτεῦσα
χὠ γρυπὸς οὗτος χὠ [ἀν]άσιλλος ἄνθρωπος
οὐχὶ ζόην βλέπουσι ἡμέρην πάντες;
εἰ μὴ ἐδόκουν τι μέζον ἢ γυνὴ πρήσσειν,
70 ἀνηλάλαξ᾽ ἄν, μή μ᾽ ὁ βοῦς τι πημήνῃ·
οὕτω ἐπιλοξοῖ, Κυννί, τῇ ἑτέρῃ κούρῃ.


35ΚΟ. Της Βατάλης, Κυννώ, βλέπεις τούτο το άγαλμα,
της θυγατέρας του Μυττά, τί όμορφα που στέκεται;
Εάν κανείς δε γνώριζε την ίδια τη Βατάλη, κοιτώντας
τούτη τη μορφή, δε θέλει πια να δει εκείνη.
ΚΥ. Έλα, καλή μου, κάτι όμορφο ακόμα θα σου δείξω,
40τέτοιο που σ᾽ όλη τη ζωή, στ᾽ αλήθεια, δεν ξανάδες.
Κύδιλλα συ, τον νεωκόρο άντε να φωνάξεις.
Δε λέω σένα, βρε, που δω και κει χασκογελάς;
—στην πίστη μου, πήρε είδηση τί είπα;
στέκει ωστόσο και χαζά σαν κάβουρας κοιτάζει—
45πήγαινε, λέω, και το νεωκόρο να φωνάξεις,
φαγάνα! Ούτε καλός ούτε κακός ποτέ
θα σε παινούσε· γιατί παντού το ίδιο στέκεται.
Μάρτυρα βάνω το θεό, Κύδιλλα, αυτόν εδώ,
πως μου ανάβεις τα αίματα, χωρίς καν να το θέλω,
50Μάρτυρας, λέω, ο θεός· κάποτε θά ᾽ρθει η μέρα
που το κεφάλι σου το βρόμικο θα γδάρεις δίχως άλλο.
ΚΟ. Τα παίρνεις όλα κατάκαρδα, αγαπητή Κυννώ μου.
Δούλα είναι, της δούλας τα αυτιά σφαλίζει η τεμπελιά.
ΚΥ. Είναι πια μέρα, κι η κοσμοσυρροή αρχίζει.
55Ε συ, μείνε εδώ. Ανοίξανε τη θύρα
και σηκώσανε τον πέπλο. ΚΟ. Βρε Κυννώ, δε βλέπεις
τί έργα; κείνη η θεά, θα έλεγες, η Αθηνά
τα έχει πελεκήσει — δόξα να ᾽χεις, δέσποινά μου.
Αν το γυμνό τούτο παιδί το ξύσω,
60θα βγάλει αίμα, ε Κυννώ; ακόμα κολλημένες
οι σάρκες του στα κόκαλα ζεστές ζεστές κινιούνται
πάνω στο ξύλο. Την ασημένια πυράγρα
σαν έβλεπε ο Μύελλος ή ο Παταικίσκος,
του Λαμπρίωνα ο γιος, θα γούρλωναν τα μάτια τους
65νομίζοντας πως φτιάχτηκε απ᾽ ατόφιο ασήμι.
Το βόδι κι ο μπροστάρης κι η κοπελιά που ακολουθεί
κι αυτός ο μαγκουρομύτης κι ο άντρας ο χοντρόμαλλος
δε φαίνονται πως όλοι τους είναι σα ζωντανοί;
αν δεν ενόμιζα πως πέρναγε τη γυναικεία φύση,
70τις φωνές θα έβαζα, το βόδι μη με πειράξει·
έτσι, Κυννώ, με το ᾽να μάτι με λοξοκοιτάει.