Με σύνεση και γνώση του αντιμίλησε ο Τηλέμαχος:
«Ευρύμαχε, για μένα ο νόστος του πατέρα μου είναι χαμένη υπόθεση·
δεν εμπιστεύομαι λοιπόν κανένα μήνυμα, αν από κάπου φτάσει,
μήτε και λογαριάζω τους χρησμούς, αν κάποιον μάντη η μάνα μου
φωνάξει στο παλάτι και μ᾽ αγωνία τον ρωτά.
Όσο γι᾽ αυτόν τον ξένο, φίλος μας είναι πατρικός, από την Τάφο·
Μέντης το όνομά του και καυχιέται πως είναι ο γιος του εμπειροπόλεμου
Αγχιάλου· ο ίδιος τώρα τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνά.»
420Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, κι ας είχε αναγνωρίσει την αθάνατη θεά.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες παραδόθηκαν στο γλέντι·
με τον χορό ευφραίνονταν και το παθητικό τραγούδι,
πότε θα πέσει το σκοτάδι περιμένοντας.
Και μέσα στην ξεφάντωση πέφτει το βράδυ σκοτεινό και μαύρο·
τότε σηκώθηκαν να κοιμηθούν, καθένας τράβηξε στο σπίτι του.
Με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος — μια κάμαρη ψηλή,
για χάρη του χτισμένη, έβλεπε στην αυλή, πανέμορφη
κι ολόγυρα προφυλαγμένη.
Πήγε λοιπόν εκεί να κοιμηθεί, αλλά ο νους του γύριζε από τις σκέψεις
τις πολλές. Κοντά του βάδιζε, δαδιά κρατώντας αναμμένα, υπόδειγμα
αφοσίωσης, η Ευρύκλεια, του Ώπα η θυγατέρα,
κι αυτός γιος του Πεισήνορα.
430Παλιά την εξαγόρασε ο Λαέρτης, κι έγινε από τότε κτήμα του·
ήταν ακόμη κοπελίτσα και την αντάλλαξε μ᾽ είκοσι βόδια,
την τίμησε όμως μέσα στο παλάτι, ισάξια με τη νόμιμη γυναίκα του,
αλλά μαζί της δεν επλάγιασε, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει
την οργή της άλλης.
Αυτή λοιπόν, δαδιά κρατώντας αναμμένα, τον συνόδευε — τόσο πολύ
τον αγαπούσε, όσο καμιά από τις άλλες δούλες, γιατί τον είχε
αναθρέψει από μωρό.
Άνοιξε τότε αυτός τα δυο θυρόφυλλα της κάμαρης, καλοχτισμένης
και γερής, ακούμπησε στην κλίνη του κι έβγαλε από πάνω του
τον μαλακό χιτώνα· αμέσως τον παρέδωσε στα χέρια της στοχαστικής
γερόντισσας, κι εκείνη τον δίπλωσε καλά, να μην τσακίσει,
τέλος τον κρέμασε στον πάσσαλο, στο πλάι της κλίνης
440με τις τορνευτές οπές.
Ύστερα βγήκε από την κάμαρη, την πόρτα τράβηξε από την ασημένια της
λαβή και κλείδωσε, σέρνοντας από το λουρί τον σύρτη.
Εκεί εκείνος, όλη τη νύχτα ξάγρυπνος και σκεπασμένος με φλοκάτη,
τον δρόμο μελετούσε μέσα του, όπως τον όρισε η θεά Αθηνά.
|