Στον λόγο τους εγώ αποκρίθηκα, με λόγια τώρα μαλακά:
«Πρώτο και κύριο, να τραβήξουμε το πλοίο στη στεριά· ύστερα,
όσα αγαθά μάς έμειναν, όλα τα σύνεργά μας, να τα ασφαλίσουμε
σε κοντινές σπηλιές.
Εσάς τους ίδιους συμβουλεύω να βιαστείτε, ελάτε πίσω μου,
κανείς μη λείψει, για να αντικρίσετε τους άλλους μας συντρόφους,
πώς τρων και πίνουν στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης,
αφού τους περισσεύουν τα αγαθά κι ως ένα χρόνο.»
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι αμέσως με τα λόγια μου συμφώνησαν·
μόνο ο Ευρύλοχος ήθελε να τους συγκρατήσει τους συντρόφους όλους,
430γι᾽ αυτό τους μίλησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Ταλαίπωροι, πού πάμε; ποιο το κακό που σας τραβά,
και θέλετε να μπείτε μέσα στις κάμαρες της Κίρκης;
όπου, σας λέω, θα μας κάνει όλους γουρούνια ή λύκους ή λιοντάρια,
θα γίνουμε με το στανιό οι φύλακες του αρχοντικού της.
Όπως το έπραξε κι ο Κύκλωπας, τότε που οι σύντροφοί μας
μπήκανε στο μαντρί του, και πίσω τους απόκοτος ο Οδυσσεύς·
γιατί δικό του λάθος ήταν, που αφανίστηκαν εκείνοι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, μέσα μου τότε ταλαντεύθηκα
αν έπρεπε να σύρω το μακρύ σπαθί μου από το στιβαρό μερί μου,
440και κόβοντας το κεφάλι του, να το άφηνα να κυλιστεί στο χώμα,
κι ας ήταν άνθρωπος πολύ δικός· οι σύντροφοί μου όμως
με συγκρατούσαν με μειλίχια λόγια, καθένας από μόνος του κι όλοι μαζί:
«Διογέννητε, ας τον αφήσουμε λοιπόν, αν συμφωνεί κι η θέλησή σου,
εδώ να μείνει στο καράβι, να ᾽χει του καραβιού τη φύλαξη·
όσο για μας, εσύ μπροστά, κι εμείς πηγαίνουμε
στο μέγα αρχοντικό της Κίρκης.»
Μιλώντας, πήραν κιόλας να ανεβαίνουν, πίσω αφήνοντας
πλοίο και θάλασσα· αλλά κι ο Ευρύλοχος δεν ξέμεινε
μόνος του στην κοιλιά του καραβιού· μας ακολούθησε, γιατί
τον φόβισε η τρομερή απειλή μου.
Την ίδια ώρα στο παλάτι της η Κίρκη καλά τους έλουζε
450τους άλλους μου συντρόφους, τους άλειψε με πλούσιο λάδι,
τους φόρεσε χλαίνες σγουρές, τους έβαλε χιτώνες,
κι έτσι καλά τους βρήκαμε όλους στο τραπέζι, μέσα στην αίθουσα.
Μόλις μας είδαν, ανταμώθηκαν και μεταξύ τους αντικρίστηκαν,
ξεσπούν σε θρήνο κι οδυρμό, κι όλο το σπίτι στέναζε.
Εκείνη τότε πλάι μου στάθηκε, πολύ κοντά, κι έτσι μου μίλησε
η μεγαλόπρεπη θεά:
«Διογέννητε, γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτροπε,
το θαλερό σας κλάμα άλλο πια μην παροξύνετε· ω ναι, ξέρω καλά
και μόνη μου τα πάθη και τα άλγη σας στο απέραντο ψαρίσιο πέλαγο,
και στη στεριά το πόσο σας τυράννησαν οι εχθροί σας.
460Και μολοντούτο, λέω τώρα να χαρείτε· φάτε ψωμί, πιείτε κρασί,
ώσπου να στυλωθείτε πάλι και το θάρρος σας να βρείτε.
Όπως και τότε που θα αφήνατε πρώτη φορά το πατρικό σας χώμα
της τραχιάς Ιθάκης· όχι όπως τώρα, που βαρύθυμοι, στον πόνο σας
δοσμένοι, θυμάστε μόνο τους παραδαρμούς της θάλασσας·
καν δεν αφήνετε να ευφρανθεί η ψυχή σας, με τόσα αλήθεια
βάσανα που σας βαραίνουν.»
Έτσι μας μίλησε, κι ησύχασε η περήφανη ψυχή μας.
Εκεί λοιπόν μέρες ατέλειωτες, ώσπου να κλείσει χρόνος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Αλλ᾽ όταν κύλησε η χρονιά, αλλάζοντας κι οι εποχές,
470λιγόστεψαν και τα φεγγάρια· όταν, γυρίζοντας ο κύκλος, τέλειωσαν
οι μακρές ημέρες, τότε με φώναξαν παράμερα κι έτσι μου μίλησαν
οι τίμιοι σύντροφοί μου:
«Αλόγιστε, καιρός πια να σκεφτείς και την πατρίδα·
αν είναι από θεού γραμμένο να σωθείς και πίσω να γυρίσεις
στο σπιτικό σου το καλόχτιστο, στην πατρική σου γη.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους κλονίστηκε περήφανη η ψυχή μου.
Έτσι, τη μέρα εκείνη ολόκληρη, ώσπου να δύσει ο ήλιος,
μείναμε κι ευφραινόμαστε μ᾽ άφθονο κρέας και γλυκό κρασί.
Κι όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το βαθύ σκοτάδι,
οι σύντροφοί μου πήγαν να πλαγιάσουν στις ισκιωμένες
κάμαρες του παλατιού.
480Όμως εγώ στην κλίνη την περίκαλλη της Κίρκης βρέθηκα,
κι εκεί γονατιστός παρακαλούσα, με τη θεά ν᾽ ακούει τη φωνή μου,
τη φώναξα με τ᾽ όνομά της και μιλώντας
τα λόγια μου πετούσαν σαν πουλιά:
«Ω Κίρκη, την υπόσχεσή σου κάνε πράξη, όπως και το υποσχέθης,
πως θα με στείλεις πίσω στην πατρίδα· μέσα μου πια η ψυχή μου
πεταρίζει, όσο και των συντρόφων μου, που μου σπαράζουν
την καρδιά θρηνώντας, όταν εσύ κάπου για λίγο απομακρύνεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια μου, αμέσως μου αποκρίθηκε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι των θεών, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
αν δεν το θέλετε, κι εγώ δεν θέλω κι άλλο να μείνετε σ᾽ αυτό το σπίτι.
490Όμως σας μέλλεται μια άλλη οδός, που να τη φέρετε σε πέρας·
γιατί σας πρέπει πρώτα να φτάσετε στου Άδη το παλάτι,
εκεί που ανήμερη η Περσεφόνη κατοικεί·
να πάρετε χρησμό απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή,
του μάντη εκείνου του τυφλού, που η γνώση του ακέραιη πάντα μένει·
γιατί, ακόμη κι όταν πέθανε, η Περσεφόνη τού άφησε τον νου του ανέπαφο,
μόνος αυτός να ᾽ναι στα σύγκαλά του και να σκέφτεται· οι άλλοι όμως
περιφέρονται άδειες σκιές.»
|