Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.177.1-2.181.5)

[2.177.1] Ἐπ᾽ Ἀμάσιος δὲ βασιλέος λέγεται Αἴγυπτος μάλιστα δὴ τότε εὐδαιμονῆσαι καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τῇ χώρῃ γινόμενα καὶ τὰ ἀπὸ τῆς χώρης τοῖσι ἀνθρώποισι, καὶ πόλις ἐν αὐτῇ γενέσθαι τὰς ἁπάσας τότε δισμυρίας τὰς οἰκεομένας. [2.177.2] νόμον τὲ Αἰγυπτίοισι τόνδε Ἄμασίς ἐστι ὁ καταστήσας, ἀποδεικνύναι ἔτεος ἑκάστου τῷ νομάρχῃ πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ὅθεν βιοῦται· μὴ δὲ ποιεῦντα ταῦτα μηδὲ ἀποφαίνοντα δικαίην ζόην ἰθύνεσθαι θανάτῳ. Σόλων δὲ ὁ Ἀθηναῖος λαβὼν ἐξ Αἰγύπτου τοῦτον τὸν νόμον Ἀθηναίοισι ἔθετο· τῷ ἐκεῖνοι ἐς αἰεὶ χρέωνται, ἐόντι ἀμώμῳ νόμῳ. [2.178.1] φιλέλλην δὲ γενόμενος ὁ Ἄμασις ἄλλα τε ἐς Ἑλλήνων μετεξετέρους ἀπεδέξατο καὶ δὴ καὶ τοῖσι ἀπικνευμένοισι ἐς Αἴγυπτον ἔδωκε Ναύκρατιν πόλιν ἐνοικῆσαι, τοῖσι δὲ μὴ βουλομένοισι αὐτῶν ἐνοικέειν αὐτοῦ δὲ ναυτιλλομένοισι ἔδωκε χώρους ἐνιδρύσασθαι βωμοὺς καὶ τεμένεα θεοῖσι. [2.178.2] τὸ μέν νυν μέγιστον αὐτῶν τέμενος καὶ ὀνομαστότατον ἐὸν καὶ χρησιμώτατον, καλεύμενον δὲ Ἑλλήνιον, αἵδε πόλιές εἰσι αἱ ἱδρυμέναι κοινῇ, Ἰώνων μὲν Χίος καὶ Τέως καὶ Φώκαια καὶ Κλαζομεναί, Δωριέων δὲ Ῥόδος καὶ Κνίδος καὶ Ἁλικαρνησσὸς καὶ Φάσηλις, Αἰολέων δὲ ἡ Μυτιληναίων μούνη. [2.178.3] τούτων μέν ἐστι τοῦτο τὸ τέμενος, καὶ προστάτας τοῦ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιές εἰσι αἱ παρέχουσαι· ὅσαι δὲ ἄλλαι πόλιες μεταποιεῦνται, οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται. χωρὶς δὲ Αἰγινῆται ἐπὶ ἑωυτῶν ἱδρύσαντο τέμενος Διός, καὶ ἄλλο Σάμιοι Ἥρης, καὶ Μιλήσιοι Ἀπόλλωνος. [2.179.1] ἦν δὲ τὸ παλαιὸν μούνη Ναύκρατις ἐμπόριον καὶ ἄλλο οὐδὲν Αἰγύπτου. εἰ δέ τις ἐς τῶν τι ἄλλο στομάτων τοῦ Νείλου ἀπίκοιτο, χρῆν ὀμόσαι μὴ μὲν ἑκόντα ἐλθεῖν, ἀπομόσαντα δὲ τῇ νηὶ αὐτῇ πλέειν ἐς τὸ Κανωβικόν· ἢ εἰ μή γε οἷά τε εἴη πρὸς ἀνέμους ἀντίους πλέειν, τὰ φορτία ἔδεε περιάγειν ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα, μέχρι οὗ ἀπίκοιτο ἐς Ναύκρατιν. οὕτω μὲν δὴ Ναύκρατις ἐτετίμητο. [2.180.1] Ἀμφικτυόνων δὲ μισθωσάντων τὸν ἐν Δελφοῖσι νῦν ἐόντα νηὸν τριηκοσίων ταλάντων ἐξεργάσασθαι (ὁ γὰρ πρότερον ἐὼν αὐτόθι αὐτόματος κατεκάη), τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν. [2.180.2] πλανώμενοι δὲ οἱ Δελφοὶ περὶ τὰς πόλις ἐδωτίναζον, ποιεῦντες δὲ τοῦτο οὐκ ἐλάχιστον ἐξ Αἰγύπτου ἠνείκαντο. Ἄμασις μὲν γάρ σφι ἔδωκε χίλια στυπτηρίης τάλαντα, οἱ δὲ ἐν Αἰγύπτῳ οἰκέοντες Ἕλληνες εἴκοσι μνέας.
[2.181.1] Κυρηναίοισι δὲ Ἄμασις φιλότητά τε καὶ συμμαχίην συνεθήκατο. ἐδικαίωσε δὲ καὶ γῆμαι αὐτόθεν, εἴτε ἐπιθυμήσας Ἑλληνίδος γυναικός, εἴτε καὶ ἄλλως φιλότητος Κυρηναίων εἵνεκα. [2.181.2] γαμέει δὲ ὦν, οἱ μὲν λέγουσι Βάττου τοῦ Ἀρκεσίλεω θυγατέρα, οἱ δὲ Κριτοβούλου ἀνδρὸς τῶν ἀστῶν δοκίμου, τῇ οὔνομα ἦν Λαδίκη. τῇ ἐπείτε συγκλίνοιτο ὁ Ἄμασις, μίσγεσθαι οὐκ οἷός τε ἐγίνετο, τῇσι δὲ ἄλλῃσι γυναιξὶ ἐχρᾶτο. [2.181.3] ἐπείτε δὲ πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο, εἶπε δὴ ὁ Ἄμασις πρὸς τὴν Λαδίκην ταύτην καλεομένην· Ὦ γύναι, κατά με ἐφάρμαξας, καὶ ἔστι τοι οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι κάκιστα γυναικῶν πασέων. [2.181.4] ἡ δὲ Λαδίκη, ἐπείτε οἱ ἀρνευμένῃ οὐδὲν ἐγίνετο πρηΰτερος ὁ Ἄμασις, εὔχεται ἐν τῷ νόῳ τῇ Ἀφροδίτῃ, ἤν οἱ ὑπ᾽ ἐκείνην τὴν νύκτα μειχθῇ ὁ Ἄμασις, τοῦτο γάρ οἱ κακοῦ εἶναι μῆχος, ἄγαλμά οἱ ἀποπέμψειν ἐς Κυρήνην. μετὰ δὲ τὴν εὐχὴν αὐτίκα οἱ ἐμείχθη ὁ Ἄμασις. καὶ τὸ ἐνθεῦτεν ἤδη, ὁκότε ἔλθοι πρὸς αὐτήν, ἐμίσγετο καὶ κάρτα μιν ἔστερξε μετὰ τοῦτο. [2.181.5] ἡ δὲ Λαδίκη ἀπέδωκε τὴν εὐχὴν τῇ θεῷ· ποιησαμένη γὰρ ἄγαλμα ἀπέπεμψε ἐς Κυρήνην, τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον, ἔξω ἱδρυμένον τοῦ Κυρηναίων ἄστεος. ταύτην τὴν Λαδίκην, ὡς ἐπεκράτησε Καμβύσης Αἰγύπτου καὶ ἐπύθετο αὐτῆς ἥτις εἴη, ἀπέπεμψε ἀσινέα ἐς Κυρήνην.

[2.177.1] Λέγεται ότι όταν ήταν βασιλιάς ο Άμασις, η Αίγυπτος γνώρισε τη μεγαλύτερή της ευμάρεια, και στα όσα δίνει στον τόπο ο ποταμός και στα όσα ο τόπος δίνει στους ανθρώπους, και ότι στη χώρα αυτή υπήρχαν τότε συνολικά είκοσι χιλιάδες κατοικημένες πόλεις. [2.177.2] Και ο Άμασις είναι αυτός που θέσπισε μεταξύ των Αιγυπτίων εκείνον τον νόμο, ότι κάθε χρόνο όλοι οι Αιγύπτιοι οφείλουν να δηλώνουν ο καθένας στον νομάρχη του με ποιόν τρόπο ζει, κι αν δεν το κάνει ή δεν αποδείξει ότι ζει με δίκαιο τρόπο, να τιμωρείται με θάνατο. Τον νόμο αυτόν μάλιστα ο Σόλων το Αθηναίος τον πήρε από τους Αιγυπτίους και τον θέσπισε μεταξύ των Αθηναίων, οι οποίοι τον εφαρμόζουν ακόμη γιατί είναι τέλειος νόμος.
[2.178.1] Υπήρξε και φιλέλληνας ο Άμασις, και ανάμεσα στις άλλες υπηρεσίες που πρόσφερε σε διάφορους Έλληνες, χάρισε και σ᾽ εκείνους που πήγαιναν στην Αίγυπτο την πόλη Ναύκρατη για να κατοικήσουν, ενώ στους ναυτικούς που δεν ενδιαφέρονταν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί, έδωσε τόπους για να χτίσουν βωμούς και ιερά για τους θεούς. [2.178.2] Από τα ιερά αυτά, το μεγαλύτερο, το πιο ονομαστό και αυτό που χρησιμοποιείται περισσότερο, ονομαζόμενο Ελλήνιο, το ίδρυσαν από κοινού οι ακόλουθες πόλεις: από τις ιωνικές η Χίος, η Τέως, η Φώκαια και οι Κλαζομενές, από τις δωρικές η Ρόδος, η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Φάσηλις και από τις αιολικές μόνο η πόλη των Μυτιληναίων. [2.178.3] Δικό τους είναι αυτό το ιερό, και αυτές είναι πόλεις που διορίζουν τους εμπορικούς πρόξενους· όσες άλλες πόλεις προβάλλουν διεκδικήσεις, τις προβάλλουν χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα εκεί. Χώρια, οι Αιγινήτες ίδρυσαν μόνοι τους ιερό του Δία, άλλο οι Σάμιοι της Ήρας και οι Μιλήσιοι του Απόλλωνα.
[2.179.1] Παλιά η Ναύκρατις ήταν το μόνο εμπορικό λιμάνι και άλλο δεν υπήρχε στην Αίγυπτο. Και αν κάποιος έφτανε σε κανένα άλλο από τα στόμια του Νείλου, έπρεπε να πάρει όρκο ότι είχε πάει εκεί χωρίς να το θέλει, και αφού πάρει τον όρκο, να αρμενίσει με το ίδιο πλοίο για το Κανωβικό στόμιο· αν πάλι το ταξίδι ήταν αδύνατο λόγω ενάντιων ανέμων, έπρεπε τότε να κουβαλήσει τα φορτία του με μαούνες εδώ κι εκεί στο Δέλτα ώσπου να φτάσει στη Ναύκρατη. Τόσο σπουδαία ήταν η Ναύκρατις.
[2.180.1] Όταν πάλι οι Αμφικτύονες ανέθεσαν για τριακόσια τάλαντα την ανέγερση του ναού που υπάρχει σήμερα στους Δελφούς (γιατί εκείνος που υπήρχε προηγουμένως εκεί κάηκε μόνος του), επιβλήθηκε στους κατοίκους να καταβάλουν το ένα τέταρτο της δαπάνης. [2.180.2] Βάλθηκαν λοιπόν οι κάτοικοι των Δελφών να πηγαίνουν από τη μια πόλη στην άλλη και να μαζεύουν δωρεές, και κάνοντας αυτή τη δουλειά, τα λιγότερα δεν τα πήραν από την Αίγυπτο. Γιατί ο Άμασις τους έδωσε χίλια τάλαντα από στύψη, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι της Αιγύπτου είκοσι μνες.
[2.181.1] Εξάλλου, ο Άμασις έπιασε φιλία και έκανε συμμαχία με τους Κυρηναίους. Αποφάσισε μάλιστα να παντρευτεί γυναίκα από εκεί, είτε επειδή η όρεξή του τράβηξε Ελληνίδα είτε λόγω της αγάπης του για τους Κυρηναίους. [2.181.2] Παντρεύτηκε λοιπόν — άλλοι λένε του Βάττου την κόρη, του γιου του Αρκεσίλαου, άλλοι του Κριτόβολου, έγκριτου ανάμεσα στους πολίτες, Λαδίκη τ᾽ όνομά της. Όποτε όμως πλάγιαζε κοντά της ο Άμασις, δεν ήταν ικανός να σμίξει μαζί της, ενώ με τις άλλες γυναίκες τα κατάφερνε. [2.181.3] Όταν λοιπόν το κακό παρατράβηξε, είπε ο Άμασις σ᾽ αυτή τη λεγόμενη Λαδίκη: «Γυναίκα, μου έχεις κάνει μάγια, και όπως σε βλέπω και με βλέπεις θα φας το κεφάλι σου με τον χειρότερο τρόπο που γνώρισε γυναίκα». [2.181.4] Η Λαδίκη το αρνιόταν, ο Άμασις δεν μαλάκωνε, κι έτσι εκείνη πιάνει και τάζει με τον νου της στην Αφροδίτη, αν ο Άμασις έσμιγε μαζί της κάποια νύχτα και η ίδια γλίτωνε από το κακό, να της φτιάξει άγαλμα στην Κυρήνη. Και μόλις έκανε το τάμα, αμέσως έσμιξε μαζί της ο Άμασις. Και από τότε, όποτε την πλησίαζε, έσμιγε μαζί της ο Άμασις, γι᾽ αυτό μετά την αγάπησε πολύ. [2.181.5] Όσο για τη Λαδίκη, ξεπλήρωσε το τάμα της στη θεά: έφτιαξε το άγαλμα και το έστειλε στην Κυρήνη, και το άγαλμα σωζόταν ακόμη επί των ημερών μου, στημένο έξω από την πόλη των Κυρηναίων. Τη Λαδίκη αυτήν ο Καμβύσης, όταν κατέκτησε την Αίγυπτο και έμαθε από την ίδια ποιά ήταν, την έστειλε άθικτη πίσω στην Κυρήνη.