ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ Έρχονται κουβεντιάζοντας ο Γοργίας και ο Δάος.
ΓΟΡΓΙΑΣ
Τόσο λοιπόν αψήφιστα το πήρες,
έτσι επιπόλαια φέρθηκες σε τούτο
το ζήτημα; ΔΑ. Γιατί; ΓΟΡ. Είχες χρέος αμέσως
να δεις ποιός είν᾽ ο νέος αυτός που πήγε
κοντά στην αδερφή μου, τέτοιο πράμα
να του ᾽λεγες να μην τον δει κανένας
να ξανακάμει· εσύ, σα να ᾽ταν ξένη
υπόθεση, τραβήχτηκες μακριά της.
240Το αίμα είν᾽ αίμα, Δάε, πώς να ξεφύγεις;
Πάντα έχω εγώ της αδερφής την έγνοια.
Ο κύρης της δε θέλει να μας ξέρει,
τη δυστροπία του όμως δεν ταιριάζει
κι εμείς να μιμηθούμε· γιατί, αν κάποια
ντροπή τής τύχει, εμέ θα κατακρίνουν.
Δεν εξετάζει ο κόσμος ποιός ο φταίχτης,
το τί έγινε κοιτάζει· αυτό να ξέρεις.
ΔΑ. Σωστά, Γοργία, μα σκιάζομαι το γέρο·
μόλις με δει στην πόρτα να σιμώνω,
θα με κρεμάσει αμέσως. ΓΟΡ. Δε σου λέω,
είναι βαρύ μαζί του να τα βάλεις·
250ούτε με το στανιό στον ίσιο δρόμο
δεν μπορώ να τον βάλω, ούτε και πάλι
με το καλό τη γνώμη του ν᾽ αλλάξω
έχω τον τρόπο· αν πάω με το στανιό,
αυτός παίρνει για σύμμαχο το νόμο·
πάω να τον πείσω; ορθώνεται μπροστά μου
ο χαρακτήρας που έχει.
ΔΑ., βλέποντας να έρχεται ο Σώστρατος, που τον ακολουθεί ο Πυρρίας
Για σταμάτα!
Δεν ήρθαμε του κάκου· βέβαιος ήμουν·
ο λεγάμενος, νά, ξαναγυρίζει.
ΓΟΡ. Ποιόν εννοείς; Αυτόν με τη χλαμύδα;
ΔΑ. Αυτόν. ΓΟΡ. Έχει την όψη κατεργάρη.
|