Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (241-284)


ΓΥ. Α’ εὖ γ᾽, ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα, καὶ δεξιῶς.
πόθεν, ὦ τάλαινα, ταῦτ᾽ ἔμαθες οὕτω καλῶς;
ΠΡ. ἐν ταῖς φυγαῖς μετὰ τἀνδρὸς ᾤκησ᾽ ἐν πυκνί,
ἐκεῖ τ᾽ ἀκούουσ᾽ ἐξέμαθον τῶν ῥητόρων.
245ΓΥ. Α’ οὐκ ἐτὸς ἄρ᾽, ὦ μέλ᾽, ἦσθα δεινὴ καὶ σοφή·
καί σε στρατηγὸν αἱ γυναῖκες αὐτόθεν
αἱρούμεθ᾽, ἢν ταῦθ᾽ ἁπινοεῖς κατεργάσῃ.
ἀτὰρ ἢν Κέφαλός σοι λοιδορῆται προσφθαρείς,
πῶς ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν ἐν τἠκκλησίᾳ;
250ΠΡ. φήσω παραφρονεῖν αὐτόν. ΓΥ. Α’ ἀλλὰ τοῦτό γε
ἴσασι πάντες. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ μελαγχολᾶν.
ΓΥ. Α’ καὶ τοῦτ᾽ ἴσασιν. ΠΡ. ἀλλὰ καὶ τὰ τρύβλια
κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽ ἢν Νεοκλείδης ὁ γλάμων σε λοιδορῇ;
255ΠΡ. τοῦτῳ μὲν ‹ἂν› εἴποιμ᾽ ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν.
ΓΥ. Α’ τί δ᾽, ἢν ὑποκρούωσίν σε; ΠΡ. προσκινήσομαι,
ἅτ᾽ οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων.
ΓΥ. Α’ ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον, ἤν σ᾽ οἱ τοξόται
ἕλκωσιν, ὅ τι δράσεις ποτ᾽. ΠΡ. ἐξαγκωνιῶ
260ὡδί· μέση γὰρ οὐδέποτε ληφθήσομαι.
ΓΥ. Α’ ἡμεῖς δέ γ᾽, ἢν αἴρωσ᾽, ἐᾶν κελεύσομεν.
ΓΥ. Β’ ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς.
ἐκεῖνο δ᾽ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ
τὰς χεῖρας αἴρειν μνημονεύσομεν τότε·
265εἰθισμέναι γάρ ἐσμεν αἴρειν τὰ σκέλη.
ΠΡ. χαλεπὸν τὸ πρᾶγμ᾽· ὅμως δὲ χειροτονητέον
ἐξωμισάσαις τὸν ἕτερον βραχίονα.
ἄγε νυν, ἀναστέλλεσθ᾽ ἄνω τὰ χιτώνια·
ὑποδεῖσθε δ᾽ ὡς τάχιστα τὰς Λακωνικάς,
270ὥσπερ τὸν ἄνδρ᾽ ἐθεᾶσθ᾽, ὅτ᾽ εἰς ἐκκλησίαν
μέλλοι βαδίζειν ἢ θύραζ᾽ ἑκάστοτε.
ἔπειτ᾽ ἐπειδὰν ταῦτα πάντ᾽ ἔχῃ καλῶς,
περιδεῖσθε τοὺς πώγωνας. ἡνίκ᾽ ἂν δέ γε
τούτους ἀκριβῶς ἦτε περιηρμοσμέναι,
275καὶ θαἰμάτια τἀνδρεῖα γ᾽ ἃ παρεκλέψατε
ἐπαναβάλησθε, κᾆτα ταῖς βακτηρίαις
ἐπερειδόμεναι βαδίζετ᾽ ᾄδουσαι μέλος
πρεσβυτικόν τι, τὸν τρόπον μιμούμεναι
τὸν τῶν ἀγροίκων. ΓΥ. Α’ εὖ λέγεις· ἡμεῖς δέ γε
280προΐωμεν αὐτῶν. καὶ γὰρ ἑτέρας οἴομαι
ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὴν πύκν᾽ ἥξειν ἄντικρυς
γυναῖκας. ΠΡ. ἀλλὰ σπεύσαθ᾽, ὡς εἴωθ᾽ ἐκεῖ
τοῖς μὴ παροῦσιν ὀρθρίοις ἐς τὴν πύκνα
ὑπαποτρέχειν ἔχουσι μηδὲ πάτταλον.


Α’ ΓΥΝ. Να σε φιλήσω, Πραξαγόρα αγάπη μου.
Περίφημα. Αλλά πού μου τα ξεσκόλισες;
ΠΡΑ. Όταν μας κυνηγούσαν οι Τριάκοντα,
κουρνιάσαμε στην Πνύκα με τον άντρα μου
κι έμαθα κει τα κόλπα των ρητόρων.
Α’ ΓΥΝ. Τότε δεν είναι αξήγητο πως είσαι
σοφή και γλώσσα ακόνι. Και γι᾽ αυτό
σ᾽ εκλέγουμε οι γυναίκες στρατηγό,
να εχτελέσεις το πρόγραμμά σου ακέριο.
Αν όμως ξαφνικά μες στη συνέλευση
σου ριχτεί με βρισιές ο κανατάς
ο Κέφαλος, μπορείς να τον καρφώσεις;
250ΠΡΑ. Θα του φωνάξω: Είσαι τρελός! Α’ ΓΥΝ. Αυτό
το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. Και για δέσιμο είσαι!
Α’ ΓΥΝ. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. ΠΡΑ. (ειρωνικά) Τα κανάτια σου
κακοφκιαγμένα, μα την πολιτεία
πολύ καλά κι ωραία τηνε προκόβεις.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν σου ριχτεί κι ο κλεφταράς Νεοκλείδης;
ΠΡΑ. Να πάει σε σκύλου πάτο να τρυπώσει.
Α’ ΓΥΝ. Κι αν κανείς σε ξαπλώσει, τί θα κάνεις;
ΠΡΑ. Θα κουνιέμαι κι είμαι παλιά κουνίστρα.
Α’ ΓΥΝ. Μα νά τί δεν προβλέψαμε, αν σ᾽ αρπάξουν
οι τοξότες, να σε πετάξουν όξω,
τί θα κάνεις; ΠΡΑ. Θ᾽ αντισταθώ έτσι δα,
(δείχνει)
με τους αγκώνες. Απ᾽ αυτούς κανέναν
260δε θ᾽ αφήσω απ᾽ τη μέση να με πιάσει.
Α’ ΓΥΝ. Μα κι εμείς θα φωνάζουμε: «ασ᾽ τον, ασ᾽ τον»!
Β’ ΓΥΝ. Όλα ως εδώ καλά τα προνοήσαμε.
Ξεχάσαμ᾽ ένα: στην ψηφοφορία
τα χέρια πρέπει να σηκώσουμε όλες,
μαθημένες τα πόδια να σηκώνουμε.
ΠΡΑ. Δύσκολο κάπως. Στη χειροτονία
θα βγάλουμε από κάτω απ᾽ το μαντύα
το μπράτσο το δεξί μας. Μπρος λοιπόν
τα χιτώνια ψηλότερ᾽ αναζώστε
φορέστε τα σπαρτιάτικα κουντούρια,
όπως βλέπετε οι άντρες σας να κάνουν,
270κάθε φορά που βγαίνουν για να πάνε
στου δήμου τη συνέλευση κι αλλού.
Κι άμα τα κάνετε όλ᾽ αυτά, όπως πρέπει,
γυροδέστε τα γένια στο σαγόνι
κι άμα και τούτα στεριωθούν καλά,
τους μαντύες τυλιχτείτε των αντρώ σας
κι ακουμπισμένες στα ραβδιά σας, χάιντε
προχωράτε με τάξη, τραγουδώντας
και κανένα σκοπό παλαιικό
σα να ᾽σαστε χωριάτες σε πορεία.
Α’ ΓΥΝ. Καλά μας ορμηνεύεις. Πρέπει εμείς
280να πάμε να προλάβουμε τις άλλες
τις καμπίσες. Τις βλέπω και τραβάνε
για την Πνύκα γραμμή. ΠΡΑ. Λοιπόν βιαστείτε,
γιατ᾽ όποιος δεν προλάβει να βρεθεί
στη σύναξη πριν φέξει, τονε διώχνουν
και δεν παίρνει οβολό μηδέ καρφί.