Έτσι μου μίλησε, εμένα ωστόσο ράγισε η καρδιά μου·
θρηνούσα καθισμένος στο κρεβάτι της, δεν ήθελε η ψυχή μου
άλλο να ζω, και πώς να δω το φως του ήλιου!
Και μόνο όταν, σαν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πια το κλάμα μου,
500πήρα τον λόγο και τη ρώτησα:
«Ω Κίρκη, ποιος του δρόμου μας θα γίνει κυβερνήτης;
Γιατί θαρρώ στον Άδη, ως τώρα, άλλος κανείς δεν έφτασε
με μελανό καράβι.»
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
να μη σε βασανίζει ποιος θα κυβερνήσει το καράβι σου·
να στήσεις μόνο το κατάρτι, να ανοίξεις τα λευκά πανιά,
και φτάνει· το πλοίο θα αρμενίσει με του βοριά το φύσημα.
Κι όταν με το καράβι σου περάσεις πέρα ως πέρα τον Ωκεανό,
όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης,
510με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν,
εκεί εμπιστεύσου το πλεούμενο στον ίδιο τον Ωκεανό,
με τις βαθιές του δίνες· εσύ τον δρόμο τράβηξε
για το άραχλο παλάτι του Άδη.
Κάπου συμβάλλουν στον Αχέροντα δυο ποταμοί,
Πυριφλεγέθων και Κωκυτός — τρέχει κι αυτός απ᾽ το νερό της Στύγας·
είναι ένας βράχος μεσιανός εκεί, που πάνω του χτυπούν τα δυο ποτάμια,
σμίγοντας μεταξύ τους με δούπο τρομερό.
Όταν, γενναίε μου, χωθείς εκεί, όσο μπορείς πιο μέσα,
καθώς σου παραγγέλλω,
σκάψε ένα λάκκο ως έναν πήχη, απ᾽ όλες τις μεριές,
και γύρω γύρω τις χοές σου πρόσφερε σ᾽ όλους τους πεθαμένους·
μέλι και γάλα πρώτα, μετά γλυκό κρασί, τέλος νερό· και πάνω εκεί
520πασπάλισε λευκό κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στα αδύναμα κεφάλια των νεκρών πως,
όταν φτάσεις στην Ιθάκη, μιαν αγελάδα στείρα, την καλύτερη,
θα θυσιάσεις στο παλάτι, ρίχνοντας στην πυρά
πάμπολλα δώρα και λαμπρά·
στον Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο τραγί πως θα προσφέρεις,
μόνο σ᾽ αυτόν, να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρόβατά σου.
Κι όταν με τις ευχές σου λιτανεύσεις το σμάρι των διάσημων νεκρών,
σφάξε κριάρι αρσενικό και προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
να βλέπει το κεφάλι τους στο Έρεβος· ο ίδιος όμως, το μάτι σου από κει
αποστρέφοντας, κοίταζε τις ροές του ποταμού.
530Θα φτάσουν τότε οι πολλές ψυχές των πεθαμένων που αφανίστηκαν.
Την ώρα εκείνη κίνησε τους συντρόφους σου, παράγγειλέ τους,
τα σφάγια που θα κείτονται στο χώμα, θανατωμένα από τον άσπλαχνο
χαλκό, να γδάρουν και να κάψουν, ενώ προς τους θεούς θα δέονται,
τον ακατάλυτο Άδη, την τρομερή την Περσεφόνη.
Ο ίδιος, το σπαθί τραβώντας από τον μηρό σου, μείνε εκεί
αμετακίνητος, και μην αφήσεις των νεκρών τα αδύναμα κεφάλια
να σκύψουν στο αίμα, προτού τον Τειρεσία ρωτήσεις να σου πει.
Γιατί θα φτάσει ο μάντης πάραυτα, για χάρη σου, αρχηγέ,
να σου εξηγήσει την οδό, του δρόμου σου τα μέτρα,
540τον νόστο σου, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγο.»
Μιλώντας, πρόβαλε σε λίγο, πάνω σε θρόνο ολόχρυσο, η Αυγή.
Γύρω μου τότε η Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μου φόρεσε και τον χιτώνα.
Η ίδια η νύμφη ντύθηκε φόρεμα μακρύ, αστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη
ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
Κι εγώ, περνώντας από κάμαρη σε κάμαρη, παρακινούσα τους συντρόφους,
μιλώντας με μειλίχια λόγια, από κοντά και στον καθένα χωριστά:
«Πια μην κοιμάστε, δοσμένοι στον γλυκύ σας ύπνο·
ώρα να φύγουμε· το πού και πώς, μου τα εξήγησε η σεβάσμια Κίρκη.»
550Έτσι τους μίλησα, και συγκατένευσε στα λόγια μου περήφανη η ψυχή τους.
Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω
τους συντρόφους άβλαβους.
Κάποιος Ελπήνωρ, ο πιο νέος απ᾽ όλους, μήτε στη μάχη και πολύ
γενναίος, μήτε και στο μυαλό του τόσο γνωστικός,
αυτός λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πήγε και πλάγιασε, παράμερα
από τους άλλους μου συντρόφους,
στο δώμα επάνω του ιερού σπιτιού της Κίρκης,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το πολύ κρασί.
Τότε, ακούγοντας θόρυβο και φωνές των άλλων που κινούσαν,
πετάχτηκε απ᾽ τον ύπνο ξαφνιασμένος και, παραζαλισμένος, χάνει
τον δρόμο του, που θα κατέβαινε πάλι τη σκάλα την ψηλή·
από τη στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε με το κεφάλι, σύντριψε
του λαιμού τους αστραγάλους, κι ευθύς κατέβηκε
560στον Άδη η ψυχή του.
Στο μεταξύ, μόλις οι σύντροφοί μου συναθροίστηκαν, εγώ τους μίλησα:
«Ίσως και να φαντάζεστε πως ξεκινούμε για το σπίτι,
για τη γλυκιά πατρίδα· η Κίρκη ωστόσο μας συμβούλευσε τον άλλο δρόμο,
προς το παλάτι του Άδη, της φοβερής της Περσεφόνης,
να πάρουμε χρησμό απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, σπάραξε η φτωχή καρδιά τους·
κάθονται κάτω, στήνουν θρήνο γοερό, τραβούσαν τα μακριά μαλλιά τους,
όμως το τόσο κλάμα τους δεν έφερνε όφελος κανένα.
Κι όσο εμείς κινούσαμε να φτάσουμε στο γρήγορο καράβι,
570στο περιγιάλι της θαλάσσης, με την καρδιά βαριά, χύνοντας μαύρο δάκρυ,
πρόλαβε η Κίρκη, έφτασε πρώτη, κι έδεσε
στο μαύρο πλοίο πρόβατο μαύρο θηλυκό — εύκολα, πολύ εύκολα
μας είχε προσπεράσει. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια ένα θεό,
αν δεν το θέλει ο ίδιος, με τα θνητά του μάτια κάποιος να τον δει,
όταν αυτός εδώ κι εκεί κυκλοφορεί αθέατος;
|