[4] Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: «Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δεν γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τί αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;». Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες. Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι «αναγκαία» και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή. «Αναγκαία» είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη). Τα άλλα δεν είναι «αναγκαία», είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθεαυτά (εννοώ, π. χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου). Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη «ως προς τα χρήματα», «ως προς το κέρδος», «ως προς την τιμή», «ως προς τον θυμό» — πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για τον λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους — όπως ακριβώς λεγόταν Άνθρωπος εκείνος ο νικητής στους Ολυμπιακούς αγώνες: [1148a] στην περίπτωση αυτή η γενική έννοια «άνθρωπος» λίγο διέφερε από το προσωπικό του όνομα, η διαφορά, ωστόσο, υπήρχε. Νά και η απόδειξη: η ακρασία —είτε στην καθαρή και απόλυτη μορφή της είτε σε κάποια επιμέρους μορφή της— ψέγεται όχι μόνο ως σφάλμα αλλά και ως ένα είδος κακίας, ενώ κανένας από τους ανθρώπους για τους οποίους μιλούμε τώρα δεν ψέγεται. Στην περίπτωση όμως των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου «ενσχέσει με το τάδε πράγμα», επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι λέγονται μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές που είπαμε μόλις τώρα, όχι όμως ενσχέσει με οποιαδήποτε από τις άλλες. Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και τον σώφρονα (κανέναν όμως από εκείνους που αναφέραμε προηγουμένως) για τον λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες — μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς. Γι᾽ αυτόν τον λόγο σωστότερα θα λέγαμε ακόλαστο αυτόν που δίχως επιθυμία ή με αδύναμη επιθυμία κυνηγάει σε υπερβολικό βαθμό τις ηδονές και αποφεύγει τις μέτριες λύπες παρά αυτόν που ενεργεί έτσι κάτω από την πίεση μιας δυνατής επιθυμίας· αλήθεια, τί θα έκανε ο πρώτος, αν ερχόταν να του προστεθεί μια εντονότατη επιθυμία γι᾽ αυτές τις ηδονές και μια σφοδρή λύπη για την έλλειψη των «αναγκαίων» ηδονών; Κάποιες, τώρα, από τις επιθυμίες και τις ηδονές ανήκουν στα πράγματα που είναι, κατά το γένος τους, ωραία και καλά (γιατί από τα ευχάριστα πράγματα άλλα είναι εκ φύσεως άξια επιλογής και προτίμησης, μερικά είναι αντίθετα προς αυτά, και κάποια άλλα βρίσκονται ανάμεσα στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω): τέτοια είναι, π. χ., τα χρήματα, το κέρδος, η νίκη, οι τιμές. Ενσχέσει προς όλα αυτά και τα παρόμοια πράγματα, καθώς και ενσχέσει προς τα πράγματα της ενδιάμεσης περίπτωσης, οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για τον συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν. Γι᾽ αυτό και όλοι αυτοί που, παραβιάζοντας τη λογική τους, ή δεν μπορούν να αντισταθούν μπροστά σε κάτι που είναι από τη φύση του ωραίο και καλό, ή το κυνηγούν (παράδειγμα αυτοί που δείχνουν μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ζήλο για την τιμή ή για τα παιδιά και τους γονείς τους· είναι, πράγματι, και αυτά από τα καλά πράγματα, και επαινούνται όσοι δείχνουν ζήλο γι᾽ αυτά· μπορεί, ωστόσο, και σ᾽ αυτά να φτάσει κανείς σε υπερβολή, αν, επιπαραδείγματι, σαν τη Νιόβη τα βάζει ακόμη και με τους θεούς, ή αν συμπεριφέρεται όπως συμπεριφερόταν ο Σάτυρος, [1148b] ο αποκαλούμενος Φιλοπάτορας, στον πατέρα του· έδινε, πράγματι, την εντύπωση ότι ήταν εξαιρετικά μωρός άνθρωπος· στην περιοχή λοιπόν αυτή δεν υπάρχει καμιά απολύτως κακία για τον λόγο που είπαμε: γιατί το καθένα τους είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθεαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ᾽ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη «ακράτεια» με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε «κακός γιατρός» ή «κακός ηθοποιός» για έναν άνθρωπο που δεν θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης. Όπως λοιπόν στην περίπτωση αυτή δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη κακός στην απόλυτη σημασία της, γιατί καμιά από τις εκφράσεις αυτές δεν δηλώνει κακία του χαρακτήρα, αλλά μόνο κάτι παρόμοιο κατ᾽ αναλογίαν, έτσι και στην άλλη περίπτωση πρέπει, προφανώς, να θεωρήσουμε ότι μόνη ακράτεια και εγκράτεια είναι αυτή που έχει σχέση με τα ίδια πράγματα με τα οποία έχει σχέση η σωφροσύνη και η ακολασία — ενσχέσει με την οργή τις λέξεις «ακράτεια» και «εγκράτεια» τις χρησιμοποιούμε λόγω ομοιότητας· αυτός είναι και ο λόγος που λέμε —κάνοντας μία προσθήκη— «ακρατής ως προς το θυμό», ακριβώς όπως λέμε «ακρατής ως προς τις τιμές» ή «ακρατής ως προς το κέρδος». |