ΦΙΛΟΣ [17] Πες μου, Μένιππε, εκείνους που έχουν πάνω στη γη αυτούς τους πολυτελείς και υπερυψωμένους τάφους και τις επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα και τις επιγραφές δεν τους έχουν εκεί κάτω σε μεγαλύτερη υπόληψη από τους κοινούς νεκρούς; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ανοησίες, φίλε μου. Αν έβλεπες τον ίδιο τον Μαύσωλο —εννοώ αυτόν από την Καρία, τον ξακουστό από τον τάφο του—, ξέρω καλά πως δεν θα μπορούσες να σταματήσεις να γελάς, έτσι παρακατιανός που ήταν, ριγμένος σε μια γωνιά, χωρίς να τον έχει πάρει είδηση το υπόλοιπο πλήθος των νεκρών, και το μόνο κέρδος που είχε από το μνήμα του, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ήταν ότι συνθλιβότανε καταπλακωμένος από ένα εξαιρετικά βαρύ φορτίο. Γιατί από τη στιγμή που ο Αιακός, αγαπητέ μου, καταμετρήσει στον καθένα τον τόπο του —και το περισσότερο που δίνει δεν είναι παραπάνω από ένα πόδι—, είναι υποχρεωμένος κανείς να αρκεστεί να μείνει ξαπλωμένος εκεί, συμμαζεμένος ανάλογα με τον χώρο που του καταμετρήθηκε. Και θα γελούσες, φαντάζομαι, πολύ περισσότερο, αν έβλεπες αυτούς που σ᾽ εμάς ήταν βασιλιάδες και σατράπες να ζούνε ζητιανεύοντας εκεί κάτω και ή να πουλάνε παστά ψάρια από τη φτώχεια ή να διδάσκουνε τα πρώτα γράμματα, και να τους προσβάλλει ο κάθε τυχόντας και να τους χαστουκίζει στο μάγουλο, σαν να ήταν οι πιο παρακατιανοί δούλοι. Εγώ τουλάχιστον, όταν είδα τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, δεν μπορούσα ούτε καν να κρατηθώ· μου τον έδειξαν σε μια γωνιά να επιδιορθώνει με πληρωμή τα παλιά παπούτσια. Και πολλούς ακόμη άλλους μπορούσε κανείς να δει να ζητιανεύουν στα τρίστρατα, εννοώ Ξέρξες και Δαρείους και Πολυκράτες. ΦΙΛΟΣ [18] Απίθανα είναι αυτά που διηγείσαι για τους βασιλιάδες και σχεδόν απίστευτα. Ο Σωκράτης όμως τί έκανε, και ο Διογένης και όποιος άλλος σοφός ήταν εκεί; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ο Σωκράτης τριγυρνάει και εκεί αντικρούοντας τους πάντες. Συντροφιά του είναι ο Παλαμήδης και ο Οδυσσέας και ο Νέστορας και κάθε άλλος φλύαρος νεκρός. Πάντως τα πόδια του ήταν ακόμη φουσκωμένα και πρησμένα από το δηλητήριο που ήπιε. Ο λεβέντης ο Διογένης όμως έχει εγκατασταθεί κοντά στον Σαρδανάπαλο τον Ασσύριο και στον Μίδα από τη Φρυγία και σε κάποιους άλλους πάμπλουτους· τους ακούει να θρηνούν και να αναπολούν την παλιά τους τύχη, και γελάει και το ευχαριστιέται, και πολύ συχνά ξαπλωμένος ανάσκελα τραγουδάει με πολύ τραχιά και σκληρή φωνή, υπερκαλύπτοντας τους θρήνους τους, ώστε οι άνθρωποι να στενοχωριούνται και να εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετακομίσουν, επειδή δεν τον αντέχουνε τον Διογένη.
|