[13.1] Με τους Αθηναίους ο Αλέξανδρος ήρθε σε συμβιβασμό, μολονότι έδειξαν να λυπούνται πάρα πολύ για τη συμφορά της Θήβας. Πράγματι, ενώ είχαν αρχίσει τη γιορτή των Ελευσίνιων Μυστηρίων, τη διέκοψαν λόγω πένθους και έδειξαν σε όλο τους το μεγαλείο τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους σε όσους κατέφυγαν στην πόλη τους. [13.2] Έτσι, είτε επειδή είχε ήδη κορέσει τον θυμό του, όπως ακριβώς τα λιοντάρια, είτε επειδή επιθυμούσε να παρουσιάσει προς σύγκριση στην πιο ωμή και αποτρόπαιη πράξη του μιαν άλλην μετριοπαθή, όχι μόνο απάλλαξε τους Αθηναίους από κάθε κατηγορία, αλλά και συνέστησε να έχει η Αθήνα στραμμένη την προσοχή της στα πράγματα, γιατί, αν ο ίδιος πάθαινε κάτι, εκείνη θα αναλάμβανε την εξουσία στην Ελλάδα. [13.3] Λένε πως αργότερα η συμφορά των Θηβαίων πολλές φορές του προξένησε λύπη, με αποτέλεσμα να δείξει περισσότερη επιείκεια σε όχι λίγους λαούς. [13.4] Γενικά, τον φόνο του Κλείτου πάνω στο μεθύσι, τη δειλία των Μακεδόνων απέναντι στους Ινδούς, που είχαν αφήσει στη μέση την εκστρατεία και μείωσαν τη δόξα του, τα απέδιδε στη μήνη και την εκδίκηση του Διόνυσου. [13.5] Δεν υπήρχε κανένας από τους διασωθέντες Θηβαίους που να τον συνάντησε αργότερα και να του ζήτησε κάποια χάρη και να μην ικανοποιήθηκε από αυτόν. Αυτά λοιπόν είναι τα σχετικά με τη Θήβα. [14.1] Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό και ψήφισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Περσών με τον Αλέξανδρο, αναγορεύτηκε αρχηγός τους. [14.2] Καθώς πολλοί, και πολιτικοί και φιλόσοφοι, που τον είχαν συναντήσει, του έδιναν συγχαρητήρια, υπολόγιζε πως θα έκανε το ίδιο και ο Διογένης από τη Σινώπη, που ζούσε τότε στα περίχωρα της Κορίνθου. [14.3] Εκείνος όμως ξεκουραζόταν στο Κράνειο, ελάχιστα ενδιαφερόμενος για τον Αλέξανδρο· γι᾽ αυτό πήγε ο ίδιος ο Αλέξανδρος σ᾽ αυτόν, που έτυχε να είναι ξαπλωμένος στον ήλιο. [14.4] Και καθώς τόσοι άνθρωποι έρχονταν προς το μέρος του, ανακάθισε λίγο και κοίταξε προς τον Αλέξανδρο. Και όταν εκείνος μετά τον χαιρετισμό και την προσφώνηση τον ρώτησε αν χρειάζεται κάτι, του είπε: «παραμέρισε λίγο από τον ήλιο». [14.5] Λένε πως ο Αλέξανδρος ενοχλήθηκε από αυτό και, μολονότι ένιωσε ταπεινωμένος, θαύμασε την υπερηφάνεια και τη μεγαλοσύνη του άνδρα τόσο πολύ, ώστε, καθώς έφευγαν και οι της ακολουθίας του γελούσαν συνεχώς και κορόιδευαν, είπε: «εγώ, ωστόσο, εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήμουν Διογένης». [14.6] Θέλοντας να συμβουλευτεί τον θεό για την εκστρατεία, επισκέφτηκε τους Δελφούς. Αλλά κατά τύχη, επειδή εκείνες οι ημέρες ήταν αποφράδες και ήταν καθιερωμένο να μη δίνονται χρησμοί κατά τη διάρκειά τους, έστειλε πρώτα αγγελιαφόρο για να καλέσει την προμάντιδα. [14.7] Καθώς όμως εκείνη αρνιόταν και επικαλούνταν τον νόμο ως δικαιολογία, ανέβηκε ο ίδιος στον ναό και την έσερνε με τη βία· τότε εκείνη, σαν να είχε καταβληθεί από τη βία, είπε: «είσαι ανίκητος, παιδί μου». Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, είπε ότι δεν χρειαζόταν πια άλλο χρησμό, αλλά ότι είχε από αυτήν τον χρησμό που ήθελε. [14.8] Όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία, ανάμεσα σε άλλα σημάδια που έκαναν την εμφάνισή τους από τον θεό, ήταν και η μεγάλη εφίδρωση εκείνες τις ημέρες του ξόανου του Ορφέα —ήταν κυπαρισσένιο— στα Λείβηθρα. [14.9] Και ενώ όλοι φοβούνταν με το σημάδι, ο Αρίστανδρος συνιστούσε να έχουν θάρρος, γιατί ο Αλέξανδρος θα κατόρθωνε πράγματα άξια να γίνουν τραγούδια και περιβόητα, τέτοια που θα προκαλέσουν πολύν ιδρώτα και κόπο στους ποιητές και στους μουσικούς που θα τα υμνήσουν.
|