Ραψωδία κ Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην
Στης Αιολίας το νησί βρεθήκαμε· το κατοικούσε
ο Αίολος, ο Ιπποτίδης, ευνοημένος των αθάνατων θεών.
Πλωτό νησί, όλο το τείχος γύρω χάλκινο, ακατάλυτο,
κι ανηφορίζει ο βράχος κατακόρυφος.
Από τον Αίολο γεννήθηκαν στο σπιτικό του δώδεκα παιδιά,
έξι οι θυγατέρες, έξι οι γιοι· φτάνοντας στην ακμή της νιότης,
τις έδωσε τις θυγατέρες του ο Αίολος στους γιους του.
Ζούνε μαζί, πλάι στον καλό πατέρα, στη σεμνή τους μάνα,
τρώγοντας πίνοντας, κι έχουν μπροστά τους τις τροφές αμέτρητες.
10Το αρχοντικό μυρίζει κνίσα, όλη τη μέρα αντιλαλεί η μουσική
του αυλού· τις νύχτες πάλι πέφτουν να κοιμηθούν
καθένας με τη νόμιμη γυναίκα του, σε στρώμα μαλακό,
σε κλίνες τρυπητές.
Σ᾽ αυτή λοιπόν την τειχισμένη πόλη φτάσαμε και στο ωραίο
παλάτι· όπου με φιλοξένησε ένα φεγγάρι ολόκληρο, και με ρωτούσε ο Αίολος,
να μάθει τι έγινε στο Ίλιο, με των Αργείων τα πλοία,
τον γυρισμό των Αχαιών· κι εγώ του διηγήθηκα τα πάντα,
όλα με τη σειρά.
Όμως κι αυτός, όταν του ζήτησα τον δρόμο να μου δείξει,
να με ξεπροβοδίσει, δεν πρόβαλε καμιάν αντίρρηση·
ετοίμασε την αναχώρησή μου.
Μου δίνει έναν ασκό, γδέρνοντας δέρμα από βόδι εννιάχρονο,
20κι έδεσε εκεί τους δρόμους των ανέμων που λυσσομανούν·
γιατί τον είχε ορίσει ταμία των ανέμων ο Κρονίδης,
να τους κοιμίζει ή και να τους ξυπνά, όποιον εκείνος ήθελε.
Μέσα στο βαθουλό καράβι τον ασκό κομπόδεσε με σπάγγο
λαμπερό, ασημένιο· να μην μπορεί, έστω και λίγο, από κάπου
να φυσήξει· άφησε μόνο του ζεφύρου την πνοή πίσω μου
να φυσά, για να μας ταξιδεύει, τα πλεούμενα κι εμάς. Όμως δεν έμελλε
το έργο του να συντελέσει· πήγαμε μόνοι στον χαμό,
από δική μας αφροσύνη.
Μέρες εννιά αρμενίζαμε, δίχως ανάπαυλα, νύχτα και μέρα,
ώσπου τη δέκατη πήρε να φαίνεται η πατρική μας γη,
30βλέπαμε τις πυρές ν᾽ ανάβουν μπρος στα μάτια μας. Αλλά με συνεπήρε
ύπνος γλυκύς εμένα· από τον κάματο,
γιατί στιγμή δεν άφησα του καραβιού τη σκότα από το χέρι,
δεν την παρέδωσα σε κάποιον άλλο εταίρο· από λαχτάρα,
μιαν ώρα αρχύτερα να φτάσουμε στην πατρική μας γη.
Τότε κι οι σύντροφοι αρχίζουν ν᾽ αγορεύουν, να ανταλλάσσουν
λόγια· είπαν πως κουβαλούσα εγώ χρυσό κι ασήμι για το σπίτι,
δώρα που μου τα χάρισε ο Ιπποτίδης Αίολος, με τη μεγάλη του καρδιά.
Και κάπως έτσι, με λοξές ματιές, μιλούσαν μεταξύ τους:
«Πάει πολύ· κοίτα που γίνεται αυτός αμέσως φίλος, τον τιμούν
οι πάντες, σ᾽ όποιου την πόλη και τη χώρα φτάσει.
40Φέρνει κιόλας πολλά κι ωραία κειμήλια από της Τροίας
τη λεία· κι όμως εμείς, έχοντας πίσω μας τον ίδιο δρόμο,
πάμε στο σπίτι μας μ᾽ άδεια τα χέρια.
Τώρα ξανά, να της φιλίας τα δώρα, τα χαρισμένα από τον Αίολο·
όμως δεν γίνεται άλλο, πρέπει να δούμε εδώ τι κρύβεται,
πόσο χρυσάφι, πόσο ασήμι μέσα του έχει ο ασκός αυτός.»
Με τέτοια λόγια μεταξύ τους, νίκησε των συντρόφων η κακή βουλή,
κι έλυσαν τον ασκό· αμέσως έξω σκορπιστήκαν όλοι οι αγέρηδες,
κι αυτούς, θρηνώντας, τους αρπάζει η θύελλα, τους έφερε βαθιά στο πέλαγο,
τόσο μακριά από την πατρική μας γη. Απότομα ξυπνώντας
50τότε εγώ, παρ᾽ όλο μου το θάρρος, για λίγο ταλαντεύθηκα:
ν᾽ αφήσω το καράβι πέφτοντας στο πέλαγος για να πνιγώ;
να κάνω αμίλητος υπομονή για να απομείνω ζωντανός;
Διάλεξα την υπομονή, κι έμεινα εκεί· ως το κεφάλι καλυμμένος,
κούρνιασα στο πλοίο· και τα πλεούμενα στο μεταξύ, στο έλεος
μιας θύελλας φριχτής, βρέθηκαν κάποτε ξανά στης Αιολίας
το νησί, με τους συντρόφους να στενάζουνε βαριά.
Ευθύς βγήκαμε στη στεριά, τραβήξαμε νερό, κι οι σύντροφοί μου
ετοίμασαν το δείπνο, πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν χορτάσαμε από φαΐ κι από πιοτό,
τότε κι εγώ, μ᾽ ένα μου σύντροφο και συνοδό τον κήρυκα,
60κίνησα για το φημισμένο σπιτικό του Αιόλου· τον πέτυχα
πάνω στο δείπνο, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Στο σπίτι φτάνοντας, μείναμε καθισμένοι στο κατώφλι,
στις παραστάδες πλάι· κι αυτοί κατάπληκτοι πήραν να μας ρωτούν:
«Πώς και γιατί ξανά, Οδυσσέα, στα μέρη μας; ποιος δαίμονας
κακός σε κυνηγά; μόλο που εμείς φροντίσαμε καλά την αναχώρησή σου,
για να μπορείς να φτάσεις στην πατρίδα σου, στο σπίτι
που ήθελε η ψυχή σου.»
Έτσι μου μίλησαν· κι εγώ αποκρίθηκα με την καρδιά βαριά:
«Μ᾽ έβλαψαν οι κακοί μου εταίροι, ακόμη ο ύπνος
ο φριχτός· αλλά, καλοί μου, το κακό γιατρέψτε, είναι στο χέρι σας.»
70Τους μίλησα με λόγια μαλακά, για να τους συγκινήσω,
εκείνοι όμως δεν έβγαζαν μιλιά,
ώσπου ο πατέρας τους πήρε τον λόγο κι είπε:
«Έξω από το νησί μου γρήγορα, όνειδος της ζωής εσύ!
Το δίκιο δεν μ᾽ αφήνει εμένα μήτε να δέχομαι μήτε να προβοδώ
άνθρωπο που τον μίσησαν οι αθάνατοι θεοί.
Τσακίσου τώρα από δω, που πάτησες το σπίτι μου, εσύ το μίσος των θεών.»
Έτσι μιλώντας, μ᾽ έδιωξε απ᾽ το σπίτι του, κι εγώ στενάζοντας βαριά.
Φεύγοντας από κει, στο πέλαγο ανοιχτήκαμε,
με την ψυχή μας βουρκωμένη·
οι άντρες αποθαρρυμένοι κωπηλατούσαν και πονούσαν —
δικό μας κρίμα, που κανένας δεν φαινόταν στον ορίζοντα
δρόμος επιστροφής.
|