ΔΗΙ. Βλέπω, καλές μου, κι ουδέ ξέφυγε
τη φρουρά του ματιού μου ο ερχομός της.
Μ᾽ όλη μου την καρδιά καληνορίζω
τον κήρυκα, που φάνηκε από τόσο
πολύν καιρό — αν έρχεσαι να φέρεις
κάτι που να ᾽ναι κι άξιο να χαρούμε.
ΛΙΧΑΣ
Μα ευτυχισμένος είναι ο γυρισμός μας
κι αξίζουμε τους καληνορισμούς σου,
230κερά, για κείνα πὄχουμε αποχτήσει·
γιατ᾽ είναι δίκιο, όποιος γυρνά από νίκη
να βρίσκει υποδοχή μ᾽ εγκάρδια λόγια.
ΔΗΙ. Ω εσύ, πιο αγαπημένε μας απ᾽ όλους,
πρώτα ό,τι πρώτα λαχταρώ ν᾽ ακούσω
πε μου, ζει ο Ηρακλής; και θα τον δω;
ΛΙΧ. Εγώ τον άφησα γερό, μες σ᾽ όλη
της ζωής του τη δύναμη ν᾽ ανθίζει
κι ουδέ καμιά να τον βαραίνει αρρώστια.
ΔΗΙ. Και σε ποιό μέρος; σε δικούς μας τόπους,
ή αλλού στα ξένα; ΛΙΧ. Σ᾽ ένα ακροθαλάσσι
της Εύβοιας, όπου στον Κηναίο το Δία
βωμούς και πάγκαρπες θυσίες ταιριάζει.
ΔΗΙ. Για να ξοφλήσει τάμα, ή από κάποιο
χρησμό που πήρε; ΛΙΧ. Τάμα το ᾽χε κάμει
240σαν έπαιρνε κονταροκουρσεμένη
τη χώρ᾽ αυτών των γυναικών που βλέπεις.
ΔΗΙ. Μα αυτές, πε μου, να ζεις, ποιού και ποιές να ᾽ναι;
γιατ᾽ είναι αξιολύπητες, αν κρίνω
τις συφορές των δίχως να γελιούμαι.
ΛΙΧ. Αυτές εκείνος τις ξεχώρισε, όταν
πήρε την πόλη του Εύρυτου, για να ᾽ναι
του ίδιου και των θεών διαλεχτό κτήμα.
ΔΗΙ. Γύρω λοιπόν στην πόλη αυτή είχε μείνει
αυτό όλο τον ατέλειωτο καιρό
και τις αμέτρητες τις μέρες; ΛΙΧ. Όχι·
μα ήτανε στη Λυδία κρατημένος
αυτό τον πιότερο καιρό, όπως λέει
250ο ίδιος, κι όχι λεύτερος μα σκλάβος
πουλημένος. Αλλά, κερά, δεν πρέπει
να ᾽χει κατηγορία κανείς για πράμα
που ο Δίας θενα φανεί πως το ᾽φερε έτσι.
Πουλημένος λοιπόν στη βάρβαρη
Ομφάλη εκείνος, πέρασε κοντά της
ολάκερο ένα χρόνο, καθώς λέει
ο ίδιος· μα πήρε έτσι κατάκαρδα
το ντρόπιασμά του αυτό, πὄβαλεν όρκο
στον εαυτό του με φριχτές κατάρες
να τον κάμει κι αυτός σκλάβο μια μέρα
τον αίτιο γι᾽ αυτό το πάθημά του,
συφάμελο με παιδί και γυναίκα.
Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο,
μα μόλις καθαρίστηκε, μαζεύει
ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω
στην πόλη του Εύρυτου· γιατί, έλεγε,
260πως αυτός μόνο ήτανε η αιτία
να πάθει εκείνο το ρεζίλεμά του·
αυτός, που όταν στ᾽ αρχοντικό του πήγε
να ξενιστεί, σαν αδερφοποιτός του
πού ηταν παλιός, άρχισε να τον ψέλνει
με πολλές προσβολές κι εχθρική γνώμη,
λέγοντας πως, ενώ στα χέρια του είχε
τάχα αλάθευτα βέλη, δε θα τα ᾽βγαζε
πέρα σε αγώνες τόξου με τους γιους του
κι ότι είναι ξεγραμμένος, αφού σκλάβος
από λεύτερος δέχτηκε να γίνει·
τέλος, ενώ ήταν κάποτε πιωμένος
σε τραπέζι, τον πέταξε στους δρόμους.
Γι᾽ αυτά λοιπόν και κείνος μανιωμένος,
270όταν στην ψηλή Τίρυνθα κατόπι
ήρθε να ψάξει ο Ίφιτος για νά ᾽βρει
σκορπισμένες φοράδες του, ενώ ειχε
αλλού τα μάτια του κι αλλού το νου του,
τον πετά κάτω απ᾽ την κορφή του βράχου.
Μα για την πράξη αυτή βαριά οργισμένος
ο Ολύμπιος Δίας ο πατέρας όλων
τον έστειλε να πουληθεί στα ξένα,
κι ουδέ του το συχώρεσε, που μόνον
αυτόν στον κόσμο σκότωσε με δόλο·
γιατ᾽ αν γδικιόταν φανερά, κι ο Δίας
θα συχωρούσε φόνο με το δίκιο,
280γιατ᾽ ουδέ κι οι θεοί στρέγουν τά τέτοια.
Κι έτσι κείνοι, περνώντας κάθε μέτρο
με την κακιά τη γλώσσα τους, είναι όλοι
κάτω στον Άδη τώρα κι έχει πέσει
στη σκλαβιά κι η πατρίδα των· και τούτες
που βλέπεις, από ευτυχισμένες πρώτα,
σε τέτοια θέση αζήλευτη πεσμένες
έρχουνται να παραδοθούν σε σένα·
γιατ᾽ έτσι πρόσταξε ο άντρας σου, κι εγώ
πιστός σε κείνον κάνω αυτό που μου ᾽πε.
Ο ίδιος, αφού προσφέρει για τη νίκη
θυσίες αγνές στον πατρικό του Δία,
δίχως άλλο θα ᾽ρθει· και βέβαια απ᾽ όλα
τα ωραία τα λόγια που είπαμε, κανένα
290δε θα ᾽κουσες πιο ευχάριστα από τούτο.
|