Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (211-247)


ΧΟ. σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν
τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει·
νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὡπόσοι ζῶμεν πέρι.
215ΚΡ. ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων...
ΧΟ. νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
ΚΡ. ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
ΚΡ. τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
220ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ.
ΚΡ. καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος. ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
ΦΥΛΑΞ
ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως σπουδῆς ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
225πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις,
ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη,
τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;
τλήμων, μένεις αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
230ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ;
τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς,
χοὕτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά.
τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν
σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως.
235τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,
τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον.
ΚΡ. τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν;
ΦΥ. φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν,
240οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι.
ΚΡ. εὖ γε στιχίζῃ κἀποφάργνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγμα. δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον.
ΦΥ. τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
ΚΡ. οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
245ΦΥ. καὶ δὴ λέγω σοι. τὸν νεκρόν τις ἀρτίως
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή.


ΧΟΡ. Εσέν᾽ αρέσει, γιε του Μενοικέα,
έτσι να κάμεις και για τον εχθρό
και για το φίλο αυτής της χώρας. Είναι
δικαίωμά σου όποιο να βάλεις νόμο
και για νεκρούς και για μας όσοι ζούμε.
ΚΡΕ. Φρουροί να ᾽στε λοιπόν γι᾽ αυτά όσα είπα.
ΧΟΡ. Σ᾽ έναν πιο νέο ανάθεσε το βάρος
του χρέους αυτού. ΚΡΕ. Μα έτοιμοι κιόλας είναι
αυτοί που το νεκρό θα επιτηρούνε.
ΧΟΡ. Τί άλλο λοιπόν έξω απ᾽ αυτό μας θέλεις;
ΚΡΕ. Να μη δειχθείτε επιεικείς αν ίσως
και παραβεί κανείς την προσταγή μου.
ΧΟΡ. Ποιός τόσο είναι τρελός που να θελήσει
220το θάνατό του; ΚΡΕ. Αυτός θα ᾽ναι ο μιστός του
πραγματικώς· μα η ελπίδα για το κέρδος
πολλές φορές κατάστρεψεν ανθρώπους.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφέντη, δε θα πω πως απ᾽ τη βια μου
δίχως πνοή ᾽ρθα παίρνοντας τα πόδια
στον ώμο μου, γιατί κοντοστεκόμουν
πολλές φορές στο δρόμο από την έγνοια
που πίσω με κυκλόφερνε να στρέψω,
γιατ᾽ η ψυχή μου τέτοια πολλά λόγια
μου μιλούσε και μὄλεγε: Καημένε,
τί πας εκεί που θα σε βρει άμα φτάσεις
ο παιδεμός; ταλαίπωρε, έτσι ακόμα
θα στέκεσαι; κι αν θα το μάθει απ᾽ άλλον
230ο Κρέοντας, τί κακό πὄχεις να πάθεις;
τέτοια κλωθογυρίζοντας στο νου μου
μόλις και μετά βίας εμπρός τραβούσα
κι έτσι μακρύς γίνεται ο λίγος δρόμος·
νίκησε μολαταύτα η απόφασή μου
να σου έρθω εδώ· κι αν τίποτα δεν έχω
για να σου πω, μα όμως θενα μιλήσω,
γιατ᾽ ήρθα αγκαλιασμένος την ελπίδα
πως άλλο δε θα πάθω απ᾽ το γραφτό μου.
ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι που έτσι ταραγμένο σ᾽ έχει;
ΦΥΛ. Να σου πω θέλω πρώτα όσο για μένα·
γιατί εγώ μήτε το ᾽καμα, μήτε είδα
ποιός ήτανε που το ᾽καμε· ούτε θά ηταν
240δίκιο να μ᾽ εύρουν τίποτ᾽ αμαρτίες.
ΚΡΕ. Παίρνεις καλά τα μέτρα σου και γύρω
με τέχνη τα χαράκια σου τα στήνεις·
σίγουρα κάτι νέο θά ηρθες να φέρεις.
ΦΥΛ. Γιατί σου φέρνει πάντα πολύ ζόρι
να φανερώσεις το κακό. ΚΡΕ. Λοιπόν,
δε λες ό,τι έχεις και να παίρνεις πόδι;
ΦΥΛ. Σου λέω, νά· το νεκρό έθαψε κάποιος
λίγη πριν ώρα κι έφυγε, αφού πρώτα
του πασπάλισε απάνω στεγνή σκόνη
κι αφού μ᾽ όλα τον άγιασε που πρέπει.


ΧΟΡ. Εσένα έτσι σ᾽ αρέσει να κάνεις, γιε του Μενοικέα, Κρέων,
και με τον εχτρό της πολιτείας αυτής και με τον φίλο.
Και σένα στέκει να βάζεις τον νόμο
και για τους πεθαμένους και για τ᾽ εμάς που ζούμε.
ΚΡΕ. Εσείς κοιτάτε τώρα πώς θα φυλάξετε σκοπό για όσα σας είπα;
ΧΟΡ. Σ᾽ άλλον πιο νεότερο δώσε να ᾽χει αυτή την έννοια.
ΚΡΕ. Μα είναι κιόλας βαλμένοι όσοι θα προσέχουν τον νεκρό.
ΧΟΡ. Γιατί λοιπόν παραγγέλνεις πάλι ετούτο κι αλλουνού;
ΚΡΕ. Για να μην αφήσετε κανέναν σ᾽ αυτά να παρακούσει.
220ΧΟΡ. Δεν είν᾽ κανείς τόσο κουτός να θέλει να πεθάνει.
ΚΡΕ. Και βέβαια αυτό θα πάθει, αλλά με την ελπίδα να κερδίσουν, πολλοί ως τώρα χάθηκαν.
ΦΥΛΑΞ
Βασιλιά, δεν μπορώ να πω πως απ᾽ τη βιάση μου
λαχάνιασα, και πως τα πόδια μου έκαναν φτερά,
γιατί πολλές φορές από τη συλλογή μου σταμάτησα
στον δρόμο και μου ᾽ρθε να γυρίσω πίσω.
Χάρις που η ψυχή μου πολλά μου έψελνε και μου τσαμπουνούσε.
«Κακομοίρη, τί πας αυτού που, μόλις φθάσεις, θα σε χώσουν μέσα;»
230«Μα χαντακωμένε, κάθισες πάλι; κι αν το μάθει ο Κρέων από άλλον δεν θα σε τζούξει έπειτα;»
Σε τέτοιους συλλογισμούς μπερδεύονταν τα πόδια μου
κι έτσι έφτασα γρήγορα αργά μ᾽ όλο μου το κολάι,
γιατί κι ο κοντός δρόμος έτσι γίνεται μακρύς.
Τέλος βάστηξε η γνώμη νά ᾽ρθω σ᾽ εσένα
κι αν δεν σου πω και τίποτα, πάλι θα σ᾽ το πω,
γιατί έρχομαι απ᾽ την ελπίδα κρεμασμένος
πως άλλο δεν μπορώ να πάθω απ᾽ ό,τι μου μέλλεται.
ΚΡΕ. Τί ᾽ν᾽ αυτό που σε κάνει έτσι να φοβάσαι;
ΦΥΛ. Πρώτα θέλω να σου πω για τα δικά μου·
γιατί ούτε το ᾽κανα εγώ το πράμα ούτε είδα ποιός το ᾽κανε,
240και δεν θα ᾽ταν δίκιο να πάθω τίποτα κακό.
ΚΡΕ. Όλο προοίμια είσαι κι όλο τα φέρνεις γύρο για την ασφάλειά σου·
φαίνεται πως κάποιο σπουδαίο θέλεις να πεις.
ΦΥΛ. Τα φοβερά δίνουν πολύ βαρεμό να τα λέει κανείς.
ΚΡΕ. Θα μιλήσεις λοιπόν μια φορά; έπειτα σ᾽ αφήνω και φεύγεις.
ΦΥΛ. Νά! σου λέω κιόλας. Κάποιος πήγε κι έθαψε τώρα δα τον νεκρό,
έριξε σκόνη στεγνή κι επασπάλισε το σώμα του
κι έκανε όλα κατά πώς είναι συνήθεια.


ΚΟΡ. Αυτά, λες, αποφάσισες, ω γιε του Μενοικέα,
για κάθε φίλο, κάθε εχτρόν αυτής της πολιτείας.
Και μες στα χέρια σου κρατάς εσύ τον κάθε νόμο,
και για τους πεθαμένους μας, ως και για μας που ζούμε.
ΚΡΕ. Μα πρέπει εσείς να στέκεστε φρουροί των όσων είπα.
ΚΟΡ. Κανένας πιο νεότερος αυτό να το βαστάξει.
ΚΡΕ. Αλλ᾽ έχω βάλει φύλακες κοντά στον πεθαμένο.
ΚΟΡ. Τότε τί άλλο το λοιπόν ακόμα θα προστάξεις;
ΚΡΕ. Μη συμπαθήσετε ποτέ σ᾽ όποιον δεν θα μ᾽ ακούσει.
220ΚΟΡ. Τόσο τρελός ποιός βρέθηκε να θέλει να πεθάνει;
ΚΡΕ. Τέτοιο μιστό βέβαια θα βρει! Αλλά συχνά το κέρδος
ανθρώπους εκατάστρεψε με τις χρυσές του ελπίδες!
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ω βασιλιά μου, δεν θα πω πως απ᾽ τη γρηγοράδα
κι απ᾽ το πολύ το τρέξιμο φτάνω λαχανιασμένος.
Πολλές φορές σταμάτησα σα να μετανοούσα
και σα να ετοιμαζόμουνα για να γυρίσω πίσω.
Γιατί η ψυχή μου μέσα μου πολλά μου τραγουδούσε·
«Δυστυχισμένε, σαν πού πας τον παιδεμό για νά ᾽βρεις;»‒
Κακόμοιρε τί καρτεράς; κι αν μάθει ο βασιλιάς μας
230απ᾽ άλλον άνθρωπον αυτά, εσύ πώς θα γλιτώσεις;»
Τέτοια στριφογυρίζοντας, ίσως κι αργοπορούσα·
κι έτσι μπορεί δρόμος κοντός μακρύς να καταντήσει.
Αλλά στο τέλος νίκησε το εδώ να σου κοπιάσω.
Κι αν και δεν ξέρω τί να πω, όμως θενα μιλήσω.
Και τώρα εδώ που έρχομαι με τράβηξεν η ελπίδα
άλλο κακό πως δεν θα βρω, παρ᾽ ό,τι είναι γραφτό μου.
ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι αυτό που σ᾽ έκαμε σαν τόσο φοβισμένο;
ΦΥΛ. Θεν᾽ αρχινήσω να σου πω για τα δικά μου πρώτα.
Το πράμα αυτό δεν το ᾽καμα, ποιός το ᾽καμε δεν είδα·
240κι άδικο βέβαια θα ᾽τανε τώρα γι᾽ αυτά να μπλέξω.
ΚΡΕ. Καλά στριφογυρίζεσαι και μου τα προφυλάττεις
απ᾽ όλες τις μεριές! Θα πεις κάτι καινούριο βέβαια.
ΦΥΛ. Πάντοτε βέβαια το κακό γεννά μεγάλο φόβο.
ΚΡΕ. Δεν θα το πεις λοιπόν ποτέ, κι έτσι πια να γλιτώσεις;
ΦΥΛ. Τώρα σ᾽ το λέω. Πήγαινε, τον πεθαμένο εθάψαν,
με σκόνη τον σκεπάσανε, του εκάμαν και θυσία.