Στο μεταξύ κυκλοφορούσαν, συγυρίζοντας το σπίτι, θεραπαινίδες
τέσσερις, τις είχε η Κίρκη στο αρχοντικό να την υπηρετούν·
350όλες τους γεννημένες σε πηγές, άλση κι αγνά ποτάμια,
που χύνονται στη θάλασσα.
Έβαλε τότε η μία στους θρόνους πάνω όμορφα στρωσίδια,
πορφυρά, απλώνοντας λινό πανί από κάτω.
Η άλλη στήνει, μπροστά στους θρόνους, αργυρά τραπέζια,
και πάνω τοποθέτησε μαλαματένια κάνιστρα.
Η τρίτη το κρασί κερνούσε, γλυκόπιοτο σαν μέλι, σ᾽ έναν κρατήρα
ασημωμένο, και μοίραζε κούπες χρυσές.
Η τέταρτη κουβάλησε νερό κι άναψε δυνατή φωτιά κάτω
από τον μεγάλο τρίποδα, για να ζεστάνει το νερό.
360Κι όταν, στο χάλκωμα που γυάλιζε, κόχλασε το νερό,
με κατεβάζει στον λουτρό για να με λούσει· γλύκανε το καυτό νερό
απ᾽ τον μεγάλο τρίποδα με δροσερό, κι ύστερα το ᾽χυνε
στους ώμους και στην κεφαλή μου, τα μέλη μου ν᾽ ανακουφίσει
από τον κάματο, που βάραινε και την ψυχή μου.
Τελειώνοντας με το λουτρό, ύστερα μ᾽ άλειψε καλότατα με λάδι,
μου πέρασε ωραία χλαμύδα και χιτώνα,
και με οδηγούσε μέσα, σε θρόνο να καθήσω μ᾽ αργυρά καρφιά,
όμορφα στολισμένον, σέρνοντας και σκαμνί,
για ν᾽ ακουμπώ τα πόδια μου.
Τότε κι η παρακόρη φέρνει σ᾽ ολόχρυσο ωραίο κανάτι
νερό που το ᾽ριχνε πάνω στην αργυρή λεκάνη, τα χέρια μου
370να νίψω, κι έσυρε αμέσως πλάι μου τραπέζι αστραφτερό.
Οπότε σίμωσε κι η σεβαστή οικονόμος, προσφέροντας ψωμί
κι άλλα πολλά εδέσματα, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να μας φιλέψει.
Και με καλεί να φάω, όμως εγώ μ᾽ ανόρεχτη ψυχή καθόμουν·
έτρεχε ο νους μου αλλού, φοβόμουν πως θα γυρίσουν όλα στο κακό.
Η Κίρκη ωστόσο, που με πρόσεξε να κάθομαι άπραγος,
να μην απλώνω καν τα χέρια μου στο φαγητό και να με πνίγει
θλίψη πένθιμη, ήλθε κοντά μου και μου μίλησε,
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πώς κάθεσαι, Οδυσσέα, άναυδος, σάμπως και να ᾽σουνα μουγγός;
Τρώγεσαι μέσα σου, και δεν αγγίζεις φαγητό μήτε πιοτό.
380Ίσως φαντάζεσαι πως πλέκεται κανένας άλλος δόλος· όμως δεν πρέπει
να φοβάσαι πια, αφού σου ορκίστηκα, και μάλιστα
μεγάλον όρκο κι απαράβατο.»
Στον λόγο της αμέσως αποκρίθηκα με τα δικά μου λόγια:
«Ω Κίρκη, πες ποιος άνθρωπος, αν είναι τίμιος,
θα το άντεχε στο στόμα του να βάλει φαΐ ή πιοτό,
πριν δει λευτερωμένους τους συντρόφους του, προτού
τους αντικρίσει πάλι με τα μάτια του.
Αν όμως μίλησες ειλικρινά και θέλεις πράγματι να φάω, να πιω,
τότε λευτέρωσέ τους, να τους δουν τα μάτια μου
τους τιμημένους μου συντρόφους.»
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως βγαίνει από την αίθουσα,
στο χέρι της κρατώντας το ραβδί της· άνοιξε τα πορτόφυλλα
στο χοιροστάσι και τους έφερε έξω — αυτοί να μοιάζουν
390σιτευτά γουρούνια εννιάχρονα.
Απέναντί της, ένας ένας στάθηκαν, κι εκείνη
περνούσε ανάμεσά τους κι άλειφε στον καθένα το αντιφάρμακο.
Και να, τους πέφτουν απ᾽ τα μέλη τους οι τρίχες — αυτές που φύτρωσαν
με το καταραμένο βότανο, που τους το έδωσε η δεσποσύνη Κίρκη.
Έγιναν άνθρωποι ξανά, τώρα πιο νέοι παρ᾽ ό,τι πριν,
πολύ πιο ωραίοι, πιο μεγαλόσωμοι, που να τους βλέπεις και να χαίρεσαι.
Αμέσως με αναγνώρισαν, κι έπλεξε ο καθένας τους το χέρι του
στο χέρι μου. Όλους μάς συνεπήρε τότε θρήνος νοσταλγικός,
ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε δυνατό το κλάμα μας,
τόσο που μας συμπόνεσε συγκινημένη κι η θεά.
400Στάθηκε πλάι μου, πολύ κοντά, και με προσφώνησε η μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι του Διός εσύ, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
πήγαινε τώρα αμέσως στο γρήγορο καράβι, εκεί στο περιγιάλι
της θαλάσσης, και πρώτα πρώτα τραβήξετε το πλοίο στη στεριά· μετά,
όσα αγαθά κατέχετε κι όλα τα σύνεργά σας, τα φέρνετε μες στις σπηλιές·
έπειτα, ξαναγυρίζοντας εδώ, πάρε μαζί σου
και τους άλλους καλούς συντρόφους.»
Έτσι μου μίλησε, κι εμένα ησύχασε η γενναία καρδιά μου·
κίνησα αμέσως να προφτάσω το ταχύ καράβι, στο περιγιάλι
της θαλάσσης, όπου τους βρήκα εκεί στο γρήγορο πλεούμενο,
τους τιμημένους μου συντρόφους, οικτρά να ολοφύρονται,
χύνοντας μαύρο δάκρυ.
410Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες,
όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ᾽ τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω
στον στάβλο, κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν· δεν τα χωρούν
οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν
τις μανάδες τους· έτσι κι εκείνοι εμένα, όταν μ᾽ αντίκρισαν,
έπεσαν πάνω μου χύνοντας δάκρυα χαράς.
Φαντάστηκαν, με της ψυχής τα μάτια,
πως ήταν σαν να γύρισαν στην ίδια την πατρίδα τους,
στην πόλη τη δική τους της τραχιάς Ιθάκης,
όπου γεννήθηκαν κι όπου ανατράφηκαν.
Ολοφυρόμενοι τότε μου μίλησαν με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Με τον δικό σου νόστο, του Διός βλαστάρι, τόση η χαρά που νιώσαμε,
420σάμπως οι ίδιοι στην Ιθάκη να γυρίσαμε, πίσω στην πατρική μας γη.
Ωστόσο μην αργείς, ιστόρησέ μας τον χαμό των άλλων μας συντρόφων.»
|