Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (2222-27)

ΛΥΚΙΝΟΣ

[22] Ἑτοιμοκλῆς φιλόσοφος Ἀρισταινέτῳ.
Ὅπως μὲν ἔχω πρὸς δεῖπνα ὁ παρεληλυθώς μοι βίος ἅπας μαρτύριον ἂν γένοιτο, ὅς γε ὁσημέραι πολλῶν ἐνοχλούντων παρὰ πολὺ σοῦ πλουσιωτέρων ὅμως οὐδὲ πώποτε φέρων ἐμαυτὸν ἐπέδωκα εἰδὼς τοὺς ἐπὶ τοῖς συμποσίοις θορύβους καὶ παροινίας. ἐπὶ σοῦ δὲ μόνου εἰκότως ἀγανακτῆσαί μοι δοκῶ, ὃς τοσοῦτον χρόνον ὑπ᾽ ἐμοῦ λιπαρῶς τεθεραπευμένος οὐκ ἠξίωσας ἐναριθμῆσαι κἀμὲ τοῖς ἄλλοις φίλοις, ἀλλὰ μόνος ἐγώ σοι ἄμοιρος, καὶ ταῦτα ἐν γειτόνων οἰκῶν. ἀνιῶμαι οὖν ἐπὶ σοὶ τὸ πλέον οὕτως ἀχαρίστῳ φανέντι· ἐμοὶ γὰρ ἡ εὐδαιμονία οὐκ ἐν ὑὸς ἀγρίου μοίρᾳ ἢ λαγωοῦ ἢ πλακοῦντος, ἃ παρ᾽ ἄλλοις ἀφθόνως ἀπολαύω τὰ καθήκοντα εἰδόσιν, ἐπεὶ καὶ τήμερον παρὰ τῷ μαθητῇ Παμμένει δειπνῆσαι πολυτελές, ὥς φασι, δεῖπνον δυνάμενος οὐκ ἐπένευσα ἱκετεύοντι, σοὶ ὁ ἀνόητος ἐμαυτὸν φυλάττων. [23] σὺ δὲ ἡμᾶς παραλιπὼν ἄλλους εὐωχεῖς, εἰκότως· οὔπω γὰρ δύνασαι διακρίνειν τὸ βέλτιον οὐδὲ τὴν καταληπτικὴν φαντασίαν ἔχεις. ἀλλὰ οἶδα ὅθεν μοι ταῦτα, παρὰ τῶν θαυμαστῶν σου φιλοσόφων, Ζηνοθέμιδος καὶ Λαβυρίνθου, ὧν —ἀπείη δὲ ἡ Ἀδράστεια— συλλογισμῷ ἑνὶ ἀποφράξαι ἄν μοι τάχιστα δοκῶ τὰ στόματα. ἢ εἰπάτω τις αὐτῶν, τί ἐστὶ φιλοσοφία; ἢ τὰ πρῶτα ταῦτα, τί διαφέρει σχέσις ἕξεως; ἵνα μὴ τῶν ἀπόρων εἴπω τι, κερατίναν ἢ σωρείτην ἢ θερίζοντα λόγον.
Ἀλλὰ σὺ μὲν ὄναιο αὐτῶν. ἐγὼ δὲ ὡς ἂν μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν ἡγούμενος εἶναι οἴσω ῥᾳδίως τὴν ἀτιμίαν. [24] καίτοι ὅπως μὴ ἐς ἐκείνην ἔχῃς καταφεύγειν τὴν ἀπολογίαν ὕστερον, ἐπιλαθέσθαι λέγων ἐν τοσούτῳ θορύβῳ καὶ πράγμασι, δίς σε τήμερον προσηγόρευσα καὶ ἕωθεν ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ καὶ ἐν τῷ ἀνακείῳ θύοντα ὕστερον. ταῦτα ἐγὼ τοῖς παροῦσιν ἀπολελόγημαι.
[25] Εἰ δὲ δείπνου ἕνεκα ὀργίζεσθαί σοι δοκῶ, τὸ κατὰ τὸν Οἰνέα ἐννόησον· ὄψει γὰρ καὶ τὴν Ἄρτεμιν ἀγανακτοῦσαν, ὅτι μόνην αὐτὴν οὐ παρέλαβεν ἐκεῖνος ἐπὶ τὴν θυσίαν τοὺς ἄλλους θεοὺς ἑστιῶν. φησὶ δὲ περὶ αὐτῶν Ὅμηρος ὧδέ πως·
ἢ λάθετ᾽ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ·
καὶ Εὐριπίδης·
Καλυδὼν μὲν ἥδε γαῖα, Πελοπίας χθονὸς
ἐν ἀντιπόρθμοις, πεδί᾽ ἔχουσ᾽ εὐδαίμονα.
καὶ Σοφοκλῆς·
συὸς μέγιστον χρῆμ᾽ ἐπ᾽ Οἰνέως γύαις
ἀνῆκε Λητοῦς παῖς ἑκηβόλος θεά.
[26] Ταῦτά σοι ἀπὸ πολλῶν ὀλίγα παρεθέμην, ὅπως μάθῃς οἷον ἄνδρα παραλιπὼν Δίφιλον ἑστιᾷς καὶ τὸν υἱὸν αὐτῷ παραδέδωκας, εἰκότως· ἡδὺς γάρ ἐστι τῷ μειρακίῳ καὶ πρὸς χάριν αὐτῷ σύνεστιν. εἰ δὲ μὴ αἰσχρὸν ἦν ἐμὲ λέγειν τὰ τοιαῦτα, κἄν τι προσέθηκα, ὅπερ σύ, εἰ θέλεις, παρὰ Ζωπύρου τοῦ παιδαγωγοῦ αὐτοῦ μάθοις ἂν ἀληθὲς ὄν. ἀλλ᾽ οὐ χρὴ ταράττειν ἐν γάμοις οὐδὲ διαβάλλειν ἄλλους, καὶ μάλιστα ἐφ᾽ οὕτως αἰσχραῖς αἰτίαις· καὶ γὰρ εἰ Δίφιλος ἄξιος δύο ἤδη μαθητάς μου περισπάσας, ἀλλ᾽ ἔγωγε φιλοσοφίας αὐτῆς ἕνεκα σιωπήσομαι.
[27] Προσέταξα δὲ τῷ οἰκέτῃ τούτῳ, ἢν διδῷς αὐτῷ μοῖράν τινα ἢ συὸς ἢ ἐλάφου ἢ σησαμοῦντος, ὡς ἐμοὶ διακομίσειεν καὶ ἀντὶ τοῦ δείπνου ἀπολογία γένοιτο, μὴ λαβεῖν, μὴ καὶ δόξωμεν ἐπὶ τούτῳ πεπομφέναι.


[22] «Ο φιλόσοφος Ετοιμοκλής στον Αρισταίνετο.
Για τη στάση που κρατώ απέναντι στα δείπνα θα μπορούσε να μαρτυρήσει ολόκληρη η προηγούμενη ζωή μου. Παρόλο που καθημερινά με πιέζουν πολλοί που είναι κατά πολύ πλουσιότεροι από σένα, εγώ ποτέ δεν αποδέχτηκα τις προσκλήσεις, επειδή γνωρίζω τη φασαρία των συμποσίων και τις απρέπειες που συμβαίνουν εξαιτίας του κρασιού. Μ᾽ εσένα όμως και μόνο μού φαίνεται πως έχω δίκιο να είμαι εξοργισμένος, γιατί, ενώ τόσον καιρό σού έχω προσφέρει αδιάκοπα τις υπηρεσίες μου, δεν με θεώρησες άξιο να με συμπεριλάβεις κι εμένα μεταξύ των άλλων φίλων σου, αλλά μόνο εγώ μένω αμέτοχος στα δικά σου, και μάλιστα ενώ κατοικώ εδώ στη γειτονιά. Στενοχωριέμαι λοιπόν περισσότερο για σένα, που φάνηκες τόσο αχάριστος. Για μένα βέβαια η ευτυχία δεν βρίσκεται σε ένα κομμάτι από αγριογούρουνο ή λαγό ή γλύκισμα, τα οποία απολαμβάνω άφθονα στα σπίτια άλλων, που γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους. Ακόμη και σήμερα, ενώ μπορούσα να δειπνήσω ένα πολυτελές, όπως λένε, δείπνο στου μαθητή μου του Παμμένη, δεν ανταποκρίθηκα στα παρακάλια του, επειδή προτίμησα, ο ανόητος, να μείνω διαθέσιμος για σένα. [23] Εσύ όμως εμένα με παρέλειψες και διασκεδάζεις άλλους, κι είναι πολύ φυσικό· γιατί δεν μπορείς ακόμη να διακρίνεις το καλύτερο ούτε και έχεις την «αντιληπτική ικανότητα». Ξέρω όμως από πού προέρχονται όλα αυτά: από τους αξιοθαύμαστους φιλοσόφους σου, τον Ζηνόθεμη και τον Λαβύρινθο, των οποίων τα στόματα —και μακριά από μένα η Αδράστεια— θα μπορούσα να τα κλείσω αμέσως μόνο με έναν συλλογισμό. Για παράδειγμα, ας μας πει κάποιος απ᾽ αυτούς, τί είναι φιλοσοφία; Ή εκείνα τα πρωταρχικά, τί διαφέρει η “σχέση” από την “έξη”; Για να μην πω κάτι από αυτά που οδηγούν σε αδιέξοδο, τον συλλογισμό με τα κέρατα ή με τον σωρό ή τον λόγο που “θερίζει”.
Εσύ λοιπόν μακάρι να ωφεληθείς απ᾽ αυτούς. Εγώ πάντως, που πρεσβεύω πως αγαθό είναι μόνο το ενάρετο, εύκολα θα υπομείνω την ταπείνωση αυτή. [24] Ωστόσο, για να μην μπορείς αργότερα να επικαλεστείς αυτή τη δικαιολογία, λέγοντας πως με ξέχασες μέσα σε τόση φασαρία και τόσες ασχολίες, δύο φορές σήμερα σε χαιρέτησα: και το πρωί στο σπίτι σου και αργότερα, όταν πρόσφερες θυσία στο ιερό των Διοσκούρων. Αυτά λοιπόν εγώ τα εξέθεσα για ενημέρωση των παρόντων.
[25] Αν πάλι θεωρείς πως οργίστηκα μόνο για ένα δείπνο, θυμήσου την περίπτωση του Οινέα. Θα δεις ότι και η Άρτεμη εξοργίστηκε, επειδή εκείνος δεν την συμπεριέλαβε στη θυσία, ενώ είχε καλέσει σε γεύμα τους άλλους θεούς. Και ο Όμηρος μιλάει γι᾽ αυτά κάπως έτσι:
ή το ξέχασε ή και καθόλου
δεν το έβαλε μες στο μυαλό του,
κι ήρθε τύφλωση όντως μεγάλη
να σκοτίσει και νου και καρδιά.
και ο Ευριπίδης:
Η Καλυδώνα είναι αυτή,
που ᾽χει εύφορες πεδιάδες,
και τη χωρίζει η θάλασσα
απ᾽ του Πέλοπα τη χώρα.
και ο Σοφοκλής:
Τεράστιο αγριογούρουνο
στου Οινέα τα χωράφια
έστειλε η κόρη της Λητώς,
που από μακριά τοξεύει.
[26] Αυτά σού τα παρέθεσα, επιλέγοντας λίγα από πολλά, για να καταλάβεις τί λογής άνθρωπο παρέλειψες να καλέσεις, ενώ αντίθετα κάνεις το τραπέζι στον Δίφιλο και του έχεις παραδώσει τον γιο σου, κι αυτό είναι πολύ φυσικό· γιατί είναι ευχάριστος στον νεαρό, και τον συντροφεύει για να του ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες. Κι αν δεν ήτανε ντροπή για μένα να λέω τέτοια πράγματα, θα πρόσθετα κάτι ακόμη, που είναι αλήθεια και που εσύ, αν θέλεις, θα μπορούσες να το μάθεις από τον Ζώπυρο, τον δούλο που τον πηγαινοφέρνει στο σχολείο. Δεν είναι όμως σωστό να προκαλέσω ταραχή στους γάμους ούτε και να δυσφημίσω άλλους, και μάλιστα με τόσο ατιμωτικές κατηγορίες. Και παρόλο που θα του άξιζε του Διφίλου, που ήδη μου απέσπασε δύο μαθητές, εγώ όμως για χάρη της ίδιας της φιλοσοφίας θα σιωπήσω.
[27] Έδωσα μάλιστα εντολή στον υπηρέτη μου αυτόν, αν του δώσεις κανένα κομμάτι από αγριογούρουνο ή από ελάφι ή από σουσαμόπιτα, για να μου τα φέρει, ζητώντας μ᾽ αυτόν τον τρόπο συγγνώμη που δεν με κάλεσες στο δείπνο, να μην τα πάρει, για να μη θεωρηθεί πως τον στείλαμε γι᾽ αυτόν τον σκοπό».