Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.24.1-3.25.2)

[3.24.1] Αὐτὸς δὲ προῆγεν ὡς ἐπὶ Μάρδους, ἀναλαβὼν τούς τε ὑπασπιστὰς καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τὴν Κοίνου καὶ Ἀμύντου τάξιν καὶ τῶν ἑταίρων ἱππέων τοὺς ἡμίσεας καὶ τοὺς ἱππακοντιστάς· ἤδη γὰρ αὐτῷ καὶ ἱππακοντισταὶ τάξις ἦσαν. [3.24.2] ἐπελθὼν δὲ τὸ πολὺ μέρος τῆς χώρας τῶν Μάρδων πολλοὺς μὲν ἀπέκτεινεν αὐτῶν φεύγοντας, οὓς δέ τινας ἐς ἀλκὴν τετραμμένους, πολλοὺς δὲ ζῶντας ἔλαβεν. οὐ γὰρ ἔστιν ὅστις χρόνου ἐμβεβλήκει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν ἐπὶ πολέμῳ διά τε δυσχωρίαν καὶ ὅτι πένητες οἱ Μάρδοι καὶ μάχιμοι ἐπὶ τῇ πενίᾳ ἦσαν. οὔκουν οὐδὲ Ἀλέξανδρον ἐμβαλεῖν ἄν ποτε δείσαντες, ἄλλως τε καὶ προκεχωρηκότα ἤδη ἐς τὸ πρόσω, ταύτῃ μᾶλλόν τι ἀφύλακτοι ἡλίσκοντο. [3.24.3] πολλοὶ δὲ αὐτῶν καὶ ἐς τὰ ὄρη κατέφυγον, ἃ δὴ ὑπερύψηλά τε καὶ ἀπότομα αὐτοῖς ἐν τῇ χώρᾳ ἐστίν, ὡς πρὸς ταῦτά γε οὐχ ἥξοντα Ἀλέξανδρον. ἐπεὶ δὲ καὶ ταύτῃ προσῆγεν, οἱ δὲ πέμψαντες πρέσβεις σφᾶς τε αὐτοὺς ἐνέδοσαν καὶ τὴν χώραν· καὶ Ἀλέξανδρος αὐτοὺς μὲν ἀφῆκεν, σατράπην δὲ ἀπέδειξεν αὐτῶν Αὐτοφραδάτην, ὅνπερ καὶ Ταπούρων.
[3.24.4] Αὐτὸς δὲ ἐπανελθὼν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἔνθενπερ ὡρμήθη ἐς τῶν Μάρδων τὴν γῆν, κατέλαβε τοὺς Ἕλληνας τοὺς μισθοφόρους ἥκοντας καὶ τοὺς Λακεδαιμονίων πρέσβεις, οἳ παρὰ βασιλέα Δαρεῖον ἐπρέσβευον, Καλλιστρατίδαν τε καὶ Παύσιππον καὶ Μόνιμον καὶ Ὀνόμαντα, καὶ Ἀθηναίων Δρωπίδην. τούτους μὲν δὴ ξυλλαβὼν ἐν φυλακῇ εἶχε, τοὺς Σινωπέων δὲ ἀφῆκεν, ὅτι Σινωπεῖς οὔτε τοῦ κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων μετεῖχον, ὑπὸ Πέρσαις τε τεταγμένοι οὐκ ἀπεικότα ποιεῖν ἐδόκουν παρὰ τὸν βασιλέα σφῶν πρεσβεύοντες· [3.24.5] ἀφῆκεν δὲ καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, ὅσοι πρὸ τῆς εἰρήνης τε καὶ τῆς ξυμμαχίας τῆς πρὸς Μακεδόνας γενομένης παρὰ Πέρσαις ἐμισθοφόρουν, καὶ Καλχηδονίων Ἡρακλείδην τὸν πρεσβευτὴν ἀφῆκεν· τοὺς δὲ ἄλλους ξυστρατεύεσθαί οἱ ἐπὶ μισθῷ τῷ αὐτῷ ἐκέλευσε· καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς Ἀνδρόνικον, ὅσπερ ἤγαγέ τε αὐτοὺς καὶ ἔνδηλος γεγόνει οὐ φαῦλον ποιούμενος σῶσαι τοὺς ἄνδρας.
[3.25.1] Ταῦτα δὲ διαπραξάμενος ἦγεν ὡς ἐπὶ Ζαδράκαρτα, τὴν μεγίστην πόλιν τῆς Ὑρκανίας, ἵνα καὶ τὰ βασίλεια τοῖς Ὑρκανίοις ἦν. καὶ ἐνταῦθα διατρίψας ἡμέρας πεντεκαίδεκα καὶ θύσας τοῖς θεοῖς ὡς νόμος καὶ ἀγῶνα γυμνικὸν ποιήσας ὡς ἐπὶ Παρθυαίους ἦγεν· ἐκεῖθεν δὲ ἐπὶ τὰ τῆς Ἀρείας ὅρια καὶ Σουσίαν, πόλιν τῆς Ἀρείας, ἵνα καὶ Σατιβαρζάνης ἧκε παρ᾽ αὐτὸν ὁ τῶν Ἀρείων σατράπης. [3.25.2] τούτῳ μὲν δὴ τὴν σατραπείαν ἀποδοὺς ξυμπέμπει αὐτῷ Ἀνάξιππον τῶν ἑταίρων δοὺς αὐτῷ τῶν ἱππακοντιστῶν ἐς τεσσαράκοντα, ὡς ἔχοι φύλακας καθιστάναι τῶν τόπων, τοῦ μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς Ἀρείους πρὸς τῆς στρατιᾶς κατὰ τὴν πάροδον.

[3.24.1] Μετά προχώρησε εναντίον των Μάρδων έχοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες, τα τάγματα του Κοίνου και του Αμύντα, το μισό ιππικό των εταίρων καθώς και τους έφιππους ακοντιστές, που τους είχε ήδη οργανώσει σε τάγμα. [3.24.2] Διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας των Μάρδων και σκότωσε πολλούς από αυτούς που προσπαθούσαν να διαφύγουν και μερικούς που πρόβαλαν αντίσταση· συνέλαβε επίσης πολλούς ζωντανούς. Για πολύ χρόνο κανείς δεν είχε εισβάλει στη χώρα τους να τους πολεμήσει, επειδή και ο τόπος τους ήταν δύσβατος και οι Μάρδοι φτωχοί, αλλά και πολεμικοί συγχρόνως εξαιτίας της φτώχειας τους. Γι᾽ αυτό και τότε συλλαμβάνονταν μάλλον απροφύλακτοι, επειδή δεν είχαν τον φόβο μήπως εισβάλει στη χώρα τους ο Αλέξανδρος, ο οποίος άλλωστε είχε προχωρήσει αρκετά μακριά από αυτήν. [3.24.3] Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στα βουνά, που στη χώρα τους είναι πανύψηλα και απόκρημνα, νομίζοντας ότι σε αυτά τουλάχιστον δεν θα έφτανε ο Αλέξανδρος. Επειδή όμως προχώρησε και εκεί, έστειλαν απεσταλμένους τους και παρέδωσαν τους εαυτούς τους και τη χώρα τους. Ο Αλέξανδρος τους άφησε ανενόχλητους και όρισε σατράπη τους τον Αυτοφραδάτη, τον οποίο είχε ορίσει σατράπη και των Ταπούρων.
[3.24.4] Ο ίδιος γύρισε πίσω στο στρατόπεδο, από όπου είχε ξεκινήσει για τη χώρα των Μάρδων, και βρήκε τους Έλληνες μισθοφόρους που είχαν έρθει, καθώς και τους απεσταλμένους των Λακεδαιμονίων που είχαν σταλεί στον βασιλιά Δαρείο, δηλαδή τον Καλλιστρατίδα, τον Παύσιππο, τον Μόνιμο, τον Ονόμαντα και τον πρεσβευτή των Αθηναίων Δρωπίδη. Αυτούς λοιπόν τους συνέλαβε και τους φυλάκισε, ενώ τους απεσταλμένους των Σινωπέων τους άφησε να φύγουν, γιατί οι Σινωπείς δεν μετείχαν στην κοινή συμμαχία των Ελλήνων και επειδή ήταν υπήκοοι των Περσών, νόμισε ότι δεν είχαν κάμει τίποτε το ανάρμοστο στέλνοντας τους πρεσβευτές τους στον βασιλιά Δαρείο. [3.24.5] Άφησε επίσης ελεύθερους τους άλλους Έλληνες που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στους Πέρσες πριν να συναφθεί ειρήνη και συμμαχία με τους Μακεδόνες, καθώς και τον πρεσβευτή των Καλχηδονίων Ηρακλείδη. Οι υπόλοιποι διατάχθηκαν να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία με τον ίδιο μισθό που έπαιρναν πριν· και τοποθέτησε αρχηγό τους τον Ανδρόνικο, ο οποίος τους οδήγησε στον Αλέξανδρο και φαινόταν να αποδίδει μεγάλη σημασία στη διάσωσή τους.
[3.25.1] Αφού τακτοποίησε όλα αυτά, βάδισε προς τα Ζαδράκαρτα, τη μεγαλύτερη πόλη της Υρκανίας, όπου βρίσκονταν και τα βασιλικά ανάκτορα των Υρκανίων. Εκεί παρέμεινε δεκαπέντε μέρες και, αφού πρόσφερε θυσία στους θεούς κατά τον καθιερωμένο τρόπο και τέλεσε γυμνικό αγώνα, προχώρησε εναντίον της Παρθίας· από εκεί προχώρησε προς τα όρια της Αρείας και τη Σουσία που ήταν πόλη της Αρείας, όπου παρουσιάστηκε σε αυτόν ο Σατιβαρζάνης, ο σατράπης της Αρείας. [3.25.2] Ό Αλέξανδρος του ξανάδωσε πίσω τη σατραπεία του και έστειλε μαζί του τον Ανάξιππο, έναν από τους εταίρους, με σαράντα έφιππους ακοντιστές, για να είναι δυνατή η τοποθέτηση φρουρών στα διάφορα μέρη της Αρείας, ώστε να μην πάθουν ζημιές οι Άρειοι, όταν θα περνούσε ο στρατός του από τη χώρα τους.