ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι, Δία, στρέψε τα μάτια σου στις συμφορές μας,
και ιδές την ορφανή γενιά αϊτού πατέρα,
που μέσα στα φριχτά ξεψύχησε τ᾽ αρπάγια
καταραμένης όχεντρας· και τα ορφανά του
250πείνα τρανή μας σφίγγει· γιατί δε μπορούμε
να φέρνομε την πατρικιά άγρη στη φωλιά μας·
κι έτσι νά μας κι εγώ και τούτη εδώ η Ηλέκτρα
καθώς μας βλέπεις, έρμη κλήρα από πατέρα,
κι οι δυο απ᾽ τα γονικά τα σπίτια αποδιωγμένοι.
Κι αν μας αφήσεις να χαθούμ᾽ εμείς, ο γόνος
ενός γονιού που σε τιμούσε με θυσίες
άφθονες πάντα, πού θενά ᾽βρεις πια το χέρι
που όμοια πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρει;
Ούτ᾽ αν τη φύτρα του αϊτού χαλάσεις, θα ᾽χεις
να στέλλεις άσφαλτες μαντείες στους ανθρώπους,
260κι αν μαραθεί η βασιλική γενιά απ᾽ τη ρίζα,
ποιός τους βωμούς σου, τις γιορτές, θενα φροντίζει;
Βοήθα! κι από το τίποτε μπορείς να υψώσεις
σπίτι ξανά, που για καλά το ᾽χουν πεσμένο.
ΧΟΡΟΣ
Ω τέκνα μου, ω της πατρικής εστίας σωτήρες,
σωπάτε, μήπως και κανείς σας νιώσει, ω τέκνα,
και πάει με γλώσσα έτσι άκριτη και πη τα πάντα
στους άρχοντές μας· που είθε να τους δω μια μέρα
νεκρούς μες στους πισσένιους τους ατμούς της φλόγας.
|