[1.46.1] Ο Κροίσος δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε άπρακτος μέσα σε μεγάλο πένθος για το χαμό του παιδιού του. Ύστερα όμως η ηγεμονία του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, που την αφάνισε ο Κύρος, γιος του Καμβύση, και τα περσικά πράγματα, που όλο και πήγαιναν μπροστά, έβαλαν τέλος στο πένθος του και τον έκαναν να σκεφτεί μήπως μπορούσε, πριν γίνουν μεγάλοι οι Πέρσες, να σταματήσει τη δύναμή τους πάνω στην αύξησή της. [1.46.2] Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του ζήτησε αμέσως να δοκιμάσει τα ελληνικά μαντεία κι αυτό που ήταν στη Λιβύη, και έστειλε ανθρώπους του άλλους αλλού: Μερικούς να πάνε στους Δελφούς, κάποιους στις Άβες της Φωκίδος κι άλλους στη Δωδώνη· μερικοί να τραβήξουν για το ιερό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου, και άλλοι για τις Βραγχίδες της χώρας των Μιλησίων. [1.46.3] Αυτά είναι τα ελληνικά μαντεία, όπου ο Κροίσος έστειλε ανθρώπους του για να πάρει χρησμό. Στη Λιβύη ήταν το ιερό του Άμμωνα, όπου πήγαν αποσταλμένοι του να ρωτήσουν για λογαριασμό του. Ο λόγος που έστελνε ο Κροίσος ανθρώπους του σ᾽ αυτά τα μέρη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει τα μαντεία πόσο σοφά ήταν, με την ιδέα πως αν βρεθεί να ξέρουν την αλήθεια, τότε να έστελνε για δεύτερη φορά και να ρωτήσει αν έπρεπε να επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον των Περσών. [1.47.1] Νά με ποιά εντολή έστελνε τους Λυδούς για τη δοκιμασία αυτή των χρηστηρίων: από την ημέρα που θα ξεκινούσαν από τις Σάρδεις, από αυτή λογαριάζοντας του λοιπού τις μέρες, στην εκατοστή να ζητήσουν χρησμό από τα μαντεία, ρωτώντας τί ακριβώς κάνει τότε ο βασιλιάς των Λυδών, ο Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη. Κι ό,τι μαντεύσει καθένα από τα χρηστήρια, να ζητήσουν να τους το γράψουν και να το αναφέρουν στον ίδιο. [1.47.2] Τί μάντεψαν λοιπόν τα χρηστήρια κανείς δεν ξέρει να το πει. Στους Δελφούς όμως, ευθύς ως οι Λυδοί μπήκαν στο άδυτο για να ζητήσουν από το θεό χρησμό και έκαναν την ερώτησή τους σύμφωνα με την εντολή που είχαν, η Πυθία σε εξάμετρο λέγει τα ακόλουθα: [1.47.3] Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης. Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί. Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης, η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον. Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός. [1.48.1] Αυτά σα μάντεψε η Πυθία, οι Λυδοί τα κατέγραψαν και ύστερα σηκώθηκαν και έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν εκεί από τα διάφορα μέρη και οι άλλοι αποσταλμένοι, φέρνοντας μαζί τους τους χρησμούς, τότε ο Κροίσος άνοιγε ένα προς ένα τα γραφτά τους και εξέταζε τί έλεγαν. Από τα άλλα κανένα δεν τον σταμάτησε· ευθύς όμως ως άκουσε τί έλεγε ο δελφικός χρησμός, αμέσως προσκύνησε και παραδέχτηκε την αλήθεια του, έτσι που πείστηκε πως μόνο αληθινό μαντείο είναι των Δελφών, αφού του βρήκε τί έκανε αυτός. [1.48.2] Γιατί σαν σκόρπισε ο Κροίσος στα διάφορα μαντεία τους ανθρώπους του για να ρωτήσουν το θεό, φύλαξε την ορισμένη μέρα και νά τί μηχανεύτηκε· σκέφτηκε πράγμα που ήταν αδύνατο να το βρει κανείς και να το βάλει ο νους του: έκοψε σε κομμάτια μια χελώνα και ένα αρνί και τα έβαλε ο ίδιος να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι που το αποσκέπασε με χάλκινο καπάκι. [1.49.1] Από τους Δελφούς αυτός ο χρησμός δόθηκε στον Κροίσο. Για την απάντηση που έδωκε το μαντείο του Αμφιάραου, δεν ξέρω να πω τί χρησμοδότησε στους Λυδούς, όταν επιτέλεσαν τα νόμιμα γύρω από το ιερό (γιατί ούτε κι αυτός ο χρησμός παραδίδεται)· τίποτε άλλο σχετικά δεν έχω να πω, παρά ότι ο Κροίσος έκρινε πως και του Αμφιάραου το μαντείο λέει την αλήθεια. [1.50.1] Ύστερα από αυτά ο Κροίσος θέλησε με μεγάλες θυσίες να κερδίσει με το μέρος του το θεό των Δελφών. Θυσίασε λοιπόν ζωντανά, τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια, μάζεψε σε σωρό κρεβάτια επίχρυσα και επάργυρα, χρυσά ποτήρια, ρούχα πορφυρά και χιτώνες, και άναψε με αυτά φωτιά μεγάλη και τα έκαιε, ελπίζοντας πως έτσι θα κερδίσει ευκολότερα την εύνοια του θεού. Μα και σε όλους τους Λυδούς παράγγειλε να προσφέρουν όλοι ανεξαιρέτως κάτι πολύτιμο για την πυρά, καθένας τους ό,τι είχε. [1.50.2] Αμέσως μετά τη θυσία είπε και έλιωσαν πάρα πολύ χρυσάφι και έκανε από αυτό μισά πλιθιά, που ήταν το μήκος του έξι παλάμες, το πλάτος τους τρεις, το ύψος τους μια παλάμη, εκατόν δέκα επτά τον αριθμό. Από αυτά τέσσερα ήταν από καθαρό χρυσάφι που το καθένα τους ζύγιζε δυόμισι τάλαντα, τα άλλα ήταν από μίγμα χρυσού και αργύρου και ζύγιζαν δύο τάλαντα. [1.50.3] Είπε ακόμη ο Κροίσος και έφτιασαν ομοίωμα ενός λιονταριού από καθαρό χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα τάλαντα. Αυτό το λιοντάρι μετά την πυρπόληση του ναού στους Δελφούς, έπεσε πάνω από τα μισά πλιθιά (γιατί εκεί επάνω ήταν στημένο) και τώρα βρίσκεται στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζει εξίμισι τάλαντα· γιατί έλιωσαν από το χρυσάφι του τρεισήμισι τάλαντα. [1.51.1] Όταν τα αποτέλειωσε αυτά ο Κροίσος, τα έστειλε στους Δελφούς και μαζί τους και άλλα, τα εξής: δύο πελώριους κρατήρες, έναν χρυσό και έναν από ασήμι, που ο χρυσός ήταν στημένος μπαίνοντας στο ναό στα δεξιά, ενώ ο ασημένιος στα αριστερά. [1.51.2] Μετακινήθηκαν όμως κι αυτοί τότε που πυρπολήθηκε ο ναός, και ο χρυσός κρατήρας βρίσκεται τώρα στο θησαυρό των Κλαζομενίων ζυγίζοντας οκτώμισι τάλαντα και δώδεκα μνες, ενώ ο ασημένιος στη γωνιά του πρόναου, και χωρά εξακόσιους αμφορείς· μέσα σ᾽ αυτόν ανακατεύουν στους Δελφούς το κρασί με νερό στη γιορτή των Θεοφανίων. [1.51.3] Λεν στους Δελφούς πως το έργο είναι του Θεοδώρου από τη Σάμο, και το πιστεύω· γιατί δε νομίζω ότι είναι τυχαίο έργο. Έστειλε ακόμη ο Κροίσος και τέσσερα πιθάρια από ασήμι, που είναι στημένα στο θησαυρό των Κορινθίων, και αφιέρωσε και δύο περιρραντήρια, ένα χρυσό και ένα ασημένιο· στο χρυσό υπάρχει επιγραφή που λέει πως πρόκειται για ανάθημα των Λακεδαιμονίων — δεν είναι αλήθεια, γιατί κι αυτό είναι του Κροίσου· [1.51.4] όσο για την επιγραφή, την έγραψε κάποιος στους Δελφούς που ήθελε να κάνει χάρη των Λακεδαιμονίων· ξέρω πολύ καλά το όνομά του, αλλά δε θα το κοινολογήσω. Το νέο αγόρι, που από το χέρι του τρέχει νερό, αυτό ναι είναι των Λακεδαιμονίων, από τα περιρραντήρια όμως κανένα. [1.51.5] Έστειλε μαζί μ᾽ αυτά κι άλλα αναθήματα ο Κροίσος όχι πολύ σπουδαία, και κροντήρια για σπονδές ασημένια με φόρμα κυκλική και ακόμη ένα χρυσό άγαλμα κάποιας γυναίκας, τρεις πήχεις ψηλό, που στους Δελφούς λένε πως είναι ομοίωμα εκείνης που του ζύμωνε το ψωμί. Κοντά σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις ζώνες της. [1.52.1] Αυτά έστειλε στους Δελφούς· ενώ στο ιερό του Αμφιάραου, όταν έμαθε την αρετή και τα παθήματά του, αφιέρωσε μια ασπίδα ολόχρυση και ένα δόρυ ατόφια ολόχρυσο, που και το κοντάρι του και η αιχμή του ήταν επίσης από χρυσάφι. Και τα δύο αυτά αφιερώματα βρίσκονταν ακόμη και στα δικά μου χρόνια στη Θήβα, και μάλιστα στο ναό των Θηβαίων τον αφιερωμένο στον Ισμήνιο Απόλλωνα. |