ΑΔΜ. Μην έχεις τέτοιαν έγνοια, έτσι θα γίνει·
η μόνη μου γυναίκα εσύ, όσο ζούσες·
330η μόνη, κι όταν πια μακριά μου θα είσαι·
σ᾽ όλη τη Θεσσαλία, στη θέση σου, άλλη
δε θα μου πει ποτέ ένα χαίρε· ας είναι
κι η πιο μεγάλη αρχοντοπούλα, ας είναι
κι η πιο όμορφη. Και για παιδιά, μου αρκούνε·
ας χαρώ τούτα δω· οι θεοί ας μου δώσουν
μια χάρη που δε μου ᾽δωσαν για σένα.
Θα σε πενθώ, κι όχι ένα χρόνο μόνο·
θα σε πενθώ όσο ζω· για τους γονιούς μου,
για μάνα και πατέρα, θα έχω μίσος·
με λόγια μ᾽ αγαπούσαν, όχι με έργα·
340εσύ έδωσες για με, για να με σώσεις,
το πιο ακριβό στον κόσμο, τη ζωή σου.
Να μη θρηνώ, που τέτοιο ταίρι χάνω;
Για με πια πάνε συντροφιές, στεφάνια,
χαροκόπια, τραγούδια, που αντηχούσαν
στο σπίτι μου· ποτέ πια δε θ᾽ αγγίξω
τη λύρα, ούτε ποτέ θα τραγουδήσω
πάνω στον ήχο λιβυκής φλογέρας·
τη χαρά της ζωής μαζί σου παίρνεις.
Ομοίωμα του κορμιού σου, από το χέρι
τεχνιτών καμωμένο, θα το βάλω
350στο στρώμα μέσα, κι αγκαλιάζοντάς το
και τ᾽ όνομά σου κράζοντας θα λέω
πως αγκαλιάζω εσέ τη λατρευτή μου·
κρύα ηδονή, μα της ψυχής το βάρος
έτσι, θαρρώ, θα το αλαφρώνω λίγο.
Και στα όνειρά μου αν θά ᾽ρχεσαι, η χαρά μου
θα ᾽ναι μεγάλη· είναι γλυκό να βλέπεις,
τη νύχτα, εκείνους που αγαπάς, ας είναι
και για λίγο. Του Ορφέα τη γλώσσα αν είχα,
φωνή μελωδική σαν τη δική του,
που να μπορώ απ᾽ τον Άδη να σε πάρω
μαγεύοντας της Δήμητρας την κόρη
και τον άντρα της με ύμνους, ούτε ο σκύλος
360του Πλούτωνα, ούτε ο Χάρωνας, ο γέρος
περαματάρης των ψυχών, δε θα ήταν
μπόδιο για μένα· θα ᾽τρεχα εκεί κάτω,
εδώ στο φως και πάλι να σε φέρω.
Καρτέρα με όμως όταν θα πεθάνω
κι ετοίμασε έναν τόπο εκεί, να μείνω
μαζί σου. Εγώ θ᾽ αφήσω στα παιδιά μας
παραγγελιά μες στο ίδιο να με βάλουν
κέδρινο νεκροκρέβατο που θα είσαι,
πλάι πλάι τους δυο· χωρίς εσέ, τη μόνη
πιστή μου, ούτε νεκρός δε θέλω να είμαι.
ΚΟΡ. Κι εγώ το βαρύ πένθος σου, σα φίλος,
370για την κυρά θα μοιραστώ· το αξίζει.
ΑΛΚ. Τα λόγια του πατέρα σας, παιδιά μου,
τ᾽ ακούσατε· πως δε θα μ᾽ αψηφήσει
και πως ποτέ μητριά δε θα σας δώσει.
ΑΔΜ. Το ξαναλέω, κι έτσι θα γίνει. ΑΛΚ. Τότε,
απ᾽ το χέρι μου δέξου τα.
Σπρώχνει τα παιδιά προς τον Άδμητο και αυτός τα παίρνει στην αγκαλιά του.
ΑΔΜ. Τα παίρνω,
δώρο ακριβό από χέρι που αγαπάω.
ΑΛΚ. Γίνε γι᾽ αυτά και μάνα, αντίς για μένα.
ΑΔΜ. Η ανάγκη, αφού θα ᾽ναι ορφανά από μάνα.
ΑΛΚ. Φεύγω, παιδιά μου, σε ώρα που δεν πρέπει.
380ΑΔΜ. Έρημος από σένα, αχ, τί θα κάμω;
ΑΛΚ. Μια σκιά οι νεκροί· ο καιρός θα σε ηρεμήσει.
ΑΔΜ. Αχ, σε ικετεύω, πάρε με μαζί σου.
ΑΛΚ. Πεθαίνω εγώ για σένα, κι αυτό φτάνει.
ΑΔΜ. Τί γυναίκα μού παίρνεις, Μοίρα, Μοίρα!
ΑΛΚ. Τα μάτια μου βαραίνουν, σκοτεινιάζουν.
ΑΔΜ. Είμαι κι εγώ χαμένος, αν μ᾽ αφήσεις.
ΑΛΚ. Ξέρε το, δεν υπάρχω πια. ΑΔΜ. Μη γέρνεις
το κεφάλι· πού αφήνεις τα παιδιά σου;
ΑΛΚ. Παιδιά μου, δεν το θέλω· χαίρετε όμως.
390ΑΔΜ. Γιά ρίξ᾽ τους μια ματιά. ΑΛΚ. Η ζωή μου σβήνει.
ΑΔΜ. Μ᾽ αφήνεις; ΑΛΚ. Χαίρε. ΑΔΜ. Είμαι κι εγώ χαμένος.
ΚΟΡ. Πάει του Άδμητου η γυναίκα· έχει τελειώσει.
|