Ο Λέανδρος βαρύκαρδος, του πόθου κεντρωμένος,
συλλογισμένος έστεκε πώς να την καταφέρει.
Μόν᾽ Έρωτας ο πίβουλος τον άνθρωπο πληγώνει
και πάλι ο ίδιος την πληγή του ανθρώπου τη γιατρεύει·
200αυτός νικά κάθε θνητό, μα και τον ερμηνεύει·
αυτός του παραστάθηκε και τότε του Λεάνδρου
και τέλος αναστέναξε κι έξυπνο λόγον είπε.
«Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ᾽ άγριο κύμα,
κι αν κοχλακίζει από φωτιά κι αν αταξίδευτό ᾽ναι·
205φθάνει κοντά σου να ᾽ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,
κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.
Κάθε βραδύ θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,
θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,
γιατί μακριά δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.
210Μόν᾽ ένα λύχνο δείχνε μου από το ψηλό κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να ᾽μαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.
Και τούτο τ᾽ άστρο άμα τηρώ, τ᾽ άλλ᾽ άστρα τί τα θέλω;
Ούτε την Πούλια θα θωρώ, ούτ᾽ Άμαξα θα βλέπω,
215όσο να φθάσω στον γλυκό της Αφροδίτης όρμο·
μόνο φυλάξου, αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους
μην τονε σβήσουν και μεμιάς χάσω κι εγώ την νιότη,
τον λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής τον φωτοδότη.
Τώρ᾽ αν αλήθεια θες και συ να μάθεις τ᾽ όνομά μου,
220τ᾽ όνομά μου είναι Λέανδρος, Ηρώς της καλής άνδρας».
Έτσι σεβάστηκαν οι δυο να κρυφοπαντρευτούσι
και στην κρυφή των την χαρά και στο κρυφό του γάμου
τον λύχνο εβάλαν μαρτυριά, σα βάζει ο κόσμος άστρο·
αυτή να του προβάλλει φως κι αυτός να κολυμπήσει.
225Και σαν αποσυφώνησαν τους ακοιμήτους γάμους,
αθέλητα ξεχώρισαν από τον ένα ο άλλος·
κείνη κατά τον πύργο της και τούτος άμα πήρε,
μην πλανηθεί μεσάνυκτα, του πύργου τα σημάδια,
στην Άβυδον επέρασε την βαθυτειχισμένη.
230Μα τες ολόνυκτες χαρές και τα κρυφά εποθούσαν
και νά ᾽ρθει η ώρα η νυφική συχνοπαρακαλούσαν.
|