[10.1] Αφού έγιναν συνθήκες για να δώσουν πίσω τα μέρη και τις πόλεις που κατείχαν ο ένας του άλλου, καθώς και τους αιχμαλώτους, με πρώτους να τα επιστρέψουν όποιοι θα έβγαιναν με κλήρωση, ο Νικίας εξαγόρασε κρυφά με χρήματα τον κλήρο, ώστε να παραδώσουν πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι. Αυτό εξιστορεί ο Θεόφραστος. [10.2] Επειδή όμως οι Κορίνθιοι και οι Βοιωτοί δυσφορούσαν με τα όσα γίνονταν και έδιναν την εντύπωση ότι με κατηγορίες και μομφές θα ανανέωναν τον πόλεμο, ο Νικίας έπεισε τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους, εκτός από την ειρήνη, να κλείσουν και συμμαχία, σαν ένα είδος δύναμης και δεσμού, ώστε να γίνουν πιο φοβεροί σε όσους δεν θα αποδέχονταν τους όρους της ειρήνης και να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις μεταξύ τους σχέσεις. [10.3] Και ενώ γίνονταν αυτά, ο Αλκιβιάδης, που από τη φύση του ήταν πνεύμα ανήσυχο και εξοργιζόταν με τους Λακεδαιμονίους, που προσέκειντο στον Νικία και απέβλεπαν σ᾽ αυτόν, ενώ δεν έδιναν σημασία στον ίδιο και τον περιφρονούσαν, αμέσως από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκε στην ειρήνη και αντιστάθηκε, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Λίγο αργότερα όμως, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν πια αρεστοί στους Αθηναίους στον ίδιο βαθμό με πριν, αλλά φαίνονταν ότι τους αδικούσαν που έκαναν συμμαχία με τους Βοιωτούς και δεν παρέδωσαν το Πάνακτο όρθιο ούτε και την Αμφίπολη, επέμενε σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον λαό. [10.4] Τέλος, αφού κάλεσε στην Αθήνα αντιπροσωπεία των Αργείων, ενεργούσε για συμμαχία Αθήνας και Άργους. Ήρθαν όμως αντιπρόσωποι και από τη Λακεδαίμονα με απόλυτη δικαιοδοσία και, όταν παρουσιάστηκαν στη Βουλή και έδωσαν την εντύπωση ότι είχαν έρθει να δεχτούν καθετί δίκαιο, ο Αλκιβιάδης φοβούμενος μήπως λέγοντας τα ίδια και στον λαό τον πάρουν με το μέρος τους, τους έφερε βόλτα με απάτη και όρκους ότι τάχα θα συνέπραττε μαζί τους σε όλα, αν αρνηθούν και δεν παραδεχτούν πως είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα· [10.5] γιατί έτσι κυρίως θα πετύχαιναν όσα επιθυμούσαν. Όταν αυτοί πείστηκαν και μεταστράφηκαν από τον Νικία προς εκείνον, τους παρουσίασε στον λαό και το πρώτο που τους ρώτησε ήταν αν είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα για όλα. Όταν εκείνοι αρνιόνταν, αλλάζοντας απροσδόκητα στάση επικαλέστηκε ως μάρτυρα των λόγων τους τη Βουλή και προέτρεπε τον λαό να μη δίνει σημασία μήτε και να εμπιστεύεται ανθρώπους που ψεύδονται τόσο κατάφωρα και που για τα ίδια πράγματα τη μια λένε αυτά την άλλη τα αντίθετα. [10.6] Καθώς αυτοί θορυβήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, και ο Νικίας δεν είχε να πει τίποτε, αλλά τα είχε χαμένα από τη στενοχώρια και την έκπληξή του, ο λαός έσπευσε να καλέσει αμέσως τους Αργείους και να κάνει με αυτούς συμμαχία. Αλλά ένας σεισμός που έγινε ενδιαμέσως και διέλυσε τη συνέλευση βοήθησε τον Νικία. [10.7] Την επομένη έγινε πάλι συνέλευση του λαού και, ύστερα από πολλά που έκανε και είπε ο Νικίας, μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να πείσει τον λαό να καθυστερήσει τη σύναψη συμφωνίας με τους Αργείους και να στείλει τον ίδιο στους Λακεδαιμονίους, ώστε να εξελιχθούν όλα όπως πρέπει. [10.8] Όταν πήγε στη Σπάρτη, τιμήθηκε γενικά ως άνθρωπος ενάρετος και με καλές προθέσεις προς τους Σπαρτιάτες, ωστόσο δεν κατάφερε τίποτε, επειδή επικράτησαν αυτοί που υποστήριζαν τα συμφέροντα των Βοιωτών· έτσι, επέστρεψε στην Αθήνα όχι μόνο δυσφημισμένος και κακολογούμενος αλλά και φοβούμενος τους Αθηναίους, καθώς λυπούνταν και αγανακτούσαν που πείστηκαν από εκείνον και έδωσαν πίσω τόσο πολλούς και σημαντικούς άνδρες. Γιατί οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι που είχαν μεταφερθεί από την Πύλο ήταν από τις πρώτες οικογένειες της Σπάρτης και είχαν φίλους και συγγενείς τους πιο ισχυρούς στην πόλη. [10.9] Ωστόσο, η οργή τους προς τον Νικία δεν τους οδήγησε να κάνουν κάτι χειρότερο προς αυτόν. Περιορίστηκαν στο να εκλέξουν στη θέση του στρατηγό τον Αλκιβιάδη, να κάνουν συμμάχους μαζί με τους Αργείους τους Μαντινείς και τους Ηλείους, που αποστάτησαν από τους Λακεδαιμονίους, και να στείλουν στην Πύλο ληστρικές αποστολές για να προκαλούν καταστροφές στην ύπαιθρο της Λακωνίας. Εξαιτίας αυτών ενεπλάκησαν πάλι σε πόλεμο.
|