Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (341.1-345.1)


341. ΑΝΗΡ, ΙΠΠΟΣ ΚΑΙ ΠΩΛΟΣ
[341.1] ἀνήρ τις ἐπωχεῖτο θηλείᾳ τινὶ ἵππῳ ἐγκύῳ ὑπαρχούσῃ, καὶ ὁδοιποροῦντος αὐτοῦ πῶλον ἡ ἵππος ἀπέτεκεν. ὁ δὲ πῶλος κατόπιν αὐτῆς εὐθὺς πορευόμενος καὶ ταχέως ἰλιγγιάσας πρὸς τὸν τῆς ἰδίας μητρὸς ἐπιβάτην ἔλεγεν· «ἰδού, ὁρᾷς με βραχύτατον καὶ πρὸς πορείαν ἀδύνατον· γίνωσκε τοίνυν, ὡς, εἰ ἐνταῦθα ἐγκαταλίπῃς με, αὐθωρὸν διαφθείρομαι. εἰ δ᾽ ἐντεῦθεν ἄρῃς με καὶ ἀπαγάγῃς ἐν τόπῳ καὶ ἀνατραφῆναι παρασκευάσῃς, οὕτως αὐξυνθεὶς ἐν ὑστέρῳ ἐποχεῖσθαί μοι ποιήσω σε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς ἐκείνους εὐεργετεῖν χρή, ὑφ᾽ ὧν καὶ ἡ ἀντάμειψις τῆς εὐποιίας ἐλπίζεται.

342. ΑΝΗΡ ΚΑΙ ΚΥΚΛΩΨ
[342.1] ἀνήρ τις τῶν εὐλαβῶν τυγχάνων καὶ τοῖς πρακτέοις σεμνὸς ἐπὶ χρόνον ἱκανὸν εὐμαρῶς τοῖς ἰδίοις παισὶν συμβιοτεύων μετὰ ταῦτα ἐνδείᾳ περιπίπτει ἐσχάτῃ καὶ τὴν ψυχὴν καιρίως ἀλγῶν ἐβλασφήμει τὸ θεῖον καὶ ἑαυτὸν ἀνελεῖν ἀπηναγκάζετο. λαβὼν οὖν σπάθην ἐπί τινα τῶν ἐρημικῶν τόπων ἐξῄει θανεῖν μᾶλλον αἱρετισάμενος ἤπερ κακῶς ζῆν. πορευόμενος δὲ λάκκον τινὰ βαθύτατον ἔτυχεν εὑρηκώς, ἐν ᾧ χρυσίον οὐκ ὀλίγον παρά τινος τῶν γιγαντιαίων ἀνδρῶν ἀποτέθειτο, ᾧ Κύκλωψ τὸ ὄνομα. ἰδὼν δὲ ὁ ἀνὴρ τὸ χρυσίον φόβου εὐθὺς καὶ χαρᾶς ἀνάπλεως γίνεται καὶ ῥίπτει μὲν τῆς χειρὸς τὸ ξίφος, αἴρει δὲ τὸ χρυσίον ἐκεῖθεν καὶ ἄσμενος ἐπὶ τὴν οἰκίαν καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ ἐπανέρχεται. εἶτα ὁ Κύκλωψ ἐπὶ τὸν λάκκον ἐλθὼν καὶ τὸ μὲν χρυσίον μὴ εὑρηκώς, ἀντ᾽ αὐτοῦ δὲ κείμενον ἐκεῖσε τὸ ξίφος ἑωρακὼς αὐτίκα τοῦτο σπασάμενος ἑαυτὸν διεχειρίσατο.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς τοῖς σκαιοῖς ἀνδράσιν ἀκολούθως τὰ κακὰ ἐπισυμβαίνει, τοῖς δὲ ἀγαθοῖς καὶ εὐλαβέσι τὰ ἀγαθὰ ταμιεύεται.

343. ΘΗΡΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΙΠΠΕΥΣ
[343.1] ἀνήρ τις θηρευτὴς λαγωὸν κατασχὼν καὶ τοῦτον ἐπιφερόμενος τῆς ὁδοιπορίας εἴχετο. καί τινι προσυπαντηθεὶς ἐφ᾽ ἵππῳ ἀνδρὶ ἐζητεῖτο παρ᾽ αὐτοῦ τὸν λαγωὸν προσχήματι ἀπεμπολήσεως. λαβὼν τοίνυν ὁ ἱππεὺς τὸν λαγωὸν ἀπὸ τοῦ θηρευτοῦ εὐθὺς δρομαῖος ᾤχετο. ὁ δὲ θηρευτὴς κατόπιν αὐτοῦ τρέχων φθάσαι αὐτὸν δῆθεν ἐδόκει. τοῦ δὲ ἱππέως ἐκ πολλοῦ τοῦ διαστήματος μακρὰν ἐκείνου ἀπέχοντος ὁ θηρευτὴς καὶ ἄκων φωνεῖ πρὸς αὐτὸν καί φησιν· «ἄπελθε λοιπόν· ἐγὼ γὰρ ἤδη τὸν λαγωὸν ἐδωρησάμην σοι».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς πολλοὶ ἀκουσίως τὰ ἴδια ἀφαιρούμενοι προσποιοῦνται δῆθεν ἑκοντὶ ταῦτα δεδωκέναι.

344. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[344.1] λύκος ἁρπάσας χοῖρον καὶ ἀπάγων αὐτὸν λέοντι συνήντησεν. ὁ δὲ λέων εὐθὺς ἀπὸ τοῦ λύκου τὸν χοῖρον ἀφήρπασεν. ἀφαιρεθεὶς δὲ αὐτὸν ὁ λύκος ἐν ἑαυτῷ ἔλεγεν· «πάντως καὶ αὐτὸς ἐθαύμαζον, πῶς ἂν καὶ διέμεινε παρ᾽ ἐμοὶ τὸ ἐξ ἁρπαγῆς μοι προσγενόμενον».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς καὶ τὰ ἀλλότρια πράγματα πλεονεκτικῶς τισι καὶ βιαίως ἐπικτώμενα τοῖς ταῦτα ἁρπάζουσιν οὐκ εἰς τέλος παραμένουσιν.

345. ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ ΚΑΙ ΓΡΑΥΣ
[345.1] νεανίσκος τις ὁδοιπορῶν ἐν ἡμέρᾳ καύσωνος ἐντυγχάνει γυναικί τινι γραΐδι, ἥτις καὶ αὐτὴ τὴν αὐτὴν ὁδὸν τῷ νεανίσκῳ συνεπορεύετο. ὁρῶν δὲ αὐτὴν ἐκεῖνος τῷ τε καύσωνι καὶ τῷ τῆς ὁδοιπορίας καμάτῳ δεινῶς ἰλιγγιῶσαν κατῴκτειρε τῆς ἀσθενείας καὶ μηκέτι ἐξισχύουσαν ὅλως πορεύεσθαι ἄρας ταύτην τῆς γῆς ἐπὶ τῶν νώτων αὐτοῦ διεβάσταζεν. ταύτην δὲ ἐπιφερόμενος λογισμοῖς τισιν αἰσχρᾶς ἐπιθυμίας δεινῶς ἐταράττετο, ὑφ᾽ ὧν καὶ πρὸς οἶστρον ἀκολασίας καὶ σφοδρὸν ἔρωτα ὁ αὐτοῦ ἤρθη φαλλός. εὐθὺς δὲ τῇ γῇ καταθεὶς τὴν γραΐδα ταύτῃ ἀκολάστως συνεγίνετο. ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἁπλοϊκῶς ἔλεγε· «τί ἐστιν, ὃ ἐπ᾽ ἐμοῦ ἐργάζῃ;» ὁ δὲ αὐτῇ ἔφη ὡς «βαρεῖα πέφυκας καὶ τούτου χάριν ἀπογλύψαι σου τῆς σαρκὸς διανενόημαι». καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ εἰς τέλος αὐτὴν συμφθαρεῖσαν πάλιν τῆς γῆς ἐξάρας αὐτὴν ἐπὶ τῶν ἑαυτοῦ νώτων ἐπέθετο. καὶ μῆκος ὁδοῦ τινος διελάσαντος αὐτοῦ ἔφη πρὸς αὐτὸν ἡ γραῦς· «εἰ ἔτι σοι βαρεῖα καὶ ἐπαχθὴς πέφυκα, πάλιν με καταγαγὼν πλέον ἐξ ἐμοῦ ἀπόγλυψον».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς τῶν ἀνθρώπων τινὲς τὴν ἰδίαν πληροῦντες ἐπιθυμίαν προφασίζονται, ὡς ἐξ ἀγνοίας τὸ γεγονὸς διεπράξαντο, δόξαντες δῆθεν μὴ ἐκεῖνο, ἀλλ᾽ ἕτερόν τι τῶν δεόντων μᾶλλον πεποιηκέναι.


341. Ο άντρας, η φοράδα του και το πουλάρι της.
[341.1] Ήταν μια φορά ένας ταξιδιώτης που πήγαινε καβάλα σε ετοιμόγεννη φοράδα. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, λοιπόν, η φοράδα γέννησε το πουλαράκι της ενώ βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο. Στη συνέχεια, που λέτε, το νεογέννητο το κακόμοιρο βάλθηκε να ακολουθεί καταπόδι τη μάνα του, ακριβώς από πίσω της. Έλα όμως που γρήγορα ένιωσε ζαλάδα. Έπιασε λοιπόν και παρακαλούσε τον καβαλάρη, ο οποίος ίππευε στη ράχη της μαμάς φοράδας: «Καλέ κύριε, κοίταξέ με λίγο, τί μικρό που είμαι, τοσοδούλικο. Πώς να αντέξω στην πεζοπορία το καημενούλι; Δεν το καταλαβαίνεις, καλέ; Αν με παρατήσεις εδώ χάμω, πάει, θα ψοφήσω στο πι και φι. Να χαρείς, μάζεψέ με από τον δρόμο και πήγαινέ με στον τόπο σου, να με δώσεις εκεί να με αναθρέψουν. Θα δεις τί ωραία που θα μεγαλώσω σε λίγο καιρό ― και τότε θα σε πάρω να σε κουβαλάω και σένα καβάλα πάνω μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Αξίζει τον κόπο να κάνουμε το καλό σε κάποιον, αν έχουμε την ελπίδα ότι θα μας ξεπληρώσει εν καιρώ τις καλοσύνες μας.

342. Ο άνθρωπος και ο Κύκλωπας.
[342.1] Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος, αν και λιγάκι υπεροπτικός κατά την πρακτική του συμπεριφορά στη ζωή. Για αρκετό καιρό, που λέτε, ζούσε με άνεση μαζί με τα παιδιά του. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ωστόσο, ξέπεσε σε τρομερή φτώχεια. Τότε η ψυχή του γέμισε θλίψη (επόμενο δεν ήτανε;), και συχνά-πυκνά ο άνθρωπός μας ξεσπούσε σε βλαστήμιες ενάντια στον θεό. Στο τέλος, η ανάγκη δεν του άφηνε πλέον άλλη επιλογή, και σκέφτηκε να θέσει τέρμα στη ζωή του. Άδραξε λοιπόν τη σπάθα του και βγήκε έξω από την πόλη, γυρεύοντας κανένα ερημικό μέρος. Το είχε πάρει απόφαση μέσα του, βλέπετε, πως είναι καλύτερος ο θάνατος από τέτοια εξαθλιωμένη ζωή. Εκεί που προχωρούσε, όμως, βρήκε μπροστά του, για καλή του τύχη, ένα λαγούμι πολύ βαθύ. Και εκεί μέσα ήταν φυλαγμένο κάμποσο χρυσάφι: το είχε κρύψει επιτόπου κάποιος από τη φυλή των γιγάντων, ο Κύκλωπας με το όνομα. Μόλις αντίκρισε ο άνθρωπός μας το χρυσάφι, πλημμύρισε συγχρόνως από τρομάρα και από χαρά. Αμέσως, βέβαια, πέταξε από το χέρι του τη σπάθα, μάζεψε τον θησαυρό και έτρεξε όλο χαρά πίσω στο σπίτι του και στα παιδιά του. Αργότερα, που λέτε, κατέφτασε στο λαγούμι του και ο Κύκλωπας· έλα όμως που δεν βρήκε ίχνος από το χρυσάφι του. Αντί για αυτό, το μόνο που αντίκρισε εκεί πέρα ήταν η σπάθα, πεσμένη κάτω σε μια μεριά. Τότε λοιπόν ο γίγαντας σήκωσε το όπλο και στο λεπτό σφάχτηκε με δαύτο.
Το δίδαγμα του μύθου: Τους παλιανθρώπους, όπως είναι φυσικό, έρχονται και τους βρίσκουν οι συμφορές. Αντίθετα, τους τίμιους και μετρημένους τούς περιμένει η καλοτυχία.

343. Ο κυνηγός και ο καβαλάρης.
[343.1] Μια φορά κάποιος είχε βγει κυνήγι και έπιασε έναν λαγό. Τον σήκωσε, που λέτε, να τον κουβαλήσει και συνέχισε τον δρόμο του. Εκεί που προχωρούσε, λοιπόν, συνάντησε μπροστά του κάποιον άλλον, που ήταν καβάλα στο άλογο. Αυτός ο δεύτερος γύρεψε από τον άνθρωπό μας να του δώσει τον λαγό, προφασιζόμενος δήθεν ότι σκόπευε να τον αγοράσει. Με το που έβαλε όμως στο χέρι ο καβαλάρης το θήραμα του κυνηγού, αμέσως πήρε δρόμο καλπάζοντας μακριά. Ο κυνηγός ασφαλώς έτρεξε στο κατόπι του ― ίσως θαρρούσε ότι θα μπορούσε τάχα να τον προφτάσει. Αλλά βέβαια ο καβαλάρης όλο κέρδιζε σε απόσταση και σύντομα βρισκόταν πια πέρα μακριά. Τότε ο άνθρωπός μας, ήθελε δεν ήθελε, έβαλε μια φωνή για να πει στον κλέφτη: «Καλά, φύγε, δεν σε χρειάζομαι άλλο. Όσο για τον λαγό, μην έχεις έγνοια, σου τον κάνω δώρο».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί, ακόμη και αν τους αρπάζουν την ιδιοκτησία τους παρά τη θέλησή τους, καμώνονται τάχα ότι την παραχώρησαν ηθελημένα.

344. Ο λύκος και το λιοντάρι.
[344.1] Κάποτε ο λύκος έβαλε στο χέρι ένα γουρουνάκι του γάλακτος και το κουβαλούσε μαζί του στον δρόμο. Έλα όμως που ξαφνικά συνάντησε μπροστά του τον λέοντα. Τούτος, που λέτε, άρπαξε το γουρουνάκι μέσα από τα χέρια του λύκου στο άψε-σβήσε. Έτσι ο λύκος έχασε τη λεία του και έμεινε να μουρμουρίζει από μέσα του: «Μωρέ και εμένα περίεργο μου φαινόταν. Πώς μπορούσε να παραμείνει στην κατοχή μου κάτι που το βούτηξα σαν ληστής;».
Το δίδαγμα του μύθου: Τα ξένα πράγματα μπορεί καμιά φορά να τα αποκτήσει ο άπληστος με βίαια μέσα. Ωστόσο, όποιος τα αρπάζει έτσι, δεν πρόκειται να τα διατηρήσει για πολύ.

345. Ο νεαρός και η γριά.
[345.1] Ήταν ένας νεαρός που ταξίδευε πεζός μια μέρα με καύσωνα. Τούτος, που λέτε, συνάντησε κάπου μια γριά γυναίκα, που πορευόταν και αυτή στον ίδιο δρόμο. Η γριούλα, βέβαια, ζαλιζόταν φοβερά και τρέκλιζε, τόσο από τη ζέστη όσο και από τον κόπο της πεζοπορίας — το έβλεπε αυτό καθαρά ο νέος. Τον έπιασε λοιπόν λύπηση για την καημένη τη γυναικούλα, τόσο καταβεβλημένη που ήταν. Γι᾽ αυτό, όταν πια δεν την βαστούσαν άλλο τα πόδια της να προχωρήσει, το παλληκάρι τη σήκωσε ψηλά και βάλθηκε να τη μεταφέρει στη ράχη του. Τώρα, καθώς την κουβαλούσε πάνω του, το καλό μας το αγόρι άρχισε να κάνει διάφορες άσεμνες σκέψεις, ώσπου ερεθίστηκε φοβερά η σεξουαλική επιθυμία του. Αποτέλεσμα: από τον παροξυσμό της λαγνείας και τον ασυγκράτητο πόθο το πέος του ανασηκώθηκε σε στύση. Μια και δυο, λοιπόν, ο νταβραντισμένος νεαρός απόθεσε τη γριούλα κάτω στα χώματα και έπιασε παρευθύς να συνουσιάζεται μαζί της. Αυτή, πάλι, ήταν αγαθιάρα και δεν κατάλαβε. «Καλέ, τί κάνεις αυτού; Τί θες και ανέβηκες πάνω μου;», ρωτούσε. Το παλληκάρι τότε σκαρφίστηκε μια δικαιολογία να της πει: «Ξέρεις, είσαι κομμάτι βαριά. Γι᾽ αυτό σκέφτηκα να ξύσω και να ξεφλουδίσω λιγάκι το κρέας σου, μήπως και ελαφρώσεις». Τέτοια παραμύθια τής αράδιαζε. Τελικά, αφού την απαύτωσε για τα καλά, την ανασήκωσε πάλι από το έδαφος και την έβαλε πάνω στην πλάτη του. Έτσι λοιπόν διέσχισαν κάποια απόσταση στον δρόμο, ώσπου μετά από λίγο ήρθε η σειρά της γριάς να μιλήσει: «Ψιτ, αγόρι μου, μπας και με νιώθεις ακόμη πολύ βαριά; Μην τυχόν και σε καταπονώ; Αν είναι, όποτε θέλεις, βάλε με κάτω πάλι και ξεφλούδισέ με και άλλο, μη σε πειράζει».
Το δίδαγμα του μύθου: Μερικοί άνθρωποι, αφού ικανοποιήσουν καλά-καλά τις προσωπικές τους ορέξεις, μετά καμώνονται τάχα ότι όλα έγιναν δίχως αυτοί να το συνειδητοποιήσουν. Και θέλουν κιόλας να μας παραστήσουν πως δήθεν δεν έπραξαν τίποτε για ίδιον όφελος, παρά επιτελούσαν απλώς το καθήκον τους.