Οι Αθηναίοι αφήνουν την πόλη [10.1] Τότε ο Θεμιστοκλής, επειδή δεν μπορούσε με ανθρώπινους συλλογισμούς να φέρει με το μέρος του το πλήθος, έβγαλε στη μέση ένα τέχνασμα, όπως γίνεται σε παράσταση τραγωδίας· σκέφτηκε δηλαδή να τους παρουσιάσει σημεία από τους θεούς και μαντείες. Πήρε για θεϊκό σημάδι αυτό που έγινε τις μέρες εκείνες με το δράκοντα, που, όπως λένε, εξαφανίστηκε από το ναό. [10.2] Και, επειδή τις προσφορές που του παράθεταν κάθε μέρα τις έβρισκαν άθικτες, οι ιερείς το ανακοίνωναν στο λαό, και ο Θεμιστοκλής έδινε την εξήγηση, πως η θεά παράτησε την Αθήνα και έτσι έδειχνε στους Αθηναίους το δρόμο προς τη θάλασσα. [10.3] Επίσης και με το χρησμό προσπαθούσε να τραβήξει το λαό, λέγοντας πως το «ξύλινο τείχος» δε φανέρωνε τίποτε άλλο παρά τα πλοία. Για τούτο και τη Σαλαμίνα ο θεός στο χρησμό του την ονομάζει «ευλογημένη» και όχι φοβερή ούτε καταραμένη, γιατί έμελλε να δώσει το όνομά της σε μια μεγάλη ευτυχία των Ελλήνων. [10.4] Και όταν υπερίσχυσε η γνώμη του, υποβάλλει στην εκκλησία του δήμου την πρόταση: να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά που είναι προστάτισσά της, και όλοι όσοι έχουν τη στρατεύσιμη ηλικία να μπούν στα πλοία και να προσπαθεί ο καθένας με όποιον τρόπο μπορεί να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους. [10.5] Όταν η πρόταση αυτή εγκρίθηκε, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έφεραν γι᾽ ασφάλεια τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα, όπου οι κάτοικοι τα δέχονταν με μεγάλη προθυμία. Αποφάσισαν μάλιστα να αναλάβουν τη διατροφή τους με δημόσια έξοδα, δίνοντας κάθε μέρα δύο οβολούς στον καθένα, και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίρνουν οπωρικά από παντού, και ακόμη να πληρώνουν γι᾽ αυτά μιστούς σε δασκάλους. Την πρόταση αυτή την είχε κάμει ο Νικαγόρας. [10.6] Και επειδή το δημόσιο ταμείο των Αθηναίων δεν είχε χρήματα, η βουλή του Αρείου Πάγου, καθώς λέει ο Αριστοτέλης, έδωσε σε κάθε στρατευμένο πολίτη οκτώ δραχμές· αυτό έγινε η κυριότερη αφορμή να γεμίσουν με πληρώματα τα πλοία. Ο Κλείδημος όμως νομίζει πως και τούτο ήταν τέχνασμα του Θεμιστοκλή. [10.7] Λέει δηλαδή ότι, όταν οι Αθηναίοι κατέβαιναν στον Πειραιά, χάθηκε το κεφάλι της Γοργόνας από το άγαλμα της θεάς Αθηνάς· ο Θεμιστοκλής τότε κάνοντας πως το αναζητεί και ψάχνοντας με επιμονή όλα, βρίσκει μέσα στις αποσκευές πολλά χρήματα κρυμμένα, που δόθηκαν σε κοινή χρήση και έτσι όσοι μπήκαν στα πλοία είχαν άφθονα εφόδια. [10.8] Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ, προς το νησί. [10.9] Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη. Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία. [10.10] Ανάμεσα σ᾽ αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ᾽ αυτόν πήδησε μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στη Σαλαμίνα και μ᾽ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως· τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ώς σήμερα και ονομάζεται «Κυνός σήμα».
|