Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.49-1.55)


[1.49] Τοῦ δὴ λοιποῦ προσεῖχον αὐτῷ ὁ δῆμος καὶ ἡδέως καὶ τυραννεῖσθαι ἤθελον πρὸς αὐτοῦ· ὁ δ᾽ οὐχ εἵλετο, ἀλλὰ καὶ Πεισίστρατον τὸν συγγενῆ, καθά φησι Σωσικράτης, προαισθόμενος τὸ ἐφ᾽ ἑαυτῷ διεκώλυσεν. ᾄξας γὰρ εἰς τὴν ἐκκλησίαν μετὰ δόρατος καὶ ἀσπίδος προεῖπεν αὐτοῖς τὴν ἐπίθεσιν τοῦ Πεισιστράτου· καὶ οὐ μόνον, ἀλλὰ καὶ βοηθεῖν ἕτοιμος εἶναι, λέγων ταῦτα· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν μὲν σοφώτερος, τῶν δὲ ἀνδρειότερός εἰμι· σοφώτερος μὲν τῶν τὴν ἀπάτην Πεισιστράτου μὴ συνιέντων, ἀνδρειότερος δὲ τῶν ἐπισταμένων μέν, διὰ δέος δὲ σιωπώντων. καὶ ἡ βουλή, Πεισιστρατίδαι ὄντες, μαίνεσθαι ἔλεγον αὐτόν· ὅθεν εἶπε ταυτί·
δείξει δὴ μανίην μὲν ἐμὴν βαιὸς χρόνος ἀστοῖς,
δείξει, ἀληθείης ἐς μέσον ἐρχομένης.
[1.50] τὰ δὲ περὶ τῆς τοῦ Πεισιστράτου τυραννίδος ἐλεγεῖα προλέγοντος αὐτοῦ ταῦτα ἦν·
ἐκ νεφέλης φέρεται χιόνος μένος ἠδὲ χαλάζης·
βροντὴ δ᾽ ἐκ λαμπρῆς γίγνεται ἀστεροπῆς·
ἀνδρῶν δ᾽ ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται· ἐς δὲ μονάρχου
δῆμος ἀιδρίῃ δουλοσύνην ἔπεσεν.
Ἤδη δὲ αὐτοῦ κρατοῦντος οὐ πείθων ἔθηκε τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ στρατηγείου καὶ εἰπών, «ὦ πατρίς, βεβοήθηκά σοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ,» ἀπέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰς Κύπρον, καὶ πρὸς Κροῖσον ἦλθεν, ὅτε καὶ ἐρωτηθεὶς ὑπ᾽ αὐτοῦ, «τίς σοι δοκεῖ εὐδαίμων;» «Τέλλος,» ἔφη, «Ἀθηναῖος καὶ Κλέοβις καὶ Βίτων» καὶ τὰ θρυλούμενα.
[1.51] Φασὶ δέ τινες ὅτι κοσμήσας ἑαυτὸν ὁ Κροῖσος παντοδαπῶς καὶ καθίσας εἰς τὸν θρόνον ἤρετο αὐτὸν εἴ τι θέαμα κάλλιον τεθέαται· ὁ δέ «ἀλεκτρυόνας,» εἶπε, «‹καὶ› φασιανοὺς καὶ ταώς· φυσικῷ γὰρ ἄνθει κεκόσμηνται καὶ μυρίῳ καλλίονι.» ἐκεῖθέν τε ἀπαλλαγεὶς ἐγένετο ἐν Κιλικίᾳ, καὶ πόλιν συνῴκισεν ἣν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Σόλους ἐκάλεσεν· ὀλίγους τέ τινας τῶν Ἀθηναίων ἐγκατῴκισεν, οἳ τῷ χρόνῳ τὴν φωνὴν ἀποξενωθέντες σολοικίζειν ἐλέχθησαν. καί εἰσιν οἱ μὲν ἔνθεν Σολεῖς, οἱ δ᾽ ἀπὸ Κύπρου Σόλιοι. ὅτε δὲ τὸν Πεισίστρατον ἔμαθεν ἤδη τυραννεῖν, τάδε ἔγραψε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους·
[1.52] εἰ δὲ πεπόνθατε δεινὰ δι᾽ ὑμετέρην κακότητα,
μή τι θεοῖς τούτων μοῖραν ἐπαμφέρετε.
αὐτοὶ γὰρ τούτους ηὐξήσατε, ῥύσια δόντες,
καὶ διὰ ταῦτα κακὴν ἔσχετε δουλοσύνην.
ὑμέων δ᾽ εἷς μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει,
σύμπασιν δ᾽ ὑμῖν κοῦφος ἔνεστι νόος.
εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός,
εἰς ἔργον δ᾽ οὐδὲν γιγνόμενον βλέπετε.
καὶ οὗτος μὲν ταῦτα. Πεισίστρατος δ᾽ αὐτῷ φεύγοντι τοῦτον ἐπέστειλε τὸν τρόπον.
[1.53] Πεισίστρατος Σόλωνι
Οὔτε μόνος Ἑλλήνων τυραννίδι ἐπεθέμην, οὔτε οὐ προσῆκόν μοι, γένους ὄντι τῶν Κοδριδῶν. ἀνέλαβον γὰρ ἐγὼ ἃ ὀμόσαντες Ἀθηναῖοι παρέξειν Κόδρῳ τε καὶ τῷ ἐκείνου γένει, ἀφείλοντο. τά τε ἄλλα ἁμαρτάνω οὐδὲν ἢ περὶ θεοὺς ἢ περὶ ἀνθρώπους· ἀλλὰ καθότι σὺ διέθηκας τοὺς θεσμοὺς Ἀθηναίοις, ἐπιτρέπω πολιτεύειν. καὶ ἄμεινόν γε πολιτεύουσιν ἢ κατὰ δημοκρατίαν· ἐῶ γὰρ οὐδένα ὑβρίζειν· καὶ ὁ τύραννος ἐγὼ οὐ πλέον τι φέρομαι τἀξιώματος καὶ τῆς τιμῆς· ὁποῖα δὲ καὶ τοῖς πρόσθεν βασιλεῦσιν ἦν τὰ ῥητὰ γέρα. ἀπάγει δὲ ἕκαστος Ἀθηναίων τοῦ αὐτοῦ κλήρου δεκάτην, οὐκ ἐμοί, ἀλλ᾽ ὁπόθεν ἔσται ἀναλοῦν εἴς τε θυσίας δημοτελεῖς καὶ εἴ τι ἄλλο τῶν κοινῶν καὶ ἢν [ὁ] πόλεμος ἡμᾶς καταλάβῃ.
[1.54] Σοὶ δ᾽ ἐγὼ οὔτι μέμφομαι μηνύσαντι τὴν ἐμὴν διάνοιαν. εὐνοίᾳ γὰρ τῆς πόλεως μᾶλλον ἢ κατὰ τὸ ἐμὸν ἔχθος ἐμήνυες· ἔτι τε ἀμαθίᾳ τῆς ἀρχῆς, ὁποίαν τινὰ ἐγὼ καταστήσομαι. ἐπεὶ μαθὼν τάχ᾽ ἂν ἠνέσχου καθισταμένου, οὐδ᾽ ἔφυγες. ἐπάνιθι τοίνυν οἴκαδε, πιστεύων μοι καὶ ἀνωμότῳ, ἄχαρι μηδὲν πείσεσθαι Σόλωνα ἐκ Πεισιστράτου. ἴσθι γὰρ μηδ᾽ ἄλλον τινὰ πεπονθέναι τῶν ἐμοὶ ἐχθρῶν. ἢν δὲ ἀξιώσῃς τῶν ἐμῶν φίλων εἷς εἶναι, ἔσῃ ἀνὰ πρώτους· οὐ γάρ τι ἐν σοὶ ἐνορῶ δολερὸν ἢ ἄπιστον· εἴτε ἄλλως Ἀθήνησιν οἰκεῖν, ἐπιτετράψεται. ἡμῶν δὲ εἵνεκα μὴ ἐστέρησο τῆς πατρίδος.
[1.55] Ταῦτα μὲν Πεισίστρατος.


[1.49] Από εκεί και πέρα όλος ο κόσμος είχε πια στραμμένη σ᾽ αυτόν την προσοχή του και ευχαρίστως θα δέχονταν να τους κυβερνήσει ως τύραννος, εκείνος όμως όχι μόνο δεν συναίνεσε, αλλά και μόλις οσφράνθηκε τα σχέδια του Πεισίστρατου, του συγγενή του, όπως μας λέει ο Σωσικράτης, έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει την πραγματοποίησή τους. Όρμησε δηλαδή μια μέρα στη συνέλευση του λαού κρατώντας δόρυ και ασπίδα και τους προειδοποίησε για τις δόλιες προθέσεις του Πεισίστρατου· και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον δήλωσε ότι είναι πρόθυμος να σταθεί βοηθός της πόλης, λέγοντας τα εξής: «Αθηναίοι, από άλλους σας είμαι σοφότερος και από άλλους πιο γενναίος· σοφότερος από αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται την απάτη του Πεισίστρατου και πιο γενναίος από αυτούς που, ενώ το ξέρουν, σιωπούν από φόβο». Και τα μέλη της βουλής, που ήταν με το μέρος του Πεισίστρατου, έλεγαν πως ο Σόλωνας είναι τρελός· εξού και αυτά τα λόγια του:
Λίγος καιρός και θα φανερωθεί στους συμπολίτες μου
η τρέλα μου, μόλις θα λάμψει καθαρή η αλήθεια.
[1.50] Όσο για τους ελεγειακούς του στίχους με τους οποίους προειδοποιούσε για την τυραννίδα του Πεισίστρατου, ήταν οι ακόλουθοι:
Από ένα σύννεφο πέφτει με ορμή και χαλάζι και χιόνι,
απ᾽ αστραψιά λαμπερή ξάφνω ξεσπά μια βροντή·
έτσι χαλιέται απ᾽ ανθρώπους τρανούς ένα κράτος, και πέφτει
απ᾽ αμυαλιά του ο λαός σ᾽ ενός μονάρχη σκλαβιά.
Και όταν ο Πεισίστρατος πήρε τη δύναμη στα χέρια του, ο Σόλωνας, μη μπορώντας πια να πείσει τον λαό, πήγε και άφησε τα όπλα του μπροστά στο οίκημα του στρατηγού λέγοντας «Πατρίδα μου, σε βοήθησα με λόγια και με έργα» — και αμέσως απέπλευσε για την Αίγυπτο και την Κύπρο, από όπου και επισκέφθηκε τον Κροίσο. Τότε ήταν που ο Κροίσος τον ρώτησε: «Ποιόν θεωρείς ευτυχισμένο;», και εκείνος του απάντησε «Τον Τέλλο τον Αθηναίο, τον Κλέοβη και τον Βίτωνα», και όσα άλλα πασίγνωστα λένε οι παλιές ιστορίες.
[1.51] Κάποιοι λένε ότι ο Κροίσος κάθισε ολοστόλιστος στον θρόνο του και τον ρώτησε αν είδε ποτέ στη ζωή του ωραιότερο θέαμα, και εκείνος του απάντησε: «Ναι, πετεινούς, φασιανούς και παγώνια· γιατί αυτά έχουν όλα τους τα λαμπερά στολίδια από τη φύση, χίλιες φορές πιο όμορφα». Φεύγοντας από εκεί πήγε στην Κιλικία, όπου ίδρυσε μια πόλη που της έδωσε το όνομα Σόλοι — απ᾽ το δικό του όνομα. Εκεί εγκατέστησε και κάτι λίγους Αθηναίους, που σιγά σιγά, καθώς περνούσε ο καιρός, αλλοιώθηκε η γλώσσα τους — γι᾽ αυτούς ήταν που πλάστηκε η λέξη σολοικίζω. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης λέγονται Σολείς, ενώ οι κάτοικοι των Σόλων της Κύπρου λέγονται Σόλιοι. Και όταν έμαθε ότι ο Πεισίστρατος ήταν ήδη τύραννος, έγραψε στους Αθηναίους τα εξής:
[1.52] Από δική σας δειλία και αμυαλιά σάς χτυπούν οι φουρτούνες·
όχι μομφές στους θεούς· δεν είναι φταίχτες· εσείς
οι ίδιοι αρματώσατε τούτους εδώ και τρανέψατε τόσο·
έτσι, απ᾽ αυτά, στην πικρή πέσατε τώρα σκλαβιά·
ίδια αλεπού πονηρά περπατάει ο καθένας σας χώρια,
μα όλοι σαν πάτε μαζί, τότε σας πιάνει αμυαλιά·
οι γαλιφιές σάς πλανεύουν, και δίνετε πίστη στα λόγια,
όμως καμιά προσοχή στα έργα δεν δίνετ᾽ εσείς.
Αυτά έγραψε ο Σόλωνας. Ο Πεισίστρατος, από την άλλη, έστειλε στον Σόλωνα, που βρισκόταν μακριά από την πατρίδα του, την ακόλουθη επιστολή:

[1.53] Ο Πεισίστρατος στον Σόλωνα
Δεν είμαι ο μόνος Έλληνας που επιδίωξε την τυραννίδα, αλλά και η τυραννίδα δεν είναι κάτι που δεν μου ταιριάζει: είμαι από τη γενιά των Κοδριδών. Στην πραγματικότητα ξαναπήρα τα προνόμια που οι Αθηναίοι είχαν ορκιστεί ότι θα δώσουν στον Κόδρο και στους απογόνους του, και ύστερα τους τα αφαίρεσαν. Κατά τα άλλα δεν κάνω κανένα κακό ούτε στους θεούς ούτε στους ανθρώπους, αλλά αφήνω τους Αθηναίους να ζουν ως πολίτες σύμφωνα με τους νόμους που εσύ θέσπισες γι᾽ αυτούς. Ζουν μάλιστα καλύτερα παρά αν ζούσαν σε δημοκρατία. Σε κανέναν δεν επιτρέπω να συμπεριφέρεται υβριστικά· και εγώ ο τύραννος δεν διεκδικώ για τον εαυτό μου τιμές και προνόμια περισσότερα από αυτά που είχαν καθοριστεί και για τους παλαιότερους βασιλείς. Ο κάθε Αθηναίος ξεχωρίζει από ό,τι παράγει το ένα δέκατο, όχι για μένα, αλλά για τη δημιουργία ενός αποθέματος, από το οποίο θα είναι δυνατό να αντιμετωπίζονται τα έξοδα για τις δημόσιες θυσίες και για τις άλλες τυχόν κοινές εκδηλώσεις, καθώς και για την περίπτωση που θα βρεθούμε σε πόλεμο.
[1.54] Εγώ, πάντως, δεν σε κατηγορώ, που αποκάλυψες τα σχέδιά μου, και ο λόγος είναι ότι τις αποκαλύψεις σου τις έκανες πιο πολύ από αγάπη για την πόλη παρά από έχθρα για μένα, και, ακόμη, γιατί αγνοούσες τί είδους διακυβέρνηση επρόκειτο να εγκαθιδρύσω εγώ στην πόλη. Γιατί, αν το ήξερες, θα έδειχνες ίσως ανοχή απέναντί μου καθώς ανελάμβανα την εξουσία, και ούτε θα έφευγες από την πατρίδα. Γύρισε λοιπόν πίσω στην πατρίδα, δείχνοντάς μου εμπιστοσύνη όταν λέω —ας είναι και δίχως όρκο— ότι ο Σόλωνας δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό από τον Πεισίστρατο. Γιατί —να το ξέρεις— ούτε και κανένας άλλος από τους εχθρούς μου έπαθε οποιοδήποτε κακό. Και αν το βρεις σωστό να είσαι ένας από τους φίλους μου, θα έχεις την πρώτη θέση ανάμεσα στους φίλους μου· γιατί δεν διακρίνω μέσα σου κανέναν δόλο και καμιά κακοπιστία· αν, πάλι, θέλεις να ζήσεις αλλιώς στην Αθήνα, θα έχεις την άδειά μου. Μη στερηθείς την πατρίδα σου εξαιτίας μου.
[1.55] Αυτά έγραψε στο γράμμα του ο Πεισίστρατος.