ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Α! α!
Ποιοί ᾽σαστε, ξένοι εσείς, που πιάσατε
220με καράβι σ᾽ αυτό τον τόπο, που είναι
χωρίς λιμάνια κι έρμος απ᾽ ανθρώπους;
Ποιά την πατρίδα, ποιά να πω γενιά σας
χωρίς να γελαστώ; βέβαια το σχήμα
της φορεσιάς, το πιο μου αγαπημένο,
ελληνικό ειναι· μα θέλω ν᾽ ακούσω
και τη φωνή. Αχ, μη σας παίρνει ο φόβος,
μην ξαφνιάζεστε που άγριος έτσι δείχνω,
μα σπλαχνιστείτε αυτόν τον δύστυχο άντρα,
μονάχον, έρμο κι έτσι δίχως φίλο
και μιλήστε του — αν ήρθατε σα φίλοι.
230Μα αποκριθείτε· και σωστό δεν είναι
αυτό καν από σας να μην πετύχω,
καθώς και γω αν σε σας το ίδιο δεν κάμω.
ΝΕΟ. Μα μάθε πρώτ᾽ αυτό· ναι, Έλληνες, ξένε,
είμαστε, γιατί αυτό θέλεις να ξέρεις.
ΦΙΛ. Ω μυριοπόθητη λαλιά! Κι αχ, πού ηταν
να διαβούν τόσα χρόνια για ν᾽ ακούσω
τον ήχο σου ξανά από στόμα ανθρώπου!
Ποιά σ᾽ έφερε, ποιά σ᾽ άραξε, παιδί μου,
ανάγκη εδώ; ποιά αιτία, ποιός σπλαχνικός μου
αγέρας; πες μου τα όλ᾽ αυτά, να ξέρω
ποιός είσαι. ΝΕΟ. Εγώ γεννήθηκα στη Σκύρο
240και γυρνώ στην πατρίδα· τ᾽ όνομά μου
Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα. Νά, που όλα
τα ᾽μαθες τώρα. ΦΙΛ. Ω πολυαγαπημένου
παιδί πατέρα κι απ᾽ αγαπημένο
τόπο, του γέρου Λυκομήδη θρέμμα,
πώς ήρθες κι από πού σ᾽ αυτά τα μέρη;
ΝΕΟ. Ότι κι έφτασα τώρα ίσια από την Τροία.
ΦΙΛ. Πώς είπες; μα δεν είχες ακλουθήσει
μαζί απ᾽ αρχής το στόλο μας στην Τροία.
ΝΕΟ. Ήσουν λοιπόν και συ μαζί των τότε;
ΦΙΛ. Μα δεν ξέρεις, παιδί, ποιόν βλέπεις μπρος σου;
ΝΕΟ. Πώς θες να ξέρω άνθρωπο που ως τώρα
250ποτέ δεν είδα; ΦΙΛ. Μα ουδέ τ᾽ όνομά μου
δεν άκουσες λοιπόν ποτέ, ούτε λόγο
κανένα για τα πάθη που με λιώσαν;
ΝΕΟ. Τίποτ᾽ απ᾽ όλ᾽ αυτά, σου λέω, δεν ξέρω.
|