Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΥΣΑΙΟΣ

Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (196-231)


Λείανδρος δὲ πόθου βεβολημένος ὀξέι κέντρῳ
φράζετο, πῶς κεν ἔρωτος ἀεθλεύσειεν ἀγῶνα.
ἄνδρα γὰρ αἰολόμητις Ἔρως βελέεσσι δαμάζει
καὶ πάλιν ἀνέρος ἕλκος ἀκέσσεται. οἷσι δ᾽ ἀνάσσει,
200 αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν.
αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε Λεάνδρῳ.
ὀψὲ δ᾽ ἀλαστήσας πολυμήχανον ἔννεπε μῦθον·
«Παρθένε, σὸν δι᾽ ἔρωτα καὶ ἄγριον οἶδμα περήσω,
εἰ πυρὶ παφλάζοιτο καὶ ἄπλοον ἔσσεται ὕδωρ.
205 οὐ τρομέω βαρὺ χεῖμα τεὴν μετανεύμενος εὐνήν,
οὐ βρόμον ἠχήεντα περιπτώσσοιμι θαλάσσης.
ἀλλ᾽ αἰεὶ κατὰ νύκτα φορεύμενος ὑγρὸς ἀκοίτης
νήξομαι Ἑλλήσποντον ἀγάρροον. οὐχ ἕκαθεν γὰρ
ἀντία σεῖο πόληος ἔχω πτολίεθρον Ἀβύδου.
210 μοῦνον ἐμοὶ ἕνα λύχνον ἀπ᾽ ἠλιβάτου σέο πύργου
ἐκ περάτης ἀνάφαινε κατὰ κνέφας, ὄφρα νοήσας
ἔσσομαι ὁλκὰς Ἔρωτος ἔχων σέθεν ἀστέρα λύχνον.
καί μιν ὀπιπεύων, οὐκ ὀψὲ δύοντα Βοώτην,
οὐ θρασὺν Ὠρίωνα καὶ ἄβροχον ὁλκὸν Ἁμάξης,
215 Κύπριδος ἀντιπόροιο ποτὶ γλυκὺν ὅρμον ἱκοίμην.
ἀλλά, φίλη, πεφύλαξο βαρυπνείοντας ἀήτας,
μή μιν ἀποσβέσσωσι καὶ αὐτίκα θυμὸν ὀλέσσω,
λύχνον, ἐμοῦ βιότοιο φαεσφόρον ἡγεμονῆα.
εἰ ἐτεὸν δ᾽ ἐθέλεις ἐμὸν οὔνομα καὶ σὺ δαῆναι,
220 οὔνομά μοι Λείανδρος, ἐυστεφάνου πόσις Ἡροῦς.»
Ὣς οἱ μὲν κρυφίοισι γάμοις συνέθεντο μιγῆναι
καὶ νυχίην φιλότητα καὶ ἀγγελίην ὑμεναίων
λύχνου μαρτυρίῃσιν ἐπιστώσαντο φυλάσσειν,
ἡ μὲν φῶς τανύειν, ὁ δὲ κύματα μακρὰ περῆσαι.
225 παννυχίδας δ᾽ ὁρίσαντες ἀκοιμήτων ὑμεναίων
ἀλλήλων ἀέκοντες ἐνοσφίσθησαν ἀνάγκῃ.
ἡ μὲν ἔβη ποτὶ πύργον, ὁ δ᾽, ὀρφναίην ἀνὰ νύκτα
μή τι παραπλάζοιτο, λαβὼν σημήια πύργου
πλῶε βαθυκρήπιδος ἐπ᾽ εὐρέα δῆμον Ἀβύδου.
230 παννυχίων δ᾽ ὀράων κρυφίους ποθέοντες ἀέθλους
πολλάκις ἠρήσαντο μολεῖν θαλαμηπόλον ὄρφνην.


Ο Λέανδρος βαρύκαρδος, του πόθου κεντρωμένος,
συλλογισμένος έστεκε πώς να την καταφέρει.
Μόν᾽ Έρωτας ο πίβουλος τον άνθρωπο πληγώνει
και πάλι ο ίδιος την πληγή του ανθρώπου τη γιατρεύει·
200αυτός νικά κάθε θνητό, μα και τον ερμηνεύει·
αυτός του παραστάθηκε και τότε του Λεάνδρου
και τέλος αναστέναξε κι έξυπνο λόγον είπε.
«Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ᾽ άγριο κύμα,
κι αν κοχλακίζει από φωτιά κι αν αταξίδευτό ᾽ναι·
205φθάνει κοντά σου να ᾽ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,
κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.
Κάθε βραδύ θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,
θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,
γιατί μακριά δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.
210Μόν᾽ ένα λύχνο δείχνε μου από το ψηλό κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να ᾽μαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.
Και τούτο τ᾽ άστρο άμα τηρώ, τ᾽ άλλ᾽ άστρα τί τα θέλω;
Ούτε την Πούλια θα θωρώ, ούτ᾽ Άμαξα θα βλέπω,
215όσο να φθάσω στον γλυκό της Αφροδίτης όρμο·
μόνο φυλάξου, αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους
μην τονε σβήσουν και μεμιάς χάσω κι εγώ την νιότη,
τον λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής τον φωτοδότη.
Τώρ᾽ αν αλήθεια θες και συ να μάθεις τ᾽ όνομά μου,
220τ᾽ όνομά μου είναι Λέανδρος, Ηρώς της καλής άνδρας».
Έτσι σεβάστηκαν οι δυο να κρυφοπαντρευτούσι
και στην κρυφή των την χαρά και στο κρυφό του γάμου
τον λύχνο εβάλαν μαρτυριά, σα βάζει ο κόσμος άστρο·
αυτή να του προβάλλει φως κι αυτός να κολυμπήσει.
225Και σαν αποσυφώνησαν τους ακοιμήτους γάμους,
αθέλητα ξεχώρισαν από τον ένα ο άλλος·
κείνη κατά τον πύργο της και τούτος άμα πήρε,
μην πλανηθεί μεσάνυκτα, του πύργου τα σημάδια,
στην Άβυδον επέρασε την βαθυτειχισμένη.
230Μα τες ολόνυκτες χαρές και τα κρυφά εποθούσαν
και νά ᾽ρθει η ώρα η νυφική συχνοπαρακαλούσαν.