Ακούγοντας τα λόγια μου, ραγίστηκε η καρδιά τους·
θυμήθηκαν τα πάθη τους στη Λαιστρυγόνα από τον Αντιφάτη,
200του Κύκλωπα τη βία, βάναυση δύναμη ενός ανθρωποφάγου,
και ξέσπασαν σε θρήνο οξύ, έτρεχε ποταμός το δάκρυ·
αλλά δεν έβγαινε κανένα κέρδος με το τόσο κλάμα.
Τότε κι εγώ, μοιράζοντας στα δυο τους οπλισμένους μου συντρόφους,
τους μέτρησα, κι έβαλα και στις δύο ομάδες αρχηγό·
στην πρώτη ήμουν αρχηγός εγώ, στην άλλη ο Ευρύλοχος, ωραίος σαν θεός.
Αμέσως κλήρους ρίξαμε σε κράνος χάλκινο, κι όπως το ανακινήσαμε,
έξω πετάχτηκε ο λαχνός του μεγαλόκαρδου Ευρυλόχου.
Ο Ευρύλοχος βγήκε μπροστά, κι ακολουθούσαν είκοσι δύο εταίροι
κλαίγοντας· κι εμάς όμως μας άφησαν πίσω τους να θρηνούμε.
210Βρέθηκαν τότε, μέσα από τις κοιλάδες, στης Κίρκης το παλάτι,
χτισμένο με πελεκητά λιθάρια, σε μέρος φυλαγμένο
που να βλέπει ολόγυρα.
Τους συναπάντησαν εκεί λύκοι ορεσίβιοι, λιοντάρια,
που ήσαν γητεμένα από την ίδια, με τα φαρμακερά βοτάνια που τους έδινε.
Γι᾽ αυτό δεν όρμησαν πάνω στους άντρες· μόνο σηκώθηκαν
και πήραν να κουνούν τις μακριές ουρές τους.
Πώς γύρω από τον κύρη τους που φτάνει από τραπέζι
μαζεύονται οι σκύλοι του κουνώντας την ουρά τους,
γιατί κάθε φορά κάτι καλό τούς φέρνει να το μασουλήσουν·
έτσι κι αυτούς λύκοι με νύχια κοφτερά και τα λιοντάρια
τους τριγύρισαν με την ουρά σεινάμενη· εκείνοι ωστόσο
τρόμαξαν από τα τρομερά θεριά που είδαν μπροστά τους.
220Έντρομοι στάθηκαν στα πρόθυρα της καλλιπλόκαμης θεάς,
της Κίρκης, που την ακούν μέσα να τραγουδά
με την ωραία φωνή της· πήγαινε κι έρχονταν υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, αθάνατο, όπως εκείνα τα έργα που οι θεές υφαίνουν
αραχνοΰφαντα και λαμπερά, χαριτωμένα.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο Πολίτης, τους μίλησε σαν αρχηγός —
ήταν ο αγαπημένος σύντροφός μου, έμπιστος κι έντιμος πολύ:
«Καλοί μου φίλοι, κάποια εκεί μέσα πάει κι έρχεται, υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, κι όπως ωραία τραγουδά, ο αντίλαλος σηκώνεται
παντού στο σπίτι· ίσως θεά, ίσως θνητή, είναι καιρός κι εμείς
να τη φωνάξουμε.»
Μιλώντας έτσι, τους έπεισε φωνάζοντας να την καλέσουν,
230και τότε η Κίρκη, ανοίγοντας θυρόφυλλα λαμπρά, πρόβαλε
και τους προσκαλούσε· ανυποψίαστοι όλοι την ακολούθησαν,
μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε πίσω, γιατί φαντάστηκε τι δόλος κρύβεται.
Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά·
αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου,
τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό, και μέσα εκεί ανακάτεψε
φαρμακερά βοτάνια, να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα.
Κι όπως τους έδωσε να πιουν, το ήπιαν όλο· τότε τους χτύπησε
με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι.
Αλλάζοντας, είχαν κεφάλι τώρα γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα
240και τρίχες· ο νους τους μόνο έμεινε όπως και πρώτα στέρεος.
Αποκλεισμένοι εκεί θρηνούσαν· πάνω στην ώρα η Κίρκη
τους ρίχνει πρίνους, βαλανίδια και καρπούς κρανιάς, να φαν
όπως τα χαμοκύλιστα γουρούνια.
Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος γύρισε πίσω με σπουδή στο μαύρο
γρήγορο καράβι, να πει την είδηση για τους συντρόφους, τι τρομερό
κακό τούς βρήκε. Όμως δεν μπόρεσε να ξεστομίσει λέξη,
μόλο που προσπαθούσε· ένιωθε την ψυχή του λαβωμένη
απ᾽ τον μεγάλο πόνο, τα μάτια του πλημμυρισμένα από τα δάκρυα,
ήθελε να ξεσπάσει σε θρήνο γοερό.
Κι όταν εμείς όλοι μαζί, κατάπληκτοι, επίμονα ρωτούσαμε
το τι συμβαίνει, τότε επιτέλους ανιστόρησε
250τον όλεθρο των άλλων μας συντρόφων:
«Κινήσαμε, όπως πρόσταξες, μέσα στα δάση, Οδυσσέα λαμπρέ,
και στις κοιλάδες βρήκαμε το αρχοντικό ωραίο, χτισμένο
με πελεκημένες πέτρες, σε μέρος φυλαγμένο, να βλέπει ολόγυρα.
Εκεί πηγαινοέρχονταν κάποια γυναίκα υφαίνοντας φαντό μεγάλο,
που τραγουδούσε με τη δυνατή φωνή της — ίσως θεά, ίσως θνητή.
Αυτοί πήραν να τη φωνάζουν, κι όπως την κάλεσαν, εκείνη
αμέσως έξω πρόβαλε, ανοίγοντας θυρόφυλλα που λάμπουν,
και τους προσκάλεσε. Τότε λοιπόν, όλοι μαζί κι ανυποψίαστοι,
την ακολούθησαν· μόνος μου έμεινα πιο πίσω εγώ, γιατί φαντάστηκα
τι δόλος κρύβεται. Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν οι πάντες, κανείς
δεν έλεγε να εμφανιστεί, παρότι εγώ ώρα πολλή κάθησα εκεί,
260προσμένοντας μήπως φανούν.»
Μόλις τον λόγο του αποτέλειωσε, ευθύς κι εγώ πέρασα το σπαθί μου,
με τ᾽ ασημένια του καρφιά, γύρω στους ώμους, μέγα, χάλκινο,
φόρεσα και το τόξο μου, κι έδωσα αμέσως εντολή να μπει ο Ευρύλοχος
μπροστά, στον δρόμο μου οδηγός.
Εκείνος όμως, πιασμένος με τα δύο του χέρια από τα γόνατά μου,
ολοφυρόμενος παρακαλούσε, κι έτσι μου μίλησε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Μην επιμένεις, άθελά μου, να με πας εκεί, θεών βλαστάρι· μόνο άφησέ με
εδώ να μείνω. Γιατί το ξέρω, μήτε του λόγου σου θα ξαναρθείς, μήτε
κανέναν άλλο σύντροφο θα φέρεις πίσω· γι᾽ αυτό καλύτερα, όσοι απομείναμε,
το γρηγορότερο να φύγουμε· καιρός ακόμη, κι ίσως έτσι
ξεφύγουμε τη μαύρη μέρα.»
270Είπε όσα είπε, αλλά κι εγώ του ανταποκρίθηκα μιλώντας:
«Ευρύλοχε, αφού το θέλεις, μείνε εδώ σ᾽ αυτόν τον χώρο,
με το φαΐ και το πιοτό σου, πλάι στο καράβι, μελανό και κοίλο·
όμως εγώ θα πάω εκεί — η ανάγκη με προστάζει αδήριτη.»
|