ΑΜΦ. Δεν είναι ο φόβος ούτε της ζωής ο πόθος
που μ᾽ εμποδίζει ν᾽ αποθάνω, μα να σώσω
τα παιδιά θέλω για τον γιο μου· μάταιος κόπος.
Νά, είναι ο λαιμός μου εδώ ανοιχτός μπρος στο σπαθί σου,
310να σκίσεις τον ή να με ρίξεις απ᾽ τα βράχια.
Μα, βασιλιά μου, μια μονάχα δώσ᾽ μου χάρη·
σκότωσ᾽ εμέ κι αυτήν μπροστά από τα παιδιά μας,
τ᾽ ανόσιο θέαμα να μη δούμε, να φωνάζουν
τη μάνα τους και τον πατέρα του πατρός των
ψυχομαχώντας. Τ᾽ άλλα κάμε τα όπως θέλεις·
γιατί να μην πεθάνουμε δεν το μπορούμε.
ΜΕΓ. Σ᾽ αυτή τη χάρη κι άλλη εγώ ζητάω να βάλεις,
στους δυο μας, ένας συ, διπλό καλό να κάνεις·
άφησε τα παιδιά να τα νεκροστολίσω,
330το παλάτι ανοιώντας, που μας κλειδώσαν όξω.
Αυτό ας το τύχουνε στο σπίτι του πατρός των.
ΛΥΚ. Θα γίνει αυτό· στους δούλους λέω να ξεκλειδώσουν.
Μπείτε να τα στολίστε· αυτό δεν με πειράζει.
Κι όταν νεκροστολίσετε πια τα κορμιά των,
μέσα θα ᾽ρθω, βαθιά στο χώμα να τα στείλω.
ΜΕΓ. Ωιμέ, παιδιά μου, τ᾽ άθλιο βήμα μου ακλουθάτε
μέσα στο σπίτι του πατρός σας, που άλλος έχει
το είναι του τώρα και σεις μόνο τ᾽ όνομά του.
ΑΜΦ. Μάταια λοιπόν την ίδιαν είχαμε γυναίκα,
340ω Δία, και σ᾽ έλεγα πατέρα του παιδιού μου·
κι ήσουν πιο λίγο απ᾽ όσο σε θαρρούσα φίλος!
Θνητός εγώ, στην αρετή σε νικώ εσένα,
τον μέγα θεό, γιατί δεν πρόδωσα τα τέκνα
του Ηρακλή. Στα ξένα μόνο κλινάρια ξέρεις
ό,τι δεν δίνουν να ᾽ρχεσαι κρυφά να παίρνεις,
μα τους φίλους σου να σώζεις δεν ξέρεις. Είσαι
άμυαλος θεός λοιπόν, αφού δίκαιος δεν είσαι.
|