ΚΟΡ. Αυτά, λες, αποφάσισες, ω γιε του Μενοικέα,
για κάθε φίλο, κάθε εχτρόν αυτής της πολιτείας.
Και μες στα χέρια σου κρατάς εσύ τον κάθε νόμο,
και για τους πεθαμένους μας, ως και για μας που ζούμε.
ΚΡΕ. Μα πρέπει εσείς να στέκεστε φρουροί των όσων είπα.
ΚΟΡ. Κανένας πιο νεότερος αυτό να το βαστάξει.
ΚΡΕ. Αλλ᾽ έχω βάλει φύλακες κοντά στον πεθαμένο.
ΚΟΡ. Τότε τί άλλο το λοιπόν ακόμα θα προστάξεις;
ΚΡΕ. Μη συμπαθήσετε ποτέ σ᾽ όποιον δεν θα μ᾽ ακούσει.
220ΚΟΡ. Τόσο τρελός ποιός βρέθηκε να θέλει να πεθάνει;
ΚΡΕ. Τέτοιο μιστό βέβαια θα βρει! Αλλά συχνά το κέρδος
ανθρώπους εκατάστρεψε με τις χρυσές του ελπίδες!
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ω βασιλιά μου, δεν θα πω πως απ᾽ τη γρηγοράδα
κι απ᾽ το πολύ το τρέξιμο φτάνω λαχανιασμένος.
Πολλές φορές σταμάτησα σα να μετανοούσα
και σα να ετοιμαζόμουνα για να γυρίσω πίσω.
Γιατί η ψυχή μου μέσα μου πολλά μου τραγουδούσε·
«Δυστυχισμένε, σαν πού πας τον παιδεμό για νά ᾽βρεις;»‒
Κακόμοιρε τί καρτεράς; κι αν μάθει ο βασιλιάς μας
230απ᾽ άλλον άνθρωπον αυτά, εσύ πώς θα γλιτώσεις;»
Τέτοια στριφογυρίζοντας, ίσως κι αργοπορούσα·
κι έτσι μπορεί δρόμος κοντός μακρύς να καταντήσει.
Αλλά στο τέλος νίκησε το εδώ να σου κοπιάσω.
Κι αν και δεν ξέρω τί να πω, όμως θενα μιλήσω.
Και τώρα εδώ που έρχομαι με τράβηξεν η ελπίδα
άλλο κακό πως δεν θα βρω, παρ᾽ ό,τι είναι γραφτό μου.
ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι αυτό που σ᾽ έκαμε σαν τόσο φοβισμένο;
ΦΥΛ. Θεν᾽ αρχινήσω να σου πω για τα δικά μου πρώτα.
Το πράμα αυτό δεν το ᾽καμα, ποιός το ᾽καμε δεν είδα·
240κι άδικο βέβαια θα ᾽τανε τώρα γι᾽ αυτά να μπλέξω.
ΚΡΕ. Καλά στριφογυρίζεσαι και μου τα προφυλάττεις
απ᾽ όλες τις μεριές! Θα πεις κάτι καινούριο βέβαια.
ΦΥΛ. Πάντοτε βέβαια το κακό γεννά μεγάλο φόβο.
ΚΡΕ. Δεν θα το πεις λοιπόν ποτέ, κι έτσι πια να γλιτώσεις;
ΦΥΛ. Τώρα σ᾽ το λέω. Πήγαινε, τον πεθαμένο εθάψαν,
με σκόνη τον σκεπάσανε, του εκάμαν και θυσία.
|