Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1147b-1148b)

[IV] Πότερον δ᾽ ἐστί τις ἁπλῶς ἀκρατὴς ἢ πάντες κατὰ μέρος, καὶ εἰ ἔστι, περὶ ποῖά ἐστι, λεκτέον ἐφεξῆς.
Ὅτι μὲν οὖν περὶ ἡδονὰς καὶ λύπας εἰσὶν οἵ τ᾽ ἐγκρατεῖς καὶ καρτερικοὶ καὶ οἱ ἀκρατεῖς καὶ μαλακοί, φανερόν. ἐπεὶ δ᾽ ἐστὶ τὰ μὲν ἀναγκαῖα τῶν ποιούντων ἡδονήν, τὰ δ᾽ αἱρετὰ μὲν καθ᾽ αὑτὰ ἔχοντα δ᾽ ὑπερβολήν, ἀναγκαῖα μὲν τὰ σωματικά (λέγω δὲ τὰ τοιαῦτα, τά τε περὶ τὴν τροφὴν καὶ τὴν τῶν ἀφροδισίων χρείαν, καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν σωματικῶν περὶ ἃ τὴν ἀκολασίαν ἔθεμεν καὶ τὴν σωφροσύνην), τὰ δ᾽ ἀναγκαῖα μὲν οὐχί, αἱρετὰ δὲ καθ᾽ αὑτά (λέγω δ᾽ οἷον νίκην τιμὴν πλοῦτον καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἀγαθῶν καὶ ἡδέων)· τοὺς μὲν οὖν πρὸς ταῦτα παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον ὑπερβάλλοντας τὸν ἐν αὑτοῖς ἁπλῶς μὲν οὐ λέγομεν ἀκρατεῖς, προστιθέντες δὲ τὸ χρημάτων ἀκρατεῖς καὶ κέρδους καὶ τιμῆς καὶ θυμοῦ, ἁπλῶς δ᾽ οὔ, ὡς ἑτέρους καὶ καθ᾽ ὁμοιότητα λεγομένους, ὥσπερ ἄνθρωπος ὁ τὰ Ὀλύμπια νικῶν· [1148a] ἐκείνῳ γὰρ ὁ κοινὸς λόγος τοῦ ἰδίου μικρὸν διέφερεν, ἀλλ᾽ ὅμως ἕτερος ἦν. σημεῖον δέ· ἡ μὲν γὰρ ἀκρασία ψέγεται οὐχ ὡς ἁμαρτία μόνον ἀλλὰ καὶ ὡς κακία τις ἢ ἁπλῶς οὖσα ἢ κατά τι μέρος, τούτων δ᾽ οὐδείς. τῶν δὲ περὶ τὰς σωματικὰς ἀπολαύσεις, περὶ ἃς λέγομεν τὸν σώφρονα καὶ ἀκόλαστον, ὁ μὴ τῷ προαιρεῖσθαι τῶν ἡδέων διώκων τὰς ὑπερβολάς —καὶ τῶν λυπηρῶν φεύγων, πείνης καὶ δίψης καὶ ἀλέας καὶ ψύχους καὶ πάντων τῶν περὶ ἁφὴν καὶ γεῦσιν— ἀλλὰ παρὰ τὴν προαίρεσιν καὶ τὴν διάνοιαν, ἀκρατὴς λέγεται, οὐ κατὰ πρόσθεσιν, ὅτι περὶ τάδε, καθάπερ ὀργῆς, ἀλλ᾽ ἁπλῶς μόνον. σημεῖον δέ· καὶ γὰρ μαλακοὶ λέγονται περὶ ταύτας, περὶ ἐκείνων δ᾽ οὐδεμίαν. καὶ διὰ τοῦτ᾽ εἰς ταὐτὸ τὸν ἀκρατῆ καὶ τὸν ἀκόλαστον τίθεμεν καὶ ἐγκρατῆ καὶ σώφρονα, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκείνων οὐδένα, διὰ τὸ περὶ τὰς αὐτάς πως ἡδονὰς καὶ λύπας εἶναι· οἳ δ᾽ εἰσὶ μὲν περὶ ταὐτά, ἀλλ᾽ οὐχ ὡσαύτως εἰσίν, ἀλλ᾽ οἳ μὲν προαιροῦνται οἳ δ᾽ οὐ προαιροῦνται. διὸ μᾶλλον ἀκόλαστον ἂν εἴποιμεν ὅστις μὴ ἐπιθυμῶν ἢ ἠρέμα διώκει τὰς ὑπερβολὰς καὶ φεύγει μετρίας λύπας, ἢ τοῦτον ὅστις διὰ τὸ ἐπιθυμεῖν σφόδρα· τί γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιήσειεν, εἰ προσγένοιτο ἐπιθυμία νεανικὴ καὶ περὶ τὰς τῶν ἀναγκαίων ἐνδείας λύπη ἰσχυρά; ἐπεὶ δὲ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ἡδονῶν αἳ μέν εἰσι ‹τῶν› τῷ γένει καλῶν καὶ σπουδαίων (τῶν γὰρ ἡδέων ἔνια φύσει αἱρετά), τὰ δ᾽ ἐναντία τούτων, τὰ δὲ μεταξύ, καθάπερ διείλομεν πρότερον, οἷον χρήματα καὶ κέρδος καὶ νίκη καὶ τιμή· πρὸς ἅπαντα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα καὶ τὰ μεταξὺ οὐ τῷ πάσχειν καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ φιλεῖν ψέγονται, ἀλλὰ τῷ πῶς καὶ ὑπερβάλλειν. διὸ ὅσοι μὲν παρὰ τὸν λόγον ἢ κρατοῦνται ἢ διώκουσι τῶν φύσει τι καλῶν καὶ ἀγαθῶν, οἷον οἱ περὶ τιμὴν μᾶλλον ἢ δεῖ σπουδάζοντες ἢ περὶ τέκνα καὶ γονεῖς· καὶ γὰρ ταῦτα τῶν ἀγαθῶν, καὶ ἐπαινοῦνται οἱ περὶ ταῦτα σπουδάζοντες· ἀλλ᾽ ὅμως ἔστι τις ὑπερβολὴ καὶ ἐν τούτοις, εἴ τις ὥσπερ ἡ Νιόβη μάχοιτο καὶ πρὸς τοὺς θεούς, ἢ ὥσπερ Σάτυρος ὁ φιλοπάτωρ [1148b] ἐπικαλούμενος περὶ τὸν πατέρα· λίαν γὰρ ἐδόκει μωραίνειν· μοχθηρία μὲν οὖν οὐδεμία περὶ ταῦτ᾽ ἐστὶ διὰ τὸ εἰρημένον, ὅτι φύσει τῶν αἱρετῶν ἕκαστόν ἐστι δι᾽ αὑτό, φαῦλαι δὲ καὶ φευκταὶ αὐτῶν εἰσὶν αἱ ὑπερβολαί. ὁμοίως δ᾽ οὐδ᾽ ἀκρασία· ἡ γὰρ ἀκρασία οὐ μόνον φευκτὸν ἀλλὰ καὶ τῶν ψεκτῶν ἐστίν· δι᾽ ὁμοιότητα δὲ τοῦ πάθους προσεπιτιθέντες τὴν ἀκρασίαν περὶ ἕκαστον λέγουσιν, οἷον κακὸν ἰατρὸν καὶ κακὸν ὑποκριτήν, ὃν ἁπλῶς οὐκ ἂν εἴποιεν κακόν. ὥσπερ οὖν οὐδ᾽ ἐνταῦθα, διὰ τὸ μὴ κακίαν εἶναι ἑκάστην αὐτῶν ἀλλὰ τῷ ἀνάλογον ὁμοίαν, οὕτω δῆλον ὅτι κἀκεῖ ὑποληπτέον μόνην ἀκρασίαν καὶ ἐγκράτειαν εἶναι ἥτις ἐστὶ περὶ ταὐτὰ τῇ σωφροσύνῃ καὶ ἀκολασίᾳ, περὶ δὲ θυμοῦ καθ᾽ ὁμοιότητα λέγομεν· διὸ καὶ προστιθέντες ἀκρατῆ θυμοῦ ὥσπερ τιμῆς καὶ κέρδους φαμέν.

[4] Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: «Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δεν γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τί αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;».
Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες. Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι «αναγκαία» και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή. «Αναγκαία» είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη). Τα άλλα δεν είναι «αναγκαία», είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά (εννοώ, π. χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου). Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη «ως προς τα χρήματα», «ως προς το κέρδος», «ως προς την τιμή», «ως προς τον θυμό» — πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για τον λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους — όπως ακριβώς λεγόταν Άνθρωπος εκείνος ο νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες: [1148a] στην περίπτωση αυτή η γενική έννοια «άνθρωπος» λίγο διέφερε από το προσωπικό του όνομα, η διαφορά, ωστόσο, υπήρχε. Νά και η απόδειξη: η ακρασία —είτε στην καθαρή και απόλυτη μορφή της είτε σε κάποια επιμέρους μορφή της— ψέγεται όχι μόνο ως σφάλμα αλλά και ως ένα είδος κακίας, ενώ κανένας από τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούμε τώρα δεν ψέγεται. Στην περίπτωση όμως των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου «ενσχέσει με το τάδε πράγμα», επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι λέγονται μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές που είπαμε μόλις τώρα, όχι όμως ενσχέσει με οποιαδήποτε από τις άλλες. Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και τον σώφρονα (κανέναν όμως από εκείνους που αναφέραμε προηγουμένως) για τον λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες — μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς. Γι᾽ αυτόν τον λόγο σωστότερα θα λέγαμε ακόλαστο αυτόν που δίχως επιθυμία ή με αδύναμη επιθυμία κυνηγάει σε υπερβολικό βαθμό τις ηδονές και αποφεύγει τις μέτριες λύπες παρά αυτόν που ενεργεί έτσι κάτω από την πίεση μιας δυνατής επιθυμίας· αλήθεια, τί θα έκανε ο πρώτος, αν ερχόταν να του προστεθεί μια εντονότατη επιθυμία γι᾽ αυτές τις ηδονές και μια σφοδρή λύπη για την έλλειψη των «αναγκαίων» ηδονών;
Κάποιες, τώρα, από τις επιθυμίες και τις ηδονές ανήκουν στα πράγματα που είναι, κατά το γένος τους, ωραία και καλά (γιατί από τα ευχάριστα πράγματα άλλα είναι εκ φύσεως άξια επιλογής και προτίμησης, μερικά είναι αντίθετα προς αυτά, και κάποια άλλα βρίσκονται ανάμεσα στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω): τέτοια είναι, π. χ., τα χρήματα, το κέρδος, η νίκη, οι τιμές. Ενσχέσει προς όλα αυτά και τα παρόμοια πράγματα, καθώς και ενσχέσει προς τα πράγματα της ενδιάμεσης περίπτωσης, οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για τον συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν. Γι᾽ αυτό και όλοι αυτοί που, παραβιάζοντας τη λογική τους, ή δεν μπορούν να αντισταθούν μπροστά σε κάτι που είναι από τη φύση του ωραίο και καλό, ή το κυνηγούν (παράδειγμα αυτοί που δείχνουν μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ζήλο για την τιμή ή για τα παιδιά και τους γονείς τους· είναι, πράγματι, και αυτά από τα καλά πράγματα, και επαινούνται όσοι δείχνουν ζήλο γι᾽ αυτά· μπορεί, ωστόσο, και σ᾽ αυτά να φτάσει κανείς σε υπερβολή, αν, επιπαραδείγματι, σαν τη Νιόβη τα βάζει ακόμη και με τους θεούς, ή αν συμπεριφέρεται όπως συμπεριφερόταν ο Σάτυρος, [1148b] ο αποκαλούμενος Φιλοπάτορας, στον πατέρα του· έδινε, πράγματι, την εντύπωση ότι ήταν εξαιρετικά μωρός άνθρωπος· στην περιοχή λοιπόν αυτή δεν υπάρχει καμιά απολύτως κακία για τον λόγο που είπαμε: γιατί το καθένα τους είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθεαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ᾽ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη «ακράτεια» με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε «κακός γιατρός» ή «κακός ηθοποιός» για έναν άνθρωπο που δεν θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης. Όπως λοιπόν στην περίπτωση αυτή δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη κακός στην απόλυτη σημασία της, γιατί καμιά από τις εκφράσεις αυτές δεν δηλώνει κακία του χαρακτήρα, αλλά μόνο κάτι παρόμοιο κατ᾽ αναλογίαν, έτσι και στην άλλη περίπτωση πρέπει, προφανώς, να θεωρήσουμε ότι μόνη ακράτεια και εγκράτεια είναι αυτή που έχει σχέση με τα ίδια πράγματα με τα οποία έχει σχέση η σωφροσύνη και η ακολασία — ενσχέσει με την οργή τις λέξεις «ακράτεια» και «εγκράτεια» τις χρησιμοποιούμε λόγω ομοιότητας· αυτός είναι και ο λόγος που λέμε —κάνοντας μία προσθήκη— «ακρατής ως προς το θυμό», ακριβώς όπως λέμε «ακρατής ως προς τις τιμές» ή «ακρατής ως προς το κέρδος».