Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (2.80.1-2.81.8)

[2.80.1] Τοῦ δ᾽ αὐτοῦ θέρους, οὐ πολλῷ ὕστερον τούτων, Ἀμπρακιῶται καὶ Χάονες βουλόμενοι Ἀκαρνανίαν τὴν πᾶσαν καταστρέψασθαι καὶ Ἀθηναίων ἀποστῆσαι πείθουσι Λακεδαιμονίους ναυτικόν τε παρασκευάσασθαι ἐκ τῆς ξυμμαχίδος καὶ ὁπλίτας χιλίους πέμψαι ἐπ᾽ Ἀκαρνανίαν, λέγοντες ὅτι, ἢν ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα μετὰ σφῶν ἔλθωσιν, ἀδυνάτων ὄντων ξυμβοηθεῖν τῶν ἀπὸ θαλάσσης Ἀκαρνάνων ῥᾳδίως Ἀκαρνανίαν σχόντες καὶ τῆς Ζακύνθου καὶ Κεφαλληνίας κρατήσουσι, καὶ ὁ περίπλους οὐκέτι ἔσοιτο Ἀθηναίοις ὁμοίως περὶ Πελοπόννησον· ἐλπίδα δ᾽ εἶναι καὶ Ναύπακτον λαβεῖν. [2.80.2] οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι πεισθέντες Κνῆμον μὲν ναύαρχον ἔτι ὄντα καὶ τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ ναυσὶν ὀλίγαις εὐθὺς πέμπουσι, τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν παρασκευασαμένῳ ὡς τάχιστα πλεῖν ἐς Λευκάδα. [2.80.3] ἦσαν δὲ Κορίνθιοι ξυμπροθυμούμενοι μάλιστα τοῖς Ἀμπρακιώταις ἀποίκοις οὖσιν. καὶ τὸ μὲν ναυτικὸν ἔκ τε Κορίνθου καὶ Σικυῶνος καὶ τῶν ταύτῃ χωρίων ἐν παρασκευῇ ἦν, τὸ δ᾽ ἐκ Λευκάδος καὶ Ἀνακτορίου καὶ Ἀμπρακίας πρότερον ἀφικόμενον ἐν Λευκάδι περιέμενεν. [2.80.4] Κνῆμος δὲ καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ χίλιοι ὁπλῖται ἐπειδὴ ἐπεραιώθησαν λαθόντες Φορμίωνα, ὃς ἦρχε τῶν εἴκοσι νεῶν τῶν Ἀττικῶν αἳ περὶ Ναύπακτον ἐφρούρουν, εὐθὺς παρεσκευάζοντο τὴν κατὰ γῆν στρατείαν. [2.80.5] καὶ αὐτῷ παρῆσαν Ἑλλήνων μὲν Ἀμπρακιῶται καὶ Λευκάδιοι καὶ Ἀνακτόριοι καὶ οὓς αὐτὸς ἔχων ἦλθε χίλιοι Πελοποννησίων, βάρβαροι δὲ Χάονες χίλιοι ἀβασίλευτοι, ὧν ἡγοῦντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ. ξυνεστρατεύοντο δὲ μετὰ Χαόνων καὶ Θεσπρωτοὶ ἀβασίλευτοι. [2.80.6] Μολοσσοὺς δὲ ἦγε καὶ Ἀτιντᾶνας Σαβύλινθος ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος, καὶ Παραυαίους Ὄροιδος βασιλεύων. Ὀρέσται δὲ χίλιοι, ὧν ἐβασίλευεν Ἀντίοχος, μετὰ Παραυαίων ξυνεστρατεύοντο Ὀροίδῳ Ἀντιόχου ἐπιτρέψαντος. [2.80.7] ἔπεμψε δὲ καὶ Περδίκκας κρύφα τῶν Ἀθηναίων χιλίους Μακεδόνων, οἳ ὕστερον ἦλθον. [2.80.8] τούτῳ τῷ στρατῷ ἐπορεύετο Κνῆμος οὐ περιμείνας τὸ ἀπὸ Κορίνθου ναυτικόν, καὶ διὰ τῆς Ἀργείας ἰόντες Λιμναίαν, κώμην ἀτείχιστον, ἐπόρθησαν. ἀφικνοῦνταί τε ἐπὶ Στράτον, πόλιν μεγίστην τῆς Ἀκαρνανίας, νομίζοντες, εἰ ταύτην πρώτην λάβοιεν, ῥᾳδίως σφίσι τἆλλα προσχωρήσειν.
[2.81.1] Ἀκαρνᾶνες δὲ αἰσθόμενοι κατά τε γῆν πολλὴν στρατιὰν ἐσβεβληκυῖαν ἔκ τε θαλάσσης ναυσὶν ἅμα τοὺς πολεμίους παρεσομένους, οὔτε ξυνεβοήθουν ἐφύλασσόν τε τὰ αὑτῶν ἕκαστοι, παρά τε Φορμίωνα ἔπεμπον κελεύοντες ἀμύνειν· ὁ δὲ ἀδύνατος ἔφη εἶναι ναυτικοῦ ἐκ Κορίνθου μέλλοντος ἐκπλεῖν Ναύπακτον ἐρήμην ἀπολιπεῖν. [2.81.2] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τρία τέλη ποιήσαντες σφῶν αὐτῶν ἐχώρουν πρὸς τὴν τῶν Στρατίων πόλιν, ὅπως ἐγγὺς στρατοπεδευσάμενοι, εἰ μὴ λόγοις πείθοιεν, ἔργῳ πειρῷντο τοῦ τείχους. [2.81.3] καὶ μέσον μὲν ἔχοντες προσῇσαν Χάονες καὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι, ἐκ δεξιᾶς δ᾽ αὐτῶν Λευκάδιοι καὶ Ἀνακτόριοι καὶ οἱ μετὰ τούτων, ἐν ἀριστερᾷ δὲ Κνῆμος καὶ οἱ Πελοποννήσιοι καὶ Ἀμπρακιῶται· διεῖχον δὲ πολὺ ἀπ᾽ ἀλλήλων καὶ ἔστιν ὅτε οὐδὲ ἑωρῶντο. [2.81.4] καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες τεταγμένοι τε προσῇσαν καὶ διὰ φυλακῆς ἔχοντες, ἕως ἐστρατοπεδεύσαντο ἐν ἐπιτηδείῳ· οἱ δὲ Χάονες σφίσι τε αὐτοῖς πιστεύοντες καὶ ἀξιούμενοι ὑπὸ τῶν ἐκείνῃ ἠπειρωτῶν μαχιμώτατοι εἶναι οὔτε ἐπέσχον τὸ στρατόπεδον καταλαβεῖν, χωρήσαντές τε ῥύμῃ μετὰ τῶν ἄλλων βαρβάρων ἐνόμισαν αὐτοβοεὶ ἂν τὴν πόλιν ἑλεῖν καὶ αὑτῶν τὸ ἔργον γενέσθαι. [2.81.5] γνόντες δ᾽ αὐτοὺς οἱ Στράτιοι ἔτι προσιόντας καὶ ἡγησάμενοι, μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν, οὐκ ἂν ἔτι σφίσι τοὺς Ἕλληνας ὁμοίως προσελθεῖν, προλοχίζουσι δὴ τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, καὶ ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν, ἔκ τε τῆς πόλεως ὁμόσε χωρήσαντες καὶ ἐκ τῶν ἐνεδρῶν προσπίπτουσιν. [2.81.6] καὶ ἐς φόβον καταστάντων διαφθείρονταί τε πολλοὶ τῶν Χαόνων, καὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας, οὐκέτι ὑπέμειναν, ἀλλ᾽ ἐς φυγὴν κατέστησαν. [2.81.7] τῶν δὲ Ἑλληνικῶν στρατοπέδων οὐδέτερον ᾔσθετο τῆς μάχης διὰ τὸ πολὺ προελθεῖν αὐτοὺς καὶ στρατόπεδον οἰηθῆναι καταληψομένους ἐπείγεσθαι. [2.81.8] ἐπεὶ δ᾽ ἐνέκειντο φεύγοντες οἱ βάρβαροι, ἀνελάμβανόν τε αὐτοὺς καὶ ξυναγαγόντες τὰ στρατόπεδα ἡσύχαζον αὐτοῦ τὴν ἡμέραν, ἐς χεῖρας μὲν οὐκ ἰόντων σφίσι τῶν Στρατίων διὰ τὸ μήπω τοὺς ἄλλους Ἀκαρνᾶνας ξυμβεβοηθηκέναι, ἄπωθεν δὲ σφενδονώντων καὶ ἐς ἀπορίαν καθιστάντων· οὐ γὰρ ἦν ἄνευ ὅπλων κινηθῆναι. δοκοῦσι δὲ οἱ Ἀκαρνᾶνες κράτιστοι εἶναι τοῦτο ποιεῖν.

[2.80.1] Το ίδιο καλοκαίρι, λίγο μετά απ᾽ αυτά, οι Αμπρακιώτες και οι Χάονες, θέλοντας να υποτάξουν ολόκληρη την Ακαρνανία και να την αποσπάσουν από τους Αθηναίους, έπεισαν τους Λακεδαιμονίους να ετοιμάσουν στόλο, συγκεντρώνοντας καράβια από τις συμμαχικές τους πολιτείες και να τους στείλουν και χίλιους οπλίτες. Έλεγαν ότι, αν τους βοηθούσαν οι Λακεδαιμόνιοι με στόλο και πεζικό, τότε οι παραθαλάσσιοι Ακαρνάνες θα βοηθούσαν τους ομοφύλους τους στα μεσόγεια και έτσι θα μπορούσαν να κατακτήσουν ολόκληρη την Ακαρνανία και, μετά, την Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία. Έτσι δεν θα ήταν πια τόσο εύκολο για τους Αθηναίους να περιπλέουν την Πελοπόννησο. Ίσως και την Ναύπακτο ακόμα να μπορούσαν να κυριέψουν. [2.80.2] Οι Λακεδαιμόνιοι πείστηκαν κι έστειλαν αμέσως τους οπλίτες με λίγα καράβια και με τον Κνήμο, που ήταν ακόμα ναύαρχος. Παράγγειλαν στις συμμαχικές πολιτείες να ετοιμάσουν στόλο και να τον στείλουν στην Λευκάδα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. [2.80.3] Οι Κορίνθιοι προθυμοποιήθηκαν πολύ να βοηθήσουν τους Αμπρακιώτες που ήσαν άποικοί τους. Ενώ η Κόρινθος, η Σικυών και οι άλλες πολιτείες της περιοχής ετοίμαζαν τον στόλο τους, τα καράβια των Λευκαδίων, των Ανακτορίων και των Αμπρακιωτών συγκεντρώθηκαν στην Λευκάδα και περίμεναν. [2.80.4] Ο Κνήμος και οι χίλιοι οπλίτες του κατόρθωσαν να φτάσουν στην Λευκάδα χωρίς να τους καταλάβει ο Φορμίων, ο οποίος με τα είκοσι αττικά καράβια, φρουρούσε το στενό της Ναυπακτίας. Ο Κνήμος άρχισε αμέσως τις ετοιμασίες για την κατά ξηρά εκστρατεία. [2.80.5] Έλληνες είχε μαζί του τους Αμπρακιώτες, τους Λευκαδίους, τους Ανακτορίους και τους χίλιους Πελοποννησίους οπλίτες που είχε φέρει μαζί του. Βαρβάρους είχε χίλιους Χάονες οι οποίοι δεν είχαν βασιλέα και είχαν αρχηγούς τον Φώτυο και τον Νικάνορα από την ηγεμονική τους οικογένεια και ασκούσαν την εξουσία για ένα χρόνο. Μαζί με τους Χάονες εκστρατεύσαν και οι Θεσπρωτοί, αβασίλευτοι και αυτοί. [2.80.6] Οι Μολοσσοί και οι Ατιντάνες είχαν αρχηγό τον Σαβύλινθο, που ήταν επίτροπος του βασιλέως Θαρύπου, ο οποίος ήταν ακόμα παιδί, και οι Παραυαίοι είχαν αρχηγό τον βασιλέα τους Όροιδο. Είχε στις διαταγές του και χίλιους Ορέστες, τους οποίους του είχε δώσει ο βασιλεύς τους Αντίοχος. [2.80.7] Ο Περδίκκας έστειλε, κι αυτός, κρυφά από τους Αθηναίους, χίλιους Μακεδόνες που δεν πρόφτασαν όμως να πολεμήσουν. [2.80.8] Με τον στρατό αυτόν ξεκίνησε ο Κνήμος, χωρίς να περιμένει τον στόλο που θα ᾽ρχόταν από την Κόρινθο. Περνώντας από τα εδάφη της Αργείας λεηλάτησαν την Λιμναία, κεφαλοχώρι ατείχιστο, και έφτασαν στην Στράτο, την μεγαλύτερη πόλη της Ακαρνανίας. Πίστευαν ότι, αν κυρίευαν πρώτη την Στράτο, οι άλλες πολιτείες θα προσχωρούσαν εύκολα.
[2.81.1] Όταν οι Ακαρνάνες κατάλαβαν ότι πολύς στρατός είχε εισβάλει στην χώρα τους και ότι ο εχθρός θα έστελνε και στόλο στις ακτές, δεν οργάνωσαν κοινή άμυνα, αλλά η κάθε πολιτεία φρουρούσε το έδαφός της κι έστειλαν μήνυμα στον Φορμίωνα ζητώντας βοήθεια. Εκείνος τους αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να τους βοηθήσει, επειδή επρόκειτο να βγει από την Κόρινθο εχθρικός στόλος και δεν μπορούσε ν᾽ αφήσει αφρούρητη την Ναύπακτο. [2.81.2] Οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους σχημάτισαν τρεις φάλαγγες και βάδισαν εναντίον της Στράτου, με σκοπό να στήσουν το στρατόπεδό τους κοντά στην πολιτεία και, αν δεν μπορέσουν να την πείσουν να παραδοθεί, να την κυριέψουν με έφοδο εναντίον του τείχους. [2.81.3] Στην μεσαία φάλαγγα βάδιζαν οι Χάονες και οι άλλοι βάρβαροι, στην δεξιά ήσαν οι Λευκάδιοι, οι Ανακτόριοι και όσοι ήσαν μαζί τους και στην αριστερή ήταν ο Κνήμος με τους Πελοποννησίους και τους Αμπρακιώτες. Οι τρεις φάλαγγες βάδιζαν σε μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη και, καμιά φορά, ούτε έβλεπαν η μια την άλλη. [2.81.4] Οι Έλληνες βάδισαν με μεγάλη τάξη και με προφυλακές, ώσπου να βρουν κατάλληλο μέρος όπου και στρατοπέδευσαν. Οι Χάονες, όμως, που είχαν μεγάλη αυτοπεποίθηση και ήξεραν ότι οι άλλοι Ηπειρώτες τους θεωρούσαν σπουδαίους πολεμιστές, ούτε σταμάτησαν να στήσουν στρατόπεδο, αλλά προχώρησαν βιαστικά με τους άλλους βαρβάρους. Θαρρούσαν ότι θα κυριέψουν την πόλη με μιαν έφοδο και θα είχαν, έτσι, εκείνοι μόνοι, όλη την τιμή και την δόξα. [2.81.5] Οι κάτοικοι της Στράτου, βλέποντάς τους να προχωρούν, σκέφτηκαν ότι, αν τους νικούσαν, καθώς ήσαν έτσι χωριστά, τότε οι Έλληνες θα δίσταζαν να τους επιτεθούν. Έστησαν ενέδρες γύρω από την πόλη, κι όταν ο εχθρός πλησίασε, έκαναν ομαδική έξοδο, ενώ ταυτόχρονα έκαναν επίθεση από τις ενέδρες. [2.81.6] Τους Χάονες τους έπιασε πανικός και σκοτώθηκαν πολλοί. Οι άλλοι βάρβαροι, βλέποντάς τους να υποχωρούν, δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση κι άρχισαν να φεύγουν. [2.81.7] Κανένα από τα δύο ελληνικά στρατόπεδα δεν κατάλαβε τί γινόταν, γιατί οι βάρβαροι είχαν προχωρήσει πολύ και οι Έλληνες νόμιζαν πως βιάζονται να πάνε να στρατοπεδεύσουν. [2.81.8] Όταν, όμως, οι βάρβαροι, επάνω στην φυγή τους, έφτασαν στα ελληνικά στρατόπεδα, τους περιμάζεψαν και συγκέντρωσαν τα στρατόπεδά τους σ᾽ ένα μόνο στρατόπεδο κι έμειναν άπρακτοι εκεί όλη την ημέρα. Οι Στράτιοι δεν έκαναν επίθεση επειδή δεν είχε ακόμα φτάσει από την υπόλοιπη Ακαρνανία ο στρατός που επρόκειτο να τους βοηθήσει, αλλά τους χτυπούσαν από μακριά με σφεντονόπετρες και τους προκαλούσαν μεγάλη σύγχυση, γιατί δεν μπορούσαν να μετακινούνται μες στο στρατόπεδο χωρίς να φορούν τους θώρακές τους. Φαίνεται ότι οι Ακαρνάνες είναι άριστοι στην σφεντόνα.