Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (7.64-7.84)


ἐὼν δ᾽ ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ᾽ ἀνήρ [στρ. δ]
65 Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰ-
κέων, καὶ προξενίᾳ πέποιθ᾽, ἔν τε δαμόταις
ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών,
βίαια πάντ᾽ ἐκ ποδὸς ἐρύσαις· ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων
ποτὶ χρόνος ἕρποι. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ,
εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων.
70 Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες, ἀπομνύω
μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ᾽ ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι

θοὰν γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων [ἀντ. δ]
αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαν-
τον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν.
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται.
75 ἔα με· νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθείς
ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν.
εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν, ἀναβάλεο· Μοῖσά τοι
κολλᾷ χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ᾽ ἁμᾶ
καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας.

80 Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ [ἐπῳδ. δ]
πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει
ἡσυχᾷ. βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει
δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ
ὀπί· λέγοντι γὰρ Αἰακόν
νιν ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυτεῦσαι,


Κι αν ήταν κοντά κανείς Αχαιός [στρ. δ]
65που μεσ᾽ απ᾽ το Ιόνιο πέλαγος κάθεται,
δε θα ᾽χε καμιά να μου έβρει αφορμή·
στου προξένου τον τίτλο έχω τα θάρρη μου·
μα τέτοιος και στους πατριώτες μου ανάμεσα
με καθάριο κοιτάζω το μάτι, χωρίς
απ᾽ το μέτρο να βγαίνω, αποδιώχνοντας
κάθε απόκοτη πράξη απ᾽ το δρόμο μου.
Είθ᾽ έτσι κι οι επίλοιπες μέρες μου
να κυλούν καλοπρόθετες· όποιος με ξέρει,
θα μαρτυρήσει αν ξεπέφτω παράτονα
σε ψογερά ποτέ λόγια.
70Ω Ευξενίδη από γένος, Σωγένη, όρκο παίρνω
πως βγαίνοντας έξω απ᾽ το τέρμα δεν τίναξα,
σαν όταν χαλκόστομο κοντάρι,

τη γλώσσα μου γρήγορη· ω εσύ, [αντ. δ]
που απ᾽ τα παλαίματ᾽ ανίδρωτο απάλλαξες
το στιβαρό σου τον τράχηλο, πριν
του ήλιου πέσει το κάμα στα μέλη σου·
αν εστάθηκε κόπος, εκεί
πιο μεγάλη ακλουθά η χαρά.
75Εμέν᾽ άφησ᾽ με· εγώ κι αν το πήρα ψηλότερα
και τη φωνή μου πιο πάνω αν εσήκωσα,
στο νικητή καν δε θα ᾽μαι πιο δύσκολος
του εγκωμίου του να εξοφλήσω το χρέος.
Εύκολο είναι στεφάνια να πλέκει κανείς·
μα περίμενε· η Μούσα μου εμένα χρυσάφι κολλά
με λευκό ελεφαντόδοντο κι άλικο
κρινανθό, που απ᾽ τα σπλάχνα της θάλασσας βγάζει.

80Να μνημονεύεις το Δία η Νεμέα σού ζητά· [επωδ. δ]
πολυφήμιστων ύμνων ανάδευε ηχούς
γαληνούς· σ᾽αυτά πρέπει τα χώματα
το βασιλέα του Ολύμπου να ψάλλομε
με φωνή ταπεινή· γιατί λέγουν
πως το μητρόδεχτο σπέρμα του φύτεψε