Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Ἀρεοπαγιτικός (7) (50-55)


[50] Καὶ μηδεὶς οἰέσθω με δυσκόλως διακεῖσθαι πρὸς τοὺς ταύτην ἔχοντας τὴν ἡλικίαν. Οὔτε γὰρ ἡγοῦμαι τούτους αἰτίους εἶναι τῶν γιγνομένων, σύνοιδά τε τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσιν ταύτῃ τῇ καταστάσει, δι᾽ ἣν ἔξεστιν αὐτοῖς ἐν ταῖς ἀκολασίαις ταύταις διατρίβειν· ὥστ᾽ οὐκ ἂν εἰκότως τούτοις ἐπιτιμῴην, ἀλλὰ πολὺ δικαιότερον τοῖς ὀλίγῳ πρὸ ἡμῶν τὴν πόλιν διοικήσασιν· [51] ἐκεῖνοι γὰρ ἦσαν οἱ προτρέψαντες ἐπὶ ταύτας τὰς ὀλιγωρίας καὶ καταλύσαντες τὴν τῆς βουλῆς δύναμιν. Ἧς ἐπιστατούσης οὐ δικῶν οὐδ᾽ ἐγκλημάτων οὐδ᾽ εἰσφορῶν οὐδὲ πενίας οὐδὲ πολέμων ἡ πόλις ἔγεμεν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας εἰρήνην ἦγον. Παρεῖχον γὰρ σφᾶς αὐτοὺς τοῖς μὲν Ἕλλησιν πιστοὺς, τοῖς δὲ βαρβάροις φοβερούς. [52] Τοὺς μὲν γὰρ σεσωκότες ἦσαν, παρὰ δὲ τῶν δίκην τηλικαύτην εἰληφότες ὥστ᾽ ἀγαπᾶν ἐκείνους εἰ μηδὲν ἔτι πάσχοιεν. Τοιγάρτοι διὰ ταῦτα μετὰ τοσαύτης ἀσφαλείας διῆγον ὥστε καλλίους εἶναι καὶ πολυτελεστέρας τὰς οἰκήσεις καὶ τὰς κατασκευὰς τὰς ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ τὰς ἐντὸς τείχους, καὶ πολλοὺς τῶν πολιτῶν μηδ᾽ εἰς τὰς ἑορτὰς εἰς ἄστυ καταβαίνειν, ἀλλ᾽ αἱρεῖσθαι μένειν ἐπὶ τοῖς ἰδίοις ἀγαθοῖς μᾶλλον ἢ τῶν κοινῶν ἀπολαύειν. [53] Οὐδὲ γὰρ τὰ περὶ τὰς θεωρίας, ὧν ἕνεκ᾽ ἄν τις ἦλθεν, ἀσελγῶς οὐδ᾽ ὑπερηφάνως, ἀλλὰ νοῦν ἐχόντως ἐποίουν. Οὐ γὰρ ἐκ τῶν πομπῶν οὐδ᾽ ἐκ τῶν περὶ τὰς χορηγίας φιλονικιῶν οὐδ᾽ ἐκ τῶν τοιούτων ἀλαζονειῶν τὴν εὐδαιμονίαν ἐδοκίμαζον, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ σωφρόνως οἰκεῖν καὶ τοῦ βίου τοῦ καθ᾽ ἡμέραν καὶ τοῦ μηδένα τῶν πολιτῶν ἀπορεῖν τῶν ἐπιτηδείων. Ἐξ ὧνπερ χρὴ κρίνειν τοὺς ὡς ἀληθῶς εὖ πράττοντας καὶ μὴ φορτικῶς πολιτευομένους· [54] ἐπεὶ νῦν γε τίς οὐκ ἂν ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις τῶν εὖ φρονούντων ἀλγήσειεν, ὅταν ἴδῃ πολλοὺς τῶν πολιτῶν αὐτοὺς μὲν περὶ τῶν ἀναγκαίων, εἴθ᾽ ἕξουσιν εἴτε μὴ, πρὸ τῶν δικαστηρίων κληρουμένους, τῶν δ᾽ Ἑλλήνων τοὺς ἐλαύνειν τὰς ναῦς βουλομένους τρέφειν ἀξιοῦντας, καὶ χορεύοντας μὲν ἐν χρυσοῖς ἱματίοις, χειμάζοντας δ᾽ ἐν τοιούτοις ἐν οἷς οὐ βούλομαι λέγειν, καὶ τοιαύτας ἄλλας ἐναντιώσεις περὶ τὴν διοίκησιν γιγνομένας, αἳ μεγάλην αἰσχύνην τῇ πόλει ποιοῦσιν; [55] Ὧν οὐδὲν ἦν ἐπ᾽ ἐκείνης τῆς βουλῆς· ἀπήλλαξε γὰρ τοὺς μὲν πένητας τῶν ἀποριῶν ταῖς ἐργασίαις καὶ ταῖς παρὰ τῶν ἐχόντων ὠφελείαις, τοὺς δὲ νεωτέρους τῶν ἀκολασιῶν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν καὶ ταῖς αὑτῶν ἐπιμελείαις, τοὺς δὲ πολιτευομένους τῶν πλεονεξιῶν ταῖς τιμωρίαις καὶ τῷ μὴ λανθάνειν τοὺς ἀδικοῦντας, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους τῶν ἀθυμιῶν ταῖς τιμαῖς ταῖς πολιτικαῖς καὶ ταῖς παρὰ τῶν νεωτέρων θεραπείαις. Καίτοι πῶς ἂν γένοιτο ταύτης πλείονος ἀξία πολιτεία, τῆς οὕτω καλῶς ἁπάντων τῶν πραγμάτων ἐπιμεληθείσης;


[50] Κανείς ας μη νομίσει ότι διάκειμαι δυσμενώς προς όσους είναι σε νεαρή ηλικία. Γιατί δεν τους θεωρώ υπεύθυνους για όσα συμβαίνουν· εξάλλου, γνωρίζω καλά ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι ελάχιστα ευχαριστημένοι με αυτή την κατάσταση, η οποία τους επιτρέπει να επιδίδονται σ᾽ αυτές τις ακολασίες. Γι᾽ αυτό δεν θα είχα καμιά δικαιολογία να κατηγορά αυτούς· πολύ πιο δίκαιο θα ήταν να καταφέρομαι εναντίον εκείνων που κυβέρνησαν την πόλη λίγο πιο μπροστά από μας. [51] Γιατί εκείνοι ήταν που παρακίνησαν τους νέους να ολιγωρήσουν σχετικά με αυτά και κατέλυσαν τη δύναμη της Βουλής του Αρείου Πάγου. Όσο καιρό είχε η Βουλή αυτή την εποπτεία της πόλης, ούτε από δίκες, ούτε από παράπονα, ούτε από εισφορές, ούτε από φτώχεια, ούτε από πολέμους ήταν γεμάτη η πόλη, αλλά και μεταξύ τους οι πολίτες ζούσαν ήσυχα και με όλους τους άλλου είχαν ειρήνη. Γιατί στους μεν Έλληνες ενέπνεαν εμπιστοσύνη, στους δε βαρβάρους φόβο. [52] Γιατί τους πρώτους τους είχαν σώσει, ενώ τους άλλους τους είχαν τιμωρήσει τόσο σκληρά, ώστε να είναι ευχαριστημένοι εάν δεν πάθαιναν κάποιο άλλο κακό. Γι᾽ αυτό ζούσαν με τόσο μεγάλη ασφάλεια, ώστε οι κατοικίες και οι επιπλώσεις στην ύπαιθρο να είναι ωραιότερες και πολυτελέστερες από εκείνες εντός του τείχους. Πολλοί μάλιστα από τους πολίτες δεν κατέβαιναν στην πόλη ούτε και στις γιορτές, αλλά προτιμούσαν να μένουν στα δικά τους αγαθά, αντί να απολαμβάνουν τα κοινά. [53] Γιατί ούτε τα σχετικά με τις θεωρίες, χάρη των οποίων θα ερχόταν κανείς στην πόλη, οργάνωναν κατά τρόπο άσεμνο και αλαζονικό, αλλά με μυαλό. Γιατί δεν έκριναν την ευτυχία ούτε από τις πομπές, ούτε από τους ανταγωνισμούς για τις χορηγίες, ούτε από τις τέτοιου είδους αλαζονείες, αλλά από τη σώφρονα διακυβέρνηση της πόλης και την καθημερινή ζωή, και από το να μη στερείται κανένας πολίτης τα απαραίτητα για τη ζωή του. Από αυτά ακριβώς πρέπει να κρίνει κανείς τους πραγματικά ευτυχισμένους και εκείνους που δεν πολιτεύονται με τρόπο που να προκαλεί. [54] Γιατί ποιός λογικός τουλάχιστον άνθρωπος δεν θα πονούσε με όσα συμβαίνουν σήμερα, όταν βλέπει πολλούς από τους πολίτες να περιμένουν την κλήρωση μπροστά στα δικαστήρια για τα απαραίτητα προς το ζην, αν δηλαδή θα τα έχουν ή όχι, και από την άλλη να αξιώνουν να συντηρούν όσους από τους Έλληνες επιθυμούσαν να υπηρετούν ως κωπηλάτες στο στόλο· από τη μια να παίρνουν μέρος σε χορό της τραγωδίας ντυμένοι με χρυσά φορέματα, και από την άλλη να περνούν το χειμώνα φορώντας τέτοια ρούχα που δεν θέλω να τα αναφέρω, και να υπάρχουν και τέτοια αντιφατικά σχετικά με τη διοίκηση, που προκαλούν μεγάλη ντροπή στην πόλη;
[55] Τίποτε από αυτά δεν υπήρχε τον καιρό της Βουλής εκείνης. Γιατί, με την εργασία και με τις ωφέλειες που είχαν οι φτωχοί από τους πλούσιους, είχε απαλλάξει τους πρώτους από τις στερήσεις· με την απασχόληση και τις φροντίδες προς τους νέους τους είχε απαλλάξει από τις ακολασίες, τους πολιτικούς από την πλεονεξία με τις ποινές και τις αποκαλύψεις όσων αδικούσαν, τέλος τους γεροντότερους από τον ψυχικό μαρασμό, χάρη στις πολιτικές διακρίσεις και τον σεβασμό εκ μέρους των νεοτέρων. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει πολίτευμα πιο αξιόλογο από αυτό, που φρόντισε για όλα τα θέματα με τόσο σωστό τρόπο;