Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (216-275)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΟΙ. αἰτεῖς· ἃ δ᾽ αἰτεῖς, τἄμ᾽ ἐὰν θέλῃς ἔπη
κλύων δέχεσθαι τῇ νόσῳ θ᾽ ὑπηρετεῖν,
ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν κακῶν·
ἁγὼ ξένος μὲν τοῦ λόγου τοῦδ᾽ ἐξερῶ,
220ξένος δὲ τοῦ πραχθέντος· οὐ γὰρ ἂν μακρὰν
ἴχνευον αὐτός, μὴ οὐκ ἔχων τι σύμβολον.
νῦν δ᾽, ὕστερος γὰρ ἀστὸς εἰς ἀστοὺς τελῶ,
ὑμῖν προφωνῶ πᾶσι Καδμείοις τάδε·
ὅστις ποθ᾽ ὑμῶν Λάιον τὸν Λαβδάκου
225κάτοιδεν ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο,
τοῦτον κελεύω πάντα σημαίνειν ἐμοί·
κεἰ μὲν φοβεῖται τοὐπίκλημ᾽ ὑπεξελεῖν
αὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν
ἀστεργὲς οὐδέν, γῆς δ᾽ ἄπεισιν ἀβλαβής·
230εἰ δ᾽ αὖ τις ἄλλον οἶδεν ἐξ ἄλλης χθονὸς
τὸν αὐτόχειρα, μὴ σιωπάτω· τὸ γὰρ
κέρδος τελῶ ᾽γὼ χἡ χάρις προσκείσεται.
εἰ δ᾽ αὖ σιωπήσεσθε, καί τις ἢ φίλου
δείσας ἀπώσει τοὔπος ἢ χαὑτοῦ τόδε,
235ἁκ τῶνδε δράσω, ταῦτα χρὴ κλύειν ἐμοῦ.
τὸν ἄνδρ᾽ ἀπαυδῶ τοῦτον, ὅστις ἐστί, γῆς
τῆσδ᾽, ἧς ἐγὼ κράτη τε καὶ θρόνους νέμω,
μήτ᾽ ἐσδέχεσθαι μήτε προσφωνεῖν τινα,
μήτ᾽ ἐν θεῶν εὐχαῖσι μηδὲ θύμασιν
240κοινὸν ποεῖσθαι, μήτε χέρνιβας νέμειν·
ὠθεῖν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων πάντας, ὡς μιάσματος
τοῦδ᾽ ἡμὶν ὄντος, ὡς τὸ Πυθικὸν θεοῦ
μαντεῖον ἐξέφηνεν ἀρτίως ἐμοί.
ἐγὼ μὲν οὖν τοιόσδε τῷ τε δαίμονι
245τῷ τ᾽ ἀνδρὶ τῷ θανόντι σύμμαχος πέλω.
κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότ᾽, εἴτε τις
εἷς ὢν λέληθεν εἴτε πλειόνων μέτα,
κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῖψαι βίον.
ἐπεύχομαι δ᾽, οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος
250ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτ᾽ ἐμοῦ συνειδότος,
παθεῖν ἅπερ τοῖσδ᾽ ἀρτίως ἠρασάμην.
ὑμῖν δὲ ταῦτα πάντ᾽ ἐπισκήπτω τελεῖν,
ὑπέρ τ᾽ ἐμαυτοῦ, τοῦ θεοῦ τε, τῆσδέ τε
γῆς ὧδ᾽ ἀκάρπως κἀθέως ἐφθαρμένης.
255οὐδ᾽ εἰ γὰρ ἦν τὸ πρᾶγμα μὴ θεήλατον,
ἀκάθαρτον ὑμᾶς εἰκὸς ἦν οὕτως ἐᾶν,
ἀνδρός γ᾽ ἀρίστου βασιλέως τ᾽ ὀλωλότος,
ἀλλ᾽ ἐξερευνᾶν· νῦν δ᾽ ἐπεὶ κυρῶ τ᾽ ἐγὼ
ἔχων μὲν ἀρχάς, ἃς ἐκεῖνος εἶχε πρίν,
260ἔχων δὲ λέκτρα καὶ γυναῖχ᾽ ὁμόσπορον,
κοινῶν τε παίδων κοίν᾽ ἄν, εἰ κείνῳ γένος
μὴ ᾽δυστύχησεν, ἦν ἂν ἐκπεφυκότα,—
νῦν δ᾽ ἐς τὸ κείνου κρᾶτ᾽ ἐνήλαθ᾽ ἡ τύχη·
ἀνθ᾽ ὧν ἐγὼ τάδ᾽, ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρός,
265ὑπερμαχοῦμαι, κἀπὶ πάντ᾽ ἀφίξομαι
ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν
τῷ Λαβδακείῳ παιδὶ Πολυδώρου τε καὶ
τοῦ πρόσθε Κάδμου τοῦ πάλαι τ᾽ Ἀγήνορος.
καὶ ταῦτα τοῖς μὴ δρῶσιν εὔχομαι θεοὺς
270μήτ᾽ ἄροτον αὐτοῖς γῆς ἀνιέναι τινὰ
μήτ᾽ οὖν γυναικῶν παῖδας, ἀλλὰ τῷ πότμῳ
τῷ νῦν φθερεῖσθαι κἄτι τοῦδ᾽ ἐχθίονι.
ὑμῖν δὲ τοῖς ἄλλοισι Καδμείοις, ὅσοις
τάδ᾽ ἔστ᾽ ἀρέσκονθ᾽, ἥ τε σύμμαχος Δίκη
275χοἱ πάντες εὖ ξυνεῖεν εἰσαεὶ θεοί.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΙΔ. Απαιτείς· απαιτείς, κι αν ακούσεις τα λόγια μου,
από ζωής πνοή θα ξεχειλίσεις,
απ᾽ το βραχνά θα ξαλαφρώσεις,
φτάνει στη θεραπεία
της αρρώστιας να συντρέξεις.
Εγώ είμαι ξένος· ξένος με τον χρησμό,
220ξένος και με τον φόνο·
πώς ν᾽ ανιχνεύσω ξένος ένα φόνο
χωρίς νωπά τεκμήρια;
Μα θα μιλήσω.
Τώρα που ως πολίτης
απολαμβάνω πλήρη δικαιώματα,
αυτά διακηρύσσω στους Καδμείους όλους:
Όποιος απ᾽ όλους σας γνωρίζει
ποιός σκότωσε τον Λάιο του Λαβδάκου
να μου το φανερώσει, τον προτρέπω.
Αν όμως φοβάται να καταγγείλει
τον εαυτό του κι απ᾽ της ψυχής του
το βυθό την ενοχή να λευτερώσει,
τον βεβαιώνω πως δεν θα πάθει κανένα κακό·
μ᾽ ασφάλεια θα φτάσει
στα σύνορα της χώρας.
230Αν πάλι ξέρει πως άλλος είναι,
κάποιος πολίτης ή κάποιος ξένος,
ο αυτουργός,
ας μη το κρύβει σιωπώντας·
χάρη θα του χρωστώ
και θα τον ανταμείψω.
Αν όμως σιωπήσετε
κι αν κάποιος, για χάρη φίλου
είτε για να καλύψει τον εαυτό του
αψηφήσει το λόγο μου,
ακούστε τί θα πράξω.
Απαγορεύω αυτόν τον άνθρωπο,
όποιος και να ᾽ναι,
στην επικράτεια που κυβερνώ
στα σπίτια να τον δέχονται
φιλόξενα,
να τον συναναστρέφονται, να του μιλούν,
μαζί του να προσεύχονται.
Απαγορεύω να του δίνουν
πρόσφορα κι αγίασμα,
240μαζί του στους βωμούς να θυσιάζουν.
Οι πάντες απ᾽ τα σπίτια να τον διώχνουνε
γιατί αυτός το μίασμα
στην πόλη μέσα σπέρνει,
όπως πριν λίγο λάλησε
το πυθικό μαντείο του θεού.
Καταριέμαι το δράστη,
είτε ξέφυγε μόνος του,
είτε μ᾽ άλλους μαζί,
τέλος οικτρό να βρει του βίου.
Και καταριέμαι στο κεφάλι μου
να πέσουν οι κατάρες,
αν τον φιλοξενήσω στην εστία μου
250γνωρίζοντας την ενοχή του.
Σας εξορκίζω να τελέσετε τα πάντα
για χάρη του θεού, δική μου χάρη,
και χάρη της χώρας αυτής,
που χάνεται χωρίς θεούς έρμη και στείρα.
Ακόμη κι αν βουλή θεού δεν πρόσταζε,
θα ᾽ταν παράλογο ν᾽ αφήσετε
το μίασμα να σέρνεται·
αφού γενναίος βασιλιάς σκοτώθηκε,
ήταν καθήκον σας η αναζήτηση του δολοφόνου.
Ασκώ την εξουσία τώρα
που την ασκούσε κάποτε κι αυτός.
Τώρα που στην ίδια πλαγιάζω κλίνη
260και σπέρνω την ίδια γυναίκα,
που τα παιδιά μου
θα ᾽ταν αδέρφια με τα παιδιά του,
αν άκληρος δεν πέθαινε,
τώρα που τον λησμόνησε η τύχη,
θα παλέψω με τους πάντες και τα πάντα,
σαν να᾽ τανε πατέρας μου.
Ως το τέλος θα φτάσω.
Θα ψάξω παντού να τον βρω
τον αυτουργό που φόνευσε
τον Λάιο τον Λαβδακίδη,
που ήταν γιος του Πολυδώρου
απ᾽ τη βαθύρριζη γενιά του Κάδμου
κι απ᾽ τον αρχαίο τον Αγήνορα.
Όσοι δεν υπακούσουν
και δεν τα πράξουν αυτά,
παρακαλώ τις θεϊκές δυνάμεις
270αλέτρι το χωράφι τους να μην οργώσει,
παιδιά να μην κοιλοπονέψουν οι γυναίκες τους,
τα τωρινά δεινά να περισσέψουν
και τα χειρότερα δεινά
να καρπίσουν στο μέλλον τους.
Σε σας τους άλλους τους Καδμείους
που ταίριαξεν ο λόγος μου στ᾽ αυτιά σας,
εύχομαι να ᾽χετε τη Δίκη σύμμαχό σας
και με τη χάρη του θεού να ζείτε πάντα.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΙΔ. Ζητάς κι ό,τι ζητάς, αν θες ν᾽ ακούσεις
τα λόγια μου και δώσεις και συ χέρι
για την αρρώστια θενα βρεις βοήθεια
κι απ᾽ αυτό το κακό θα ξαλαφρώσεις.
Κι ό,τι θα πω, θα πω σαν ξένος πού ειμαι
220κι απ᾽ όσα λένε, ξένος κι απ᾽ την πράξη·
γιατί ποτέ δε θα μπορούσα μόνος
να εξιχνιάσω πέρα-πέρα το πράμα,
χωρίς και να ᾽χω να πιαστώ από κάπου.
Τώρα λοιπόν, αφού είμ᾽ εδώ πολίτης
πιο στερνός απ᾽ τους άλλους, αυτά σ᾽ όλους
γενικά προκηρύττω τους Καδμείους:
Όποιος από σας ξέρει από ποιό χέρι
σκοτώθηκε ο Λάιος του Λαβδάκου,
προστάζω αυτός να μου τα φανερώσει
όλα σε μένα· κι αν ίσως φοβάται
για λόγου του, ας μιλήσει, να προλάβει
μόνος του την κατάδοσή του απ᾽ άλλους·
γιατί κακό κανένα δε θα πάθει
μόνο απ᾽ τη χώρα απείραχτος θα φύγει.
230Μ᾽ αν κανείς άλλον ξέρει ή απ᾽ άλλη χώρα
τον ένοχο του φόνου, ας μη σιωπήσει,
γιατί και πληρωμή από μένα θα ᾽χει
και χάρη εκτός αυτό θα του γνωρίζω.
Μ᾽ αν πάλι και σιωπήσετε κι αν ένας
από φόβο ή για φίλο ή και τον ίδιο
τον εαυτό του θ᾽ αψηφήσει αυτό μου
το κήρυγμα, πρέπει ν᾽ ακούσετε όλοι
τί κατόπιν απ᾽ αυτά θα ᾽χω να κάμω:
Απαγορεύω μες σ᾽ αυτή τη χώρα
πὄχω την εξουσία της και το θρόνο,
να δέχεται κανείς αυτό τον άντρα,
όποιος και να ᾽ναι, σπίτι του, και μήτε
να του μιλά κανείς, μήτε να κάνει
κοινές μαζί του στους θεούς θυσίες
240και προσευχές, μήτε αγιασμό τού δίνει,
μ᾽ απ᾽ τα σπίτια τους όλοι να τον διώχνουν,
γιατ᾽ είν᾽ αυτός το μόλυσμά μας, όπως
το μήνυσε τώρα στερνά σε μένα
το πυθικό του Απόλλωνα μαντείο.
Τέτοιος λοιπόν εγώ σύμμαχος βγαίνω
και του Θεού και του νεκρού άρχοντά σας·
κι εύχομαι για τον άγνωστο, που ή μόνος
ή μαζί μ᾽ άλλους έκαμε το φόνο,
κακήν κακώς να φθείρει τη ζωή του·
κι εύχομ᾽ ακόμα κι αν μες στα δικά μου
250τα σπίτια μου γινεί συνέστιός μου
με γνώση μου, να πάθω αυτά που τώρα
σε κείνους καταράστηκα τους άλλους.
Κι έχω από σας αξίωση, όλα που είπα
να κάνετε και χάρη του εαυτού μου
καθώς και του Θεού κι αυτής της χώρας
που έτσι άκαρπα κι έτσι άθεα καταλυέται·
γιατί κι ο Θεός αν δεν το ᾽χε προστάξει,
σωστό δε θα ᾽ταν έτσι μολυσμένη
ν᾽ αφήνατε τη χώρα, που έχει χάσει
τέτοιον άντρα λαμπρό και βασιλιά της,
μ᾽ από παντού να ψάξετε· και τώρα,
μια που κι εγώ τους ίδιους έχω θρόνους
πὄχε και κείνος πριν, την ίδια κλίνη
260και ομόκοιτη γυναίκα και που θα ᾽ταν
αδέρφια τα παιδιά μας γεννημένα
—μα τον χτύπησ᾽ εκείνον κακιά μοίρα—
γι᾽ αυτά όλα, σα να μού ηταν πατέρας
θ᾽ αγωνιστώ γι᾽ αυτόν και θενα κάμω
το παν, για να τον βρω το δολοφόνο
του Λάιου του Λαβδάκου, πού ηταν γιος
του Πολύδωρου, γιου του παλαιού Κάδμου,
πού ηταν του αρχαίου του Αγήνορα βλαστάρι.
Κι όποι᾽ αυτά δε θα κάμουν, εύχομαι
270να δώσουν οι θεοί να μην τους βγάλει
καρπόν η γη, μηδέ παιδιά οι γυναίκες,
μα το κακό το τωρινό και κάτι
πιο χειρότερο ακόμη να τους φθείρει·
μα στους Καμείους εσάς τους άλλους, όσοι
σύμφωνοι είστε μ᾽ αυτά, είθε σύμμαχός σας
η Δίκη κι όλοι οι θεοί μαζί σας να ᾽ναι.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΙΔ. Ζητάς, κι όσα ζητάς όλα θα τα ᾽χεις,
γιατρειά θα βρεις κι απ᾽ τους καημούς ανάσα,
αν τα λόγια μου ακούσεις και μου στρέξεις.
Θα μιλήσω σαν ξένος σ᾽ ό,τι ειπώθη
220και σ᾽ ό,τι εγίνη. Γιατί πώς του φόνου
δίχως σημάδι θα ᾽βρισκα τα χνάρια;
Μα τώρα που στερνά κι εγώ Θηβαίος
γίνηκα, αυτά θα πω στους Καδμείους όλους.
Όποιος ξέρει από σας ποιός του Λαβδάκου
το γιο, το Λάιο, σκότωσε, προστάζω
να ᾽ρθει κι όλα σε με να τα ιστορήσει.
Κι αν φοβάται το κρίμα του μονάχος
να πει, απ᾽ τη χώρα ξέγνοιαστος να φύγει
μπορεί· κακό κανένα δε θα πάθει.
230Μα αν κανείς άλλον ξέρει, ή απ᾽ άλλον τόπο
να ᾽ναι ο φονιάς, ας μη σωπαίνει· χάρη
θα του χρωστώ και δώρα από με θα ᾽χει.
Κι αν πάλι δε μιλήστε, μα από φόβο
για φίλο, είτε για σας, δε λογαριάστε
ό,τι σας είπα, ακούστε τί θα κάνω.
Κανείς τον άντρα αυτόν, όποιος και να ᾽ναι,
προστάζω, εδώ, στη γη που εγώ έχω θρόνο
και δύναμη, να μη δεχτεί, ούτε λόγο
να του πει, μήτε ευκή ή θυσία μαζί του
240να κάνει, ούτε αγιασμό να δώσει, μα όλοι
μακριά απ᾽ τα σπιτικά τους να τον διώχνουν,
γιατί είναι αυτός το μόλυσμα, όπως μου είπε
του Πυθικού του Θεού το μαντείο.
Έτσι ορίζοντας, έχω εγώ μαζί μου
245και το Θεό και το νεκρό άρχοντά σας.
252Για μένα τούτα να κάνετε ορίζω,
για χάρη του Θεού, κι αυτής της χώρας
που άκαρπη κι έρμη από θεούς ρημάζει.
Μα από Θεού κι η προσταγή αν δε ᾽ρχόταν
θα ήταν άπρεπο απείραχτο ν᾽ αφήστε
το φονιά βασιλιά λαμπρού κι ανθρώπου,
να μην τον βρείτε. Τώρα ωστόσο που έχω
εγώ το θρόνο που είχε πριν εκείνος,
260το ίδιο κρεβάτι, την ίδια γυναίκα,
και που θα ᾽ταν κι αδέρφια τα παιδιά μας
αν άκληρος εκείνος δε χανόταν —
(όμως βαριά τονε χτύπησε μοίρα—)
θα πασκίσω σα να ᾽ταν για δικό μου
πατέρα, και το καθετί θα κάνω
για να βρω το φονιά του Λαβδακίδη,
του εγγονού τού Πολύδωρου, απ᾽ του Κάδμου
τη γενιά και του Αγήνορα του αρχαίου.
Όσους αυτά δεν κάνουν, καταριούμαι
270στα χωράφια καρπό να μην τους δώσουν
οι θεοί, ούτε παιδιά, μα όλοι να πάνε
272από τέτοιο ή πιο μαύρο ακόμα Χάρο.
246Και καταριούμαι το φονιά, είτε ένας
ή πολλοί, μαύρα και κακά τα τέλη
να ᾽ναι της κακορίζικης ζωής του.
Μα αν εγώ πάλι, ξέροντας ποιός είναι,
στο σπιτικό μου τον φιλέψω, τότες
251η κατάρα μου απάνω μου να πέσει.
273Και με σας, τους Καδμείους τους άλλους, όσοι
σωστό βρίσκετε ό,τι είπα, ας είναι πάντα
όλοι οι θεοί μαζί σας κι η θεία Δίκη.