Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (2.90.1-2.92.7)
[2.90.1] Τοιαῦτα δὲ καὶ ὁ Φορμίων παρεκελεύσατο. οἱ δὲ Πελοποννήσιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ Ἀθηναῖοι οὐκ ἐπέπλεον ἐς τὸν κόλπον καὶ τὰ στενά, βουλόμενοι ἄκοντας ἔσω προαγαγεῖν αὐτούς, ἀναγαγόμενοι ἅμα ἕῳ ἔπλεον, ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς ἐπὶ τὴν ἑαυτῶν γῆν, ἔσω ἐπὶ τοῦ κόλπου, δεξιῷ κέρᾳ ἡγουμένῳ, ὥσπερ καὶ ὥρμουν· [2.90.2] ἐπὶ δ᾽ αὐτῷ εἴκοσιν ἔταξαν τὰς ἄριστα πλεούσας, ὅπως, εἰ ἄρα νομίσας ἐπὶ τὴν Ναύπακτον αὐτοὺς πλεῖν ὁ Φορμίων καὶ αὐτὸς ἐπιβοηθῶν ταύτῃ παραπλέοι, μὴ διαφύγοιεν πλέοντα τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι ἔξω τοῦ ἑαυτῶν κέρως, ἀλλ᾽ αὗται αἱ νῆες περικλῄσειαν. [2.90.3] ὁ δέ, ὅπερ ἐκεῖνοι προσεδέχοντο, φοβηθεὶς περὶ τῷ χωρίῳ ἐρήμῳ ὄντι, ὡς ἑώρα ἀναγομένους αὐτούς, ἄκων καὶ κατὰ σπουδὴν ἐμβιβάσας ἔπλει παρὰ τὴν γῆν· καὶ ὁ πεζὸς ἅμα τῶν Μεσσηνίων παρεβοήθει. [2.90.4] ἰδόντες δὲ οἱ Πελοποννήσιοι κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως παραπλέοντας καὶ ἤδη ὄντας ἐντὸς τοῦ κόλπου τε καὶ πρὸς τῇ γῇ, ὅπερ ἐβούλοντο μάλιστα, ἀπὸ σημείου ἑνὸς ἄφνω ἐπιστρέψαντες τὰς ναῦς μετωπηδὸν ἔπλεον, ὡς εἶχε τάχους ἕκαστος, ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους, καὶ ἤλπιζον πάσας τὰς ναῦς ἀπολήψεσθαι. [2.90.5] τῶν δὲ ἕνδεκα μέν τινες αἵπερ ἡγοῦντο ὑπεκφεύγουσι τὸ κέρας τῶν Πελοποννησίων καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν· τὰς δ᾽ ἄλλας ἐπικαταλαβόντες ἐξέωσάν τε πρὸς τὴν γῆν ὑποφευγούσας καὶ διέφθειραν, ἄνδρας τε τῶν Ἀθηναίων ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν αὐτῶν. [2.90.6] καὶ τῶν νεῶν τινὰς ἀναδούμενοι εἷλκον κενάς (μίαν δὲ αὐτοῖς ἀνδράσιν εἷλον ἤδη), τὰς δέ τινας οἱ Μεσσήνιοι παραβοηθήσαντες καὶ ἐπεσβαίνοντες ξὺν τοῖς ὅπλοις ἐς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπιβάντες ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων μαχόμενοι ἀφείλοντο ἑλκομένας ἤδη. |
[2.90.1] Αυτά, περίπου, τα ενθαρρυντικά είπε ο Φορμίων. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας ότι οι Αθηναίοι δεν έκαναν επίθεση κι απόφευγαν να μπουν στα στενά του κόλπου, θέλησαν να τους παρασύρουν εκεί παρά τη θέλησή τους. Σήκωσαν άγκυρα με την αυγή κι έπλεαν κοντά στις δικές τους ακτές, στο εσωτερικό του κόλπου, σε τετράδες. Μπροστά πήγαινε η δεξιά πτέρυγά τους, όπως όταν ήσαν αγκυροβολημένα τα καράβια. [2.90.2] Στο σημείο εκείνο της παράταξής τους είχαν βάλει τα ταχύτερα καράβια τους. Αν ο Φορμίων νόμιζε ότι πάνε να χτυπήσουν την Ναύπακτο και πήγαινε να την βοηθήσει, πλέοντας κι εκείνος κοντά στην ακτή, τότε θα του έκαναν επίθεση και δεν θα μπορούσαν οι Αθηναίοι ν᾽ αποφύγουν την ναυμαχία, γιατί η δεξιά πτέρυγα θα τους έκοβε τον δρόμο. [2.90.3] Καθώς είχαν προβλέψει, ο Φορμίων, βλέποντάς τους να πλέουν προς τα εκεί, φοβήθηκε για την αφρούρητη Ναύπακτο, κι έδωσε διαταγή να επιβιβαστούν γρήγορα τα πληρώματα και, παρά το σχέδιό του, άρχισε να πλέει κοντά στην ακτή όπου τον ακολουθούσαν οι Μεσσήνιοι οπλίτες για να βοηθήσουν, αν ήταν ανάγκη. [2.90.4] Όταν οι Πελοποννήσιοι είδαν τον αθηναϊκό στόλο, σε μονή γραμμή, να πλέει κοντά στην ακτή και να έχει κιόλας μπει στον κόλπο, δηλαδή ακριβώς όπως το επιδίωκαν, έστριψαν ξαφνικά, μ᾽ ένα σύνθημα, τα καράβια τους σε γραμμή μετώπου κι έκαναν έφοδο εναντίον των Αθηναίων, με όση ταχύτητα μπορούσε ν᾽ αναπτύξει το κάθε καράβι τους, ελπίζοντας να περικυκλώσουν ολόκληρο τον αθηναϊκό στόλο. [2.90.5] Αλλά τα έντεκα πρώτα αθηναϊκά καράβια κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να γυρίσουν στην ανοιχτή θάλασσα, τα υπόλοιπα, όμως, τα πρόλαβαν και, παρά τις προσπάθειές τους να ξεφύγουν, τα ανάγκασαν να ριχτούν στην στεριά. Τους προξένησαν πολλές ζημίες και σκότωσαν όσους Αθηναίους δεν πρόφτασαν να σωθούν κολυμπώντας στην στεριά. [2.90.6] Ένα καράβι το αιχμαλώτισαν με το πλήρωμά του και τ᾽ άλλα τα δέσανε και άρχισαν να τα ρυμουλκούν. Αλλά οι Μεσσήνιοι οπλίτες κατόρθωσαν να σώσουν μερικά, μπαίνοντας με τις πανοπλίες τους στη θάλασσα κι ανεβαίνοντας στα όσα καράβια οι Πελοποννήσιοι είχαν κιόλας αρχίσει να τραβούν. |