Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.18.1-1.20.4)
[1.18.1] «Τί ποτέ με Χλόης ἐργάζεται ‹τὸ› φίλημα; Χείλη μὲν ῥόδων ἁπαλώτερα καὶ στόμα κηρίων γλυκύτερον. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον. Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους, πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον, ὃν ὁ Δόρκων ἐδωρήσατο· ἀλλὰ τοῦτο φίλημα καινόν· ἐκπηδᾷ μου τὸ πνεῦμα, ἐξάλλεται ἡ καρδία, τήκεται ἡ ψυχή, καὶ ὅμως πάλιν φιλῆσαι θέλω. [1.18.2] Ὢ νίκης κακῆς· ὢ νόσου καινῆς, ἧς οὐδὲ εἰπεῖν οἶδα τὸ ὄνομα. Ἆρα φαρμάκων ἐγεύσατο ἡ Χλόη μέλλουσά με φιλεῖν; Πῶς οὖν οὐκ ἀπέθανεν; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες, ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ· οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι, κἀγὼ κάθημαι· οἷον ἀκμάζει τὰ ἄνθη, κἀγὼ στεφάνους οὐ πλέκω, ἀλλὰ τὰ μὲν ἴα καὶ ὁ ὑάκινθος ἀνθεῖ, Δάφνις δὲ μαραίνεται. Ἆρά μου καὶ Δόρκων εὐμορφότερος ὀφθήσεται;» |
[1.18.1] «Τί είν᾽ αυτό που μου ᾽κανε της Χλόης το φιλί; Τα χείλια της είναι πιο απαλά κι από τα ρόδα, το στόμα της πιο γλυκό κι από το μέλι, κι όμως το φιλί της πονάει πιο πολύ κι από το κεντρί της μέλισσας. Τόσες φορές έχω φιλήσει κατσικάκια, τόσες φορές νιογέννητα σκυλάκια και το μοσχαράκι που της χάρισε ο Δόρκων, αλλά τούτο το φιλί είναι πρωτόγνωρο. Μου κόβει την ανάσα, κάνει την καρδιά μου να πηδάει, μου λιώνει την ψυχή — κι όμως θέλω ξανά να τη φιλήσω. [1.18.2] Κακορίζικη ήταν η νίκη μου! Τί είναι τούτη η καινούρια αρρώστια, που δεν ξέρω μήτε τ᾽ όνομά της; Να ᾽χε γευτεί φαρμάκι η Χλόη πριν με φιλήσει; Αλλά τότε πώς δεν πέθανε; Κοίταξε πώς τραγουδούν τ᾽ αηδόνια, κι η φλογέρα μου σωπαίνει! Πώς χοροπηδάν τα γίδια, κι εγώ κάθομαι! Πώς φουντώνουν τα λουλούδια, κι εγώ στεφάνια δεν τα πλέκω! Ανθίζουν οι μενεξέδες και τα ζουμπούλια, μα ο Δάφνης μαραίνεται. Θα καταντήσει άραγες να φαίνεται ακόμα κι ο Δόρκων πιο ωραίος από μένα;». |