Καθώς το πλοίο προχωρεί, ακούονται φωνές των αθέατων βατράχων.
ΟΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ,
210βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Βάλτων και γάργαρων νερών
παιδιά, βοερούς κι αρμονικούς
ύμνους ας πούμε, το γλυκό
τραγούδι μας, κοάξ κοάξ,
που για της Νύσας το θεό,
το Διόνυσο του Δία το γιο,
στις Λίμνες τραγουδήσαμε,
όταν στων Χύτρων τη γιορτή
μες στο μεθύσι του γλεντιού
έρχεται στο λημέρι μας πυκνό το ανθρωπολόι.
220Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Κι εμένα ο πάτος μου άρχισε
να μου πονά, ω κοάξ κοάξ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Μα εσείς δε γνοιάζεστε γι᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Σκασμός μ᾽ αυτό σας το κοάξ·
δεν είσαστε άλλο από κοάξ.
ΒΑΤ. Τί; Σαν εσέ, που τη μύτη σου χώνεις παντού;
Μας αγαπούν οι λυράρισσες Μούσες εμάς
230κι ο τραγοπόδης ο Πάνας, που παίζει σουραύλι·
ευχαριστιέται μ᾽ εμάς κι ο λυράρης ο Φοίβος, γιατί
μες στα νερά των λιμνών
θρέφουμ᾽ εμείς το καλάμι που παίρνει
για καβαλάρη της λύρας του.
Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Φουσκάλιασαν τα χέρια μου,
κι ο πισινός μου, που ίδρωσε,
έξω θα σκύψει και θα πει…
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
240ΔΙΟ. Κόφτε το πια, τραγουδίστρα φυλή.
ΒΑΤ. Όχι! Αν στις ωραίες λιακάδες,
μες στην κύπερη, στα βούρλα,
πήδους δώσαμε, λαλώντας
και με κέφι κολυμπώντας,
αν μακριά απ᾽ του Δία τις μπόρες,
στο βυθό του βάλτου, χίλια
πεταχτά χορού τραγούδια
με πλαφ πλαφ και μπουρμπουλήθρες
τραγουδήσαμε, θ᾽ ακούσεις
τώρα πιο τρανό αχολόι.
250ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Το λέτ᾽ εσείς, το λέω κι εγώ.
ΒΑΤ. Τί μας κάνεις! Φοβερό.
ΔΙΟ. Φοβερότατο, ενώ λάμνω,
να πλαντάξω τώρα εγώ.
ΒΑΤ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
ΔΙΟ. Βρε δε με κόφτει· σκούζετε.
ΒΑΤ. Μ᾽ όλη εμείς τη δύναμή μας
και μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα
260θα φωνάζουμε ολημέρα…
ΔΙΟ. Βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Δε θα νικήσετε σ᾽ αυτό.
ΒΑΤ. Ούτ᾽ εμάς εσύ, να ξέρεις.
ΔΙΟ. Ούτ᾽ εμένα εσείς ποτέ.
Ολημέρα, αν είναι ανάγκη,
θα φωνάζω και θα σκούζω
ώσπου νά ᾽βγω νικητής σας στο κοάξ·
βρεκεκεκέξ κοάξ κοάξ.
Οι βάτραχοι σωπαίνουν.
Μπορούσα να μην κόψω το κοάξ σας;
|