ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
Να ᾽θε ημπόρου! μα που ο φόβος δεν αφήνει
την καρδιά μου μες στα στήθια να ησυχάσει…
Η έγνοια, πὄχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσει,
290των εχθρών τον τρόμο ανάβει και δε σβήνει.
Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι
το πασίτρομο για τ᾽ άλουβα πουλιά του,
π᾽ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του
έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέρι.
Γιατί ορμούν άλλοι στους πύργους, σμάρια, σμάρια,
πλήθια ολάκερα — και τί θα γένω;
κι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια
300στο λαό μας το γυροζωσμένο.
Σώσετε, ω θεοί Διογέννητοι όλοι,
το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη.
Γιατί τάχα ποιά θα βρείτε κι άλλη χώρα
πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώσει
στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα
και της Δίρκης το νερό, που όσοι κι αν όσοι
ποταμοί τον κόσμο τρέχουν,
310το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν;
Και γι᾽ αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες,
στους εχθρούς, που μας περίζωσαν τα κάστρα,
ρίχτ᾽ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστρα,
που να παίρνουνε τα πόδια τους στις πλάτες·
και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας
και στην πόλη σωτηρία· και σταθείτε
καλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσό μας·
320τις πικρές τις λιτανείες μας σπλαχνιστείτε.
|