Πάντα απ᾽ τον ήλιο φωτισμένοι, [στρ. δ]
ζούνε τις μέρες τους που είναι ίσες με τις νύχτες οι αγαθοί
και περνούν ζωή με λιγότερα βάσανα· κι ουδ᾽ έχουνε
τη γη ν᾽ αναταράσσουν με των χεριών τη ρώμη
κι ουδέ να σκίζουν του πελάγου τα νερά
65για να κερδίζουν τη φτωχική ζωή τους, αλλά κοντά
στους τιμημένους θεούς όσοι με χαρά τους όρκους κρατούν
αδάκρυτη ύπαρξη περνούν,
και οι άλλοι βάσανα τραβούν που μήτε να τα βλέπεις.
Κι όσοι μπόρεσαν για τρεις φορές [αντ. δ]
να μείνουν στον έναν και στον άλλον κόσμο κρατώντας
την ψυχή τους μακριά
70από κάθε κακό, του Διός τον δρόμο ακολουθούν
και φτάνουν στον Πύργο του Κρόνου. Εκεί των Μακάρων
το νησί αύρες του ωκεανού
τριγύρω το δροσίζουν, και χρυσά λουλούδια αστροβολούν,
άλλα πάνω στη γη σε δέντρα λαμπερά,
κι άλλα νερό τα τρέφει
και μ᾽ αυτά πλέκουν γιρλάντες για τα χέρια και στεφάνια
75με τις σωστές ορμήνιες του Ραδάμανθη· [επωδ. δ]
αυτόν ο μέγας ο πατέρας μόνιμο πάρεδρο τον έχει,
ο σύζυγος της Ρέας που κάθεται
στον πιο ψηλό απ᾽ όλους θρόνο.
Μ᾽ αυτούς μαζί ο Κάδμος κι ο Πηλέας είναι,
κι εκεί η μητέρα του τον Αχιλλέα έφερε, αφού του Δία την καρδιά
80μαλάκωσε με παρακάλια.
Γιατ᾽ είχε τον ακαταμάχητο τον Έκτορα εξοντώσει, της Τροίας [στρ. ε]
την αλύγιστη κολώνα, και είχε στον θάνατο χαρίσει τον Κύκνο
και τον Αιθίοπα, της Αυγής τον γιο. Πολλές
μες στη φαρέτρα μου, κάτω από τον αγκώνα,
γοργές σαγίτες έχω,
85που λεν πολλά στους γνωστικούς· ο κόσμος όμως ο πολύς ερμηνευτές
γυρεύει. Σοφός όποιος τη γνώση κατέχει από τη φύση·
αλλ᾽ όσοι από μάθηση την έχουν, φλύαροι
σαν τα πολύλογα κοράκια του κάκου κρώζουν
|