Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (3.26.1-3.29.3)

[3.26.1] Ὁ μὲν ἐπ᾽ Αἰθίοπας στόλος οὕτω ἔπρηξε, οἱ δ᾽ αὐτῶν ἐπ᾽ Ἀμμωνίους ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι, ἐπείτε ὁρμηθέντες ἐκ τῶν Θηβέων ἐπορεύοντο ἔχοντες ἀγωγούς, ἀπικόμενοι μὲν φανεροί εἰσι ἐς Ὄασιν πόλιν, τὴν ἔχουσι μὲν Σάμιοι τῆς Αἰσχριωνίης φυλῆς λεγόμενοι εἶναι, ἀπέχουσι δὲ ἑπτὰ ἡμερέων ὁδὸν ἀπὸ Θηβέων διὰ ψάμμου, ὀνομάζεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος κατὰ Ἑλλήνων γλῶσσαν Μακάρων νῆσοι. [3.26.2] ἐς μὲν δὴ τοῦτον τὸν χῶρον λέγεται ἀπικέσθαι τὸν στρατόν, τὸ ἐνθεῦτεν δέ, ὅτι μὴ αὐτοὶ Ἀμμώνιοι καὶ οἱ τούτων ἀκούσαντες, ἄλλοι οὐδένες οὐδὲν ἔχουσι εἰπεῖν περὶ αὐτῶν· οὔτε γὰρ ἐς τοὺς Ἀμμωνίους ἀπίκοντο οὔτε ὀπίσω ἐνόστησαν. λέγεται δὲ καὶ τάδε ὑπ᾽ αὐτῶν Ἀμμωνίων· [3.26.3] ἐπειδὴ ἐκ τῆς Ὀάσιος ταύτης ἰέναι διὰ τῆς ψάμμου ἐπὶ σφέας, γενέσθαι τε αὐτοὺς μεταξύ κου μάλιστα αὐτῶν τε καὶ τῆς Ὀάσιος, ἄριστον αἱρεομένοισι αὐτοῖσι ἐπιπνεῦσαι νότον μέγαν τε καὶ ἐξαίσιον, φορέοντα δὲ θῖνας τῆς ψάμμου καταχῶσαί σφεας, καὶ τρόπῳ τοιούτῳ ἀφανισθῆναι. Ἀμμώνιοι μὲν οὕτω λέγουσι γενέσθαι περὶ τῆς στρατιῆς ταύτης. [3.27.1] ἀπιγμένου δὲ Καμβύσεω ἐς Μέμφιν ἐφάνη Αἰγυπτίοισι ὁ Ἆπις, τὸν Ἕλληνες Ἔπαφον καλέουσι· ἐπιφανέος δὲ τούτου γενομένου αὐτίκα οἱ Αἰγύπτιοι εἵματά τε ἐφόρεον τὰ κάλλιστα καὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσι. [3.27.2] ἰδὼν δὲ ταῦτα τοὺς Αἰγυπτίους ποιεῦντας ὁ Καμβύσης, πάγχυ σφέας καταδόξας ἑωυτοῦ κακῶς πρήξαντος χαρμόσυνα ταῦτα ποιέειν, ἐκάλεε τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος· ἀπικομένων δὲ ἐς ὄψιν εἴρετο ὅ τι πρότερον μὲν ἐόντος αὐτοῦ ἐν Μέμφι ἐποίευν τοιοῦτον οὐδὲν Αἰγύπτιοι, τότε δὲ ἐπεὶ αὐτὸς παρείη τῆς στρατιῆς πλῆθός τι ἀποβαλών. [3.27.3] οἱ δὲ ἔφραζον ὥς σφι θεὸς εἴη φανεὶς διὰ χρόνου πολλοῦ ἐωθὼς ἐπιφαίνεσθαι, καὶ ὡς ἐπεὰν φανῇ, τότε πάντες Αἰγύπτιοι κεχαρηκότες ὁρτάζοιεν. ταῦτα ἀκούσας ὁ Καμβύσης ἔφη ψεύδεσθαί σφεας καὶ ὡς ψευδομένους θανάτῳ ἐζημίου. [3.28.1] ἀποκτείνας δὲ τούτους δεύτερα τοὺς ἱρέας ἐκάλεε ἐς ὄψιν. λεγόντων δὲ κατὰ ταὐτὰ τῶν ἱρέων οὐ λήσειν ἔφη αὐτὸν εἰ θεός τις χειροήθης ἀπιγμένος εἴη Αἰγυπτίοισι. τοσαῦτα δὲ εἴπας ἀπάγειν ἐκέλευε τὸν Ἆπιν τοὺς ἱρέας. οἱ μὲν δὴ μετήισαν ἄξοντες. [3.28.2] ὁ δὲ Ἆπις οὗτος ὁ Ἔπαφος γίνεται μόσχος ἐκ βοὸς ἥτις οὐκέτι οἵη τε γίνεται ἐς γαστέρα ἄλλον βάλλεσθαι γόνον. Αἰγύπτιοι δὲ λέγουσι σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν βοῦν κατίσχειν καί μιν ἐκ τούτου τίκτειν τὸν Ἆπιν. [3.28.3] ἔχει δὲ ὁ μόσχος οὗτος ὁ Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδε, ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ μετώπῳ λευκόν τετράγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον. [3.29.1] ὡς δὲ ἤγαγον τὸν Ἆπιν οἱ ἱρέες, ὁ Καμβύσης, οἷα ἐὼν ὑπομαργότερος, σπασάμενος τὸ ἐγχειρίδιον, θέλων τύψαι τὴν γαστέρα τοῦ Ἄπιος παίει τὸν μηρόν· γελάσας δὲ εἶπε πρὸς τοὺς ἱρέας· [3.29.2] Ὦ κακαὶ κεφαλαί, τοιοῦτοι θεοὶ γίνονται, ἔναιμοί τε καὶ σαρκώδεες καὶ ἐπαΐοντες σιδηρίων; ἄξιος μέν γε Αἰγυπτίων οὗτός γε ὁ θεός· ἀτάρ τοι ὑμεῖς γε οὐ χαίροντες γέλωτα ἐμὲ θήσεσθε. ταῦτα εἴπας ἐνετείλατο τοῖσι ταῦτα πρήσσουσι τοὺς μὲν ἱρέας ἀπομαστιγῶσαι, Αἰγυπτίων δὲ τῶν ἄλλων τὸν ἂν λάβωσι ὁρτάζοντα κτείνειν. [3.29.3] ‹ἡ› ὁρτὴ μὲν δὴ διελέλυτο Αἰγυπτίοισι, οἱ δὲ ἱρέες ἐδικαιεῦντο, ὁ δὲ Ἆπις πεπληγμένος τὸν μηρὸν ἔφθινε ἐν τῷ ἱρῷ κατακείμενος. καὶ τὸν μὲν τελευτήσαντα ἐκ τοῦ τρώματος ἔθαψαν οἱ ἱρέες λάθρῃ Καμβύσεω.

[3.26.1] Αυτήν λοιπόν την τύχη είχε η εκστρατεία κατά των Αιθιόπων. Όσο για εκείνους που είχαν σταλεί στην εκστρατεία κατά των Αμμωνίων, αυτοί ξεκίνησαν από τη Θήβα, και βαδίζοντας με τους οδηγούς τους έφτασαν και εμφανίστηκαν στην πόλη Όαση, που την κατοικούν Σάμιοι, οι οποίοι, όπως λέγεται, είναι από την Αισχριωνία φυλή, και που απέχουν από τη Θήβα επτά ημερών ταξίδι μέσα στην άμμο, και ο τόπος αυτός στην ελληνική γλώσσα λέγεται νησιά των Μακάρων. [3.26.2] Λέγεται λοιπόν ότι σ᾽ αυτόν τον τόπο έφτασε πραγματικά ο στρατός· αλλά από εκεί και πέρα, με εξαίρεση τους Αμμωνίους και όσους έχουν πληροφορίες από αυτούς, κανένας άλλος δεν ξέρει να πει τίποτε γι᾽ αυτούς τους στρατιώτες: γιατί ούτε στους Αμμωνίους έφτασαν ούτε πίσω γύρισαν. [3.26.3] Οι ίδιοι οι Αμμώνιοι ωστόσο λένε και το εξής: ο στρατός ξεκίνησε απ᾽ αυτή την Όαση και βάδιζε εναντίον τους μέσα από την άμμο, και όταν βρέθηκε στη μέση περίπου της απόστασης ανάμεσα σ᾽ αυτούς και στην Όαση, ενώ έτρωγαν το μεσημεριανό τους, φύσηξε νότιος άνεμος ασυνήθιστα δυνατός, και με την άμμο που σήκωσε, τους έθαψε, και με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν αυτοί. Έτσι λοιπόν λένε οι Αμμώνιοι ότι έγινε με τούτη τη στρατιά.
[3.27.1] Όταν ωστόσο έφτασε ο Καμβύσης στη Μέμφιδα, εμφανίστηκε στους Αιγυπτίους ο Άπις, που οι Έλληνες τον ονομάζουν Έπαφο· και όταν εμφανίστηκε, οι Αιγύπτιοι φόρεσαν αμέσως τα καλύτερά τους ρούχα και το έριξαν στις γιορτές. [3.27.2] Βλέποντας λοιπόν ο Καμβύσης τους Αιγυπτίους να τα κάνουν αυτά, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι έκαναν όλες αυτές τις χαρές επειδή ο ίδιος είχε κακοπάθει, και κάλεσε τους αρμοδίους της Μέμφιδας, και όταν έφτασαν μπροστά του, τους ρώτησε γιατί οι Αιγύπτιοι δεν έκαναν τίποτε από όλα αυτά όταν ο ίδιος βρισκόταν πριν στη Μέμφιδα, και τα έκαναν τώρα όπου γύρισε έχοντας χάσει μεγάλο μέρος του στρατού του. [3.27.3] Αυτοί του απάντησαν ότι τους είχε φανερωθεί κάποιος θεός που συνήθως κάνει πολύν καιρό να εμφανιστεί, και όταν φανερωθεί, τότε όλοι οι Αιγύπτιοι χαίρονται και πανηγυρίζουν. Όταν τα άκουσε αυτά ο Καμβύσης, τους είπε ότι λένε ψέματα, και επειδή έλεγαν ψέματα τους τιμώρησε με θάνατο.
[3.28.1] Αφού τους σκότωσε λοιπόν αυτούς ο Καμβύσης, κάλεσε ύστερα μπροστά του τους ιερείς. Και όταν του είπαν και εκείνοι τα ίδια, αυτός απάντησε ότι δεν θα του διέφευγε του ίδιου αν είχε παρουσιαστεί στους Αιγυπτίους ένας καλόβολος θεός. Αυτά είπε και πρόσταξε τους ιερείς να του πάνε τον Άπη. Και οι ιερείς πήγαν να τον φέρουν. [3.28.2] Αυτός ο Άπις τώρα, ο Έπαφος, είναι ένα μοσχαράκι που γεννιέται από αγελάδα η οποία ύστερα δεν επιτρέπεται να συλλάβει ξανά. Οι Αιγύπτιοι λένε ότι από τον ουρανό κατεβαίνει καταπάνω στην αγελάδα μια αστραπή, και απ᾽ αυτήν η αγελάδα γεννάει τον Άπη. [3.28.3] Έχει ωστόσο τούτο το μοσχαράκι που λέγεται Άπις τα εξής σημάδια: είναι μαύρο, έχει στο μέτωπό του άσπρο τετράγωνο, στη ράχη του έχει την εικόνα του αετού, διπλές τις τρίχες στην ουρά, και κάτω από τη γλώσσα έναν κάνθαρο.
[3.29.1] Μόλις λοιπόν του πήγαν τον Άπη οι ιερείς, ο Καμβύσης έκανε σαν τρελός, έβγαλε το στιλέτο του και έκανε να χτυπήσει τον Άπη στην κοιλιά, αλλά τον βρήκε στο μερί· γέλασε τότε και είπε στους ιερείς: [3.29.2] «Βρε κουφιοκεφαλάκηδες, υπάρχουν τέτοιοι θεοί, με αίμα και με σάρκα και ευαίσθητοι στο σίδερο; Πραγματικά, είναι άξιος των Αιγυπτίων τούτος ο θεός· εσάς ωστόσο δεν θα σας βγει σε καλό που με κάνατε περίγελο». Αυτά είπε και πρόσταξε τους εντεταλμένους να μαστιγώσουν γερά τους ιερείς, και από τους άλλους Αιγυπτίους όποιον πιάνουν να πανηγυρίζει, να τον εκτελούν. [3.29.3] Έτσι λοιπόν έληξε η εορτή των Αιγυπτίων, οι ιερείς τιμωρήθηκαν, και ο Άπις λαβωμένος στο μερί, έλιωνε ξαπλωμένος μέσα στο ιερό ώσπου πέθανε από τη λαβωματιά, και οι ιερείς τον έθαψαν κρυφά από τον Καμβύση.