Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (475d-477b)

[475d] Καὶ ὁ Γλαύκων ἔφη· Πολλοὶ ἄρα καὶ ἄτοποι ἔσονταί σοι τοιοῦτοι. οἵ τε γὰρ φιλοθεάμονες πάντες ἔμοιγε δοκοῦσι τῷ καταμανθάνειν χαίροντες τοιοῦτοι εἶναι, οἵ τε φιλήκοοι ἀτοπώτατοί τινές εἰσιν ὥς γ᾽ ἐν φιλοσόφοις τιθέναι, οἳ πρὸς μὲν λόγους καὶ τοιαύτην διατριβὴν ἑκόντες οὐκ ἂν ἐθέλοιεν ἐλθεῖν, ὥσπερ δὲ ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα ἐπακοῦσαι πάντων χορῶν περιθέουσι τοῖς Διονυσίοις οὔτε τῶν κατὰ πόλεις οὔτε τῶν κατὰ κώμας ἀπολειπόμενοι. τούτους οὖν πάντας καὶ ἄλλους τοιούτων τινῶν [475e] μαθητικοὺς καὶ τοὺς τῶν τεχνυδρίων φιλοσόφους φήσομεν;
Οὐδαμῶς, εἶπον, ἀλλ᾽ ὁμοίους μὲν φιλοσόφοις.
Τοὺς δὲ ἀληθινούς, ἔφη, τίνας λέγεις;
Τοὺς τῆς ἀληθείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, φιλοθεάμονας.
Καὶ τοῦτο μέν γ᾽, ἔφη, ὀρθῶς· ἀλλὰ πῶς αὐτὸ λέγεις;
Οὐδαμῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, ῥᾳδίως πρός γε ἄλλον· σὲ δὲ οἶμαι ὁμολογήσειν μοι τὸ τοιόνδε.
Τὸ ποῖον;
Ἐπειδή ἐστιν ἐναντίον καλὸν αἰσχρῷ, δύο αὐτὼ εἶναι.
[476a] Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν ἐπειδὴ δύο, καὶ ἓν ἑκάτερον;
Καὶ τοῦτο.
Καὶ περὶ δὴ δικαίου καὶ ἀδίκου καὶ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ πάντων τῶν εἰδῶν πέρι ὁ αὐτὸς λόγος, αὐτὸ μὲν ἓν ἕκαστον εἶναι, τῇ δὲ τῶν πράξεων καὶ σωμάτων καὶ ἀλλήλων κοινωνίᾳ πανταχοῦ φανταζόμενα πολλὰ φαίνεσθαι ἕκαστον.
Ὀρθῶς, ἔφη, λέγεις.
Ταύτῃ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, διαιρῶ, χωρὶς μὲν οὓς νυνδὴ ἔλεγες φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους καὶ πρακτικούς, [476b] καὶ χωρὶς αὖ περὶ ὧν ὁ λόγος, οὓς μόνους ἄν τις ὀρθῶς προσείποι φιλοσόφους.
Πῶς, ἔφη, λέγεις;
Οἱ μέν που, ἦν δ᾽ ἐγώ, φιλήκοοι καὶ φιλοθεάμονες τάς τε καλὰς φωνὰς ἀσπάζονται καὶ χρόας καὶ σχήματα καὶ πάντα τὰ ἐκ τῶν τοιούτων δημιουργούμενα, αὐτοῦ δὲ τοῦ καλοῦ ἀδύνατος αὐτῶν ἡ διάνοια τὴν φύσιν ἰδεῖν τε καὶ ἀσπάσασθαι.
Ἔχει γὰρ οὖν δή, ἔφη, οὕτως.
Οἱ δὲ δὴ ἐπ᾽ αὐτὸ τὸ καλὸν δυνατοὶ ἰέναι τε καὶ ὁρᾶν καθ᾽ αὑτὸ ἆρα οὐ σπάνιοι ἂν εἶεν;
[476c] Καὶ μάλα.
Ὁ οὖν καλὰ μὲν πράγματα νομίζων, αὐτὸ δὲ κάλλος μήτε νομίζων μήτε, ἄν τις ἡγῆται ἐπὶ τὴν γνῶσιν αὐτοῦ, δυνάμενος ἕπεσθαι, ὄναρ ἢ ὕπαρ δοκεῖ σοι ζῆν; σκόπει δέ. τὸ ὀνειρώττειν ἆρα οὐ τόδε ἐστίν, ἐάντε ἐν ὕπνῳ τις ἐάντ᾽ ἐγρηγορὼς τὸ ὅμοιόν τῳ μὴ ὅμοιον ἀλλ᾽ αὐτὸ ἡγῆται εἶναι ᾧ ἔοικεν;
Ἐγὼ γοῦν ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, φαίην ὀνειρώττειν τὸν τοιοῦτον.
Τί δέ; ὁ τἀναντία τούτων ἡγούμενός τέ τι αὐτὸ καλὸν [476d] καὶ δυνάμενος καθορᾶν καὶ αὐτὸ καὶ τὰ ἐκείνου μετέχοντα, καὶ οὔτε τὰ μετέχοντα αὐτὸ οὔτε αὐτὸ τὰ μετέχοντα ἡγούμενος, ὕπαρ ἢ ὄναρ αὖ καὶ οὗτος δοκεῖ σοι ζῆν;
Καὶ μάλα, ἔφη, ὕπαρ.
Οὐκοῦν τούτου μὲν τὴν διάνοιαν ὡς γιγνώσκοντος γνώμην ἂν ὀρθῶς φαῖμεν εἶναι, τοῦ δὲ δόξαν ὡς δοξάζοντος;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί οὖν ἐὰν ἡμῖν χαλεπαίνῃ οὗτος, ὅν φαμεν δοξάζειν ἀλλ᾽ οὐ γιγνώσκειν, καὶ ἀμφισβητῇ ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγομεν; [476e] ἕξομέν τι παραμυθεῖσθαι αὐτὸν καὶ πείθειν ἠρέμα, ἐπικρυπτόμενοι ὅτι οὐχ ὑγιαίνει;
Δεῖ γέ τοι δή, ἔφη.
Ἴθι δή, σκόπει τί ἐροῦμεν πρὸς αὐτόν. ἢ βούλει ὧδε πυνθανώμεθα παρ᾽ αὐτοῦ, λέγοντες ὡς εἴ τι οἶδεν οὐδεὶς αὐτῷ φθόνος, ἀλλ᾽ ἅσμενοι ἂν ἴδοιμεν εἰδότα τι. ἀλλ᾽ ἡμῖν εἰπὲ τόδε· ὁ γιγνώσκων γιγνώσκει τὶ ἢ οὐδέν; σὺ οὖν μοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρίνου.
Ἀποκρινοῦμαι, ἔφη, ὅτι γιγνώσκει τί.
Πότερον ὂν ἢ οὐκ ὄν;
[477a] Ὄν· πῶς γὰρ ἂν μὴ ὄν γέ τι γνωσθείη;
Ἱκανῶς οὖν τοῦτο ἔχομεν, κἂν εἰ πλεοναχῇ σκοποῖμεν, ὅτι τὸ μὲν παντελῶς ὂν παντελῶς γνωστόν, μὴ ὂν δὲ μηδαμῇ πάντῃ ἄγνωστον;
Ἱκανώτατα.
Εἶεν· εἰ δὲ δή τι οὕτως ἔχει ὡς εἶναί τε καὶ μὴ εἶναι, οὐ μεταξὺ ἂν κέοιτο τοῦ εἰλικρινῶς ὄντος καὶ τοῦ αὖ μηδαμῇ ὄντος;
Μεταξύ.
Οὐκοῦν ἐπὶ μὲν τῷ ὄντι γνῶσις ἦν, ἀγνωσία δ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἐπὶ μὴ ὄντι, ἐπὶ δὲ τῷ μεταξὺ τούτῳ μεταξύ τι καὶ ζητητέον [477b] ἀγνοίας τε καὶ ἐπιστήμης, εἴ τι τυγχάνει ὂν τοιοῦτον;
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν λέγομέν τι δόξαν εἶναι;
Πῶς γὰρ οὔ;
Πότερον ἄλλην δύναμιν ἐπιστήμης ἢ τὴν αὐτήν;
Ἄλλην.
Ἐπ᾽ ἄλλῳ ἄρα τέτακται δόξα καὶ ἐπ᾽ ἄλλῳ ἐπιστήμη, κατὰ τὴν δύναμιν ἑκατέρα τὴν αὑτῆς.
Οὕτω.
Οὐκοῦν ἐπιστήμη μὲν ἐπὶ τῷ ὄντι πέφυκε, γνῶναι ὡς ἔστι τὸ ὄν; — μᾶλλον δὲ ὧδέ μοι δοκεῖ πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι διελέσθαι.
Πῶς;

[475d] Και ο Γλαύκων αποκρίθηκε: Ναι, μα τέτοιοι θα βρεθούν πολλοί, που δεν πιστεύω να έχουν τον τόπο τους μες στους φιλοσόφους. Γιατί έπρεπε, μου φαίνεται, τότε κι όλοι που αγαπούν τα θεάματα να τους παίρνομε για τέτοιους, αφού κι αυτοί χαίρουν να μαθαίνουν, και καθόλου ακόμα δε θα ᾽χε τον τόπο του να κατατάξομε με τους φιλοσόφους τους φιλακόλουθους εκείνους, που σε μια τέτοια συζήτηση σαν τη δική μας δε θα είχαν καμιά βέβαια διάθεση να παρασταθούν, τρέχουν όμως σ᾽ όλες γύρω τις Διονυσιακές γιορτές, χωρίς να παραλείψουν καμιά είτε στη χώρα είτε στα χωριά, σαν να έχουν νοικιασμένα τ᾽ αυτιά τους για ν᾽ ακούνε όλους τους χορούς και τα τραγούδια τους. Όλους λοιπόν αυτούς και άλλους που έχουν τον ίδιο ζήλο [475e] να μαθαίνουν κάτι τέτοια και ν᾽ αγαπούνε τις ασήμαντες τέχνες φιλοσόφους θα τους ονομάσομε;
Καθόλου, αλλά όμοιους με φιλοσόφους.
Και αληθινούς ποιούς λες;
Εκείνους που αγαπούν να βλέπουν την αλήθεια.
Σωστό είναι βέβαια αυτό που λες· αλλά εξήγησέ μου πώς το εννοείς;
Για κάθε άλλον δε θα μου ήταν πολύ εύκολο· εσύ όμως πιστεύω να συμφωνήσεις σ᾽ αυτό που θα πω.
Ποιό;
Πώς επειδή το ωραίο είναι το αντίθετο με το άσχημο, θα πει πως είναι δυο πράματα αυτά.
[476a] Πώς όχι;
Αφού λοιπόν είναι δύο, και το καθένα τους χωριστά δεν είναι ένα;
Βέβαια.
Ο ίδιος λοιπόν λόγος και για το δίκαιο και για το άδικο, για το καλό και το κακό, και για όλα τα άλλα είδη· το καθένα δηλαδή απ᾽ αυτά είναι ένα, μα, επειδή παρουσιάζονται παντού όπως συσχετίζονται με τις πράξεις, με τα σώματα και μεταξύ τους, φαίνονται σαν πολλά το καθένα τους.
Σωστά.
Με τον ίδιο τρόπο χωρίζω κι εγώ, από τη μια μεριά αυτούς που έλεγες πως αγαπούν τα θεάματα και τις τέχνες και καταγίνονται μ᾽ αυτά, [476b] και από την άλλη αυτούς που κάνομε τώρα λόγο και που αυτοί μονάχα αξίζουν το όνομα του φιλοσόφου.
Πώς το λες δηλαδή;
Να· αυτοί που αγαπούν τα θεάματα και τα ακροάματα τρελαίνονται με τις ωραίες φωνές, τα ωραία χρώματα και σχήματα και μ᾽ όλα που δημιουργούνται απ᾽ τα τέτοια, αυτού όμως του ίδιου του ωραίου είναι ανίκανη η διάνοιά τους ν᾽ αντιληφθεί τη φύση και να την αγαπήσει.
Έτσι είναι πραγματικώς.
Όσοι όμως είναι ικανοί ν᾽ ανυψώνουνται ως το ίδιο το ωραίο και να το βλέπουν στην καθαυτό ουσία του δε θα είναι σπάνιοι;
[476c] Και πολύ μάλιστα.
Εκείνος λοιπόν που παραδέχεται και γνωρίζει τα ωραία πράματα, δε γνωρίζει όμως το ίδιο το ωραίο, ούτε είναι ικανός να παρακολουθήσει έναν που θα τον οδηγούσε να το γνωρίσει, σου φαίνεται να ζει μέσα σε όνειρο ή μες στην πραγματικότητα; Και σκέψου· τί άλλο σημαίνει να ονειρεύεται κανείς, παρά αν είτε στον ύπνο του είτε ξυπνός, ένα πράγμα που είναι όμοιο με κάτι δεν το νομίζει όμοιο, αλλά το παίρνει για το ίδιο πράγμα που του μοιάζει;
Βέβαια κι εγώ θα έλεγα πως ονειρεύεται αυτός.
Εκείνος όμως απεναντίας που παραδέχεται και γνωρίζει το καθαυτό ωραίο [476d] και μπορεί να βλέπει καθαρά και αυτό το ίδιο και όσα μετέχουν από τη φύση του, χωρίς όμως να συγχύζει αυτά με εκείνο και εκείνο μ᾽ αυτά, στην πραγματικότητα ή σε όνειρο σου φαίνεται να ζει κι αυτός;
Και πολύ μάλιστα στην πραγματικότητα.
Και δεν θα ᾽χαμε δίκιο τα διανοήματα αυτού να τα ονομάζομε γνώσεις, αφού πραγματικά γνωρίζει, ενώ του άλλου δοξασίες, επειδή φαντάζεται πως γνωρίζει;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αν ο τελευταίος αυτός, που εμείς λέμε πως φαντάζεται κι όχι πως γνωρίζει, θυμώσει μαζί μας και διαμαρτύρεται πως δε λέμε την αλήθεια, [476e] θα ᾽χαμε τίποτα να του πούμε για να τον καθησυχάσομε και να τον πείσομε, με ψυχραιμία και σκεπαστά πάντα, πως δεν είναι στα καλά του;
Έτσι βέβαια πρέπει.
Έλα λοιπόν κοίτα τί θα ᾽χομε να του πούμε. Ή θέλεις καλύτερα, αφού τον βεβαιώσομε πως καθόλου δεν τον φθονούμε αν γνωρίζει κάτι, αλλ᾽ απεναντίας θα ᾽μαστε πολύ ευχαριστημένοι να δούμε πως ξέρει πραγματικώς κάτι, να τον ρωτήσομε να μας απαντήσει: ένας που γνωρίζει γνωρίζει κάτι ή τίποτα; Μα έλα, αποκρίσου μας εσύ από μέρους του.
Θ᾽ αποκριθώ πως γνωρίζω κάτι.
Και αυτό το κάτι είναι πράγμα που υπάρχει ή ανύπαρκτο;
[477a] Που υπάρχει· γιατί πώς μπορεί να γνωριστεί κάτι που δεν υπάρχει;
Μπορούμε λοιπόν να είμαστε αρκετά βέβαιοι γι᾽ αυτό, απ᾽ όποια πλευρά κι αν το εξετάσομε, πως ένα πράγμα που ολότελα υπάρχει είναι και ολότελα γνωστό, ένα όμως που καθόλου πουθενά δεν υπάρχει, είναι ολότελα άγνωστο;
Πολύ αρκετά βέβαιοι.
Έστω· αν όμως βρίσκεται κάτι που να είναι και να μην είναι, δε θα ᾽ταν τοποθετημένο μεταξύ εκείνου που πραγματικά κι ολότελα υπάρχει και εκείνου που πουθενά δεν υπάρχει;
Μεταξύ.
Αφού λοιπόν η γνώση, είπαμε, είναι για κείνα που υπάρχουν κι η αγνωσία αναγκαστικά για όσα δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να ζητήσομε για όσα βρίσκουνται μεταξύ κάτι που να είναι μεταξύ [477b] αγνοίας και επιστήμης, αν υποτεθεί πως υπάρχει ένα κάτι τέτοιο;
Πρέπει βέβαια.
Υπάρχει άραγε κάτι που το ονομάζομε δοξασία;
Πώς όχι;
Κι είναι κάτι διαφορετικό από την επιστήμη ή το ίδιο;
Διαφορετικό.
Για άλλο λοιπόν πράγμα είναι ορισμένη η επιστήμη και γι᾽ άλλο η δοξασία, ανάλογα με την ξεχωριστή δύναμη που έχει η καθεμιά τους.
Έτσι.
Και δεν έχει η επιστήμη αντικείμενό της να γνωρίζει τα πράματα, κατά ποιό τρόπο υπάρχουν; Ή καλύτερα μου φαίνεται πως είναι ανάγκη να ξεχωρίσομε πρωτύτερα τα πράματα με τον ακόλουθο τρόπο.
Πώς;