ΩΚΕΑΝΟΣ
Μακρινή πήρα στράτα και ξάκρισα
και σε σένα εδώ έφτασα,
Προμηθέα, κυβερνώντας με νόημα
και χωρίς χαλινάρια
το γοργόφτερο τούτο πετούμενο.
Γνώριζέ το, συμπάσχω στα πάθη σου,
γιατί βέβαια πρώτα η συγγένεια
290μ᾽ αναγκάζει, μα κι έξω απ᾽ αυτή
κανέν᾽ άλλο σε μοίρα καλύτερη
από σε δε θα βάλω.
Θα το δεις και μονάχος σου, μάταια
πως δεν το ᾽χω να λέω γλυκόλογα·
κι έλα, πε μου, τί πρέπει να κάνομε,
γιατί φίλο πως έχεις ποτέ δε θα πεις
από μένα πιο βέβαιο, τον Ωκεανό.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Α! τί ᾽ναι τούτο; και λοιπόν και συ έχεις έρθει
τα πάθη μου να δεις; πώς τόλμησες ν᾽ αφήσεις
300τ᾽ ομώνυμό σου ρέμα και τα θολωτά σου
τ᾽ ατόφια σπήλια, στη σιδερομάνα ετούτη
για νά ᾽ρθεις γη; κι έφτασες για να δεις αλήθεια
τα πάθη και τη μοίρα μου να συμπονέσεις;
Νά, βλέπε φρίκη! αυτόν του Δία τον φίλο, που είχε
μαζί ενεργήσει ν᾽ ανεβεί στην εξουσία,
με τί τρόπο παιδεύομαι τώρ᾽ απ᾽ τον ίδιο.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Τα βλέπω, ναι, και θέλω, αν και γνωρίζω πόσον
είσαι σοφός, μια καλή γνώμη να σου δώσω·
Τον εαυτό σου γνώρισε κι άλλαξε τρόπους
σύμφωνους με τους νέους καιρούς, αφού και νέος
310άρχοντας μέσα στους θεούς ορίζει τώρα.
Μ᾽ αν θέλεις έτσι απόκοτα και τραχιά λόγια
να ρίχτεις, όσο κι αν ψηλά θρονιάζει ο Δίας,
πάντα θα σ᾽ άκουγε, ώστε αυτά που απ᾽ την οργή του
τώρα τραβάς, να φαίνουνται παιχνίδι αλήθεια.
Μ᾽ άφησε πια, ταλαίπωρε, τη γνώμη πὄχεις
και κοίτ᾽ απ᾽ τα δεινά σου αυτά πώς να γλιτώσεις.
Ίσως παλαιικά σου φαίνουνται όσα λέγω,
όμως, να, και τα επίχειρα ποιά ᾽ναι της γλώσσας,
που τα πολύ περήφανα τα λόγια ξέρει.
320Και συ ποτέ σου ταπεινός, ουδέ λυγίζεις
στις συμφορές, μα ζητάς κι άλλες να προστέσεις
στις τωρινές· μ᾽ αν θ᾽ άκουγες τις συμβουλές μου,
στα κέντρα δε θα λάχτιζες, αφού το βλέπεις
πως είν᾽ τραχύς και ανεύθυνος ο νέος μονάρχης.
Τώρα πηγαίνω εγώ και θα κοιτάξω αν είναι
τρόπος απ᾽ τα δεινά σου αυτά να σε γλιτώσω.
Μα ησύχαζε και τα πολλά τα λόγια ας λείπουν.
Ή δεν το ξέρεις, μ᾽ όλη τη σοφία την τόση,
πως γλώσσα αστόχαστη ζημιά δική της φέρνει;
|