Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (209-266)


ΕΠ. ἄγε σύννομέ μοι, παῦσαι μὲν ὕπνου,
210λῦσον δὲ νόμους ἱερῶν ὕμνων,
οὓς διὰ θείου στόματος θρηνεῖς
τὸν ἐμὸν καὶ σὸν πολύδακρυν Ἴτυν,
ἐλελιζομένη διεροῖς μέλεσιν
γένυος ξουθῆς. καθαρὰ χωρεῖ
215διὰ φυλλοκόμου μίλακος ἠχὼ
πρὸς Διὸς ἕδρας, ἵν᾽ ὁ χρυσοκόμας
Φοῖβος ἀκούων τοῖς σοῖς ἐλέγοις
ἀντιψάλλων ἐλεφαντόδετον
φόρμιγγα θεῶν ἵστησι χορούς·
220διὰ δ᾽ ἀθανάτων στομάτων χωρεῖ
ξύμφωνος ὁμοῦ
θεία μακάρων ὀλολυγή.

ΕΥ. ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τοῦ φθέγματος τοὐρνιθίου·
οἷον κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην.
225ΠΙ. οὗτος. ΕΥ. τί ἐστιν; ΠΙ. οὐ σιωπήσει; ΕΥ. τί δαί;
ΠΙ. οὕποψ μελῳδεῖν αὖ παρασκευάζεται.

ΕΠ. ἐποποποῖ ποποῖ, ποποποποῖ ποποῖ,
ἰὼ ἰὼ ἴτω ἴτω
ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων·
230ὅσοι τ᾽ εὐσπόρους ἀγροίκων γύας
νέμεσθε, φῦλα μυρία κριθοτράγων
σπερμολόγων τε γένη
ταχὺ πετόμενα, μαλθακὴν ἱέντα γῆρυν·
ὅσα τ᾽ ἐν ἄλοκι θαμὰ
235βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ᾽ ὧδε λεπτὸν
ἡδομένᾳ φωνᾷ·
—τιοτιοτιοτιοτιοτιοτιοτιο—
ὅσα θ᾽ ὑμῶν κατὰ κήπους ἐπὶ κισσοῦ
κλάδεσι νομὸν ἔχει,
240τά τε κατ᾽ ὄρεα τά τε κοτινοτράγα τά τε κομαροφάγα,
ἁνύσατε πετόμενα πρὸς ἐμὰν αὐδάν·
—τριοτο τριοτο τοτοβριξ·—
οἵ θ᾽ ἑλείας παρ᾽ αὐλῶνας ὀξυστόμους
245ἐμπίδας κάπτεθ᾽, ὅσα τ᾽ εὐδρόσους γῆς τόπους
ἔχετε λειμῶνά τ᾽ ἐρόεντα Μαραθῶνος, ὄρ-
νις ‹τε› πτεροποίκιλος, ἀτταγᾶς ἀτταγᾶς·
250ὧν τ᾽ ἐπὶ πόντιον οἶδμα θαλάσσης
φῦλα μετ᾽ ἀλκυόνεσσι ποτῆται,
δεῦρ᾽ ἴτε πευσόμενοι τὰ νεώτερα·
πάντα γὰρ ἐνθάδε φῦλ᾽ ἁθροΐζομεν
οἰωνῶν ταναοδείρων.
255ἥκει γάρ τις δριμὺς πρέσβυς
καινὸς γνώμην
καινῶν ἔργων τ᾽ ἐγχειρητής.
ἀλλ᾽ ἴτ᾽ εἰς λόγους ἅπαντα,
δεῦρο δεῦρο δεῦρο δεῦρο·
260τοροτοροτοροτοροτιξ,
κικκαβαυ κικκαβαυ,
τοροτοροτορολιλιλιξ.

ΠΙ. ὁρᾷς τιν᾽ ὄρνιν; ΕΥ. μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ μὲν οὔ.
καίτοι κέχηνά γ᾽ εἰς τὸν οὐρανὸν βλέπων.
265ΠΙ. ἄλλως ἄρ᾽ οὕποψ, ὡς ἔοικ᾽, εἰς τὴν λόχμην
ἐμβὰς ἐπῶζε χαραδριὸν μιμούμενος.


Ο Τσαλαπετεινός μπαίνει στο σύδεντρο, και από κει ακούγεται η φωνή του.
ΤΣΑ. Ξύπνα, ξύπνα συντρόφισσα εσύ,
και τους ύμνους σου πες τους ιερούς,
210που γοερούς για τον Ίτη μας χύνει,
τον πολύκλαυτο γιο μου και γιο σου,
το θεϊκό σου το στόμα·
μελωδίες κρουσταλλένιες σκορπά ο καστανός σου λαιμός,
κι ανεβαίνει καθάριος ο αχός,
απ᾽ τα φύλλα ως περνά φουντωτής σμιλακιάς,
προς το θρόνο του Δία·
πάνου ο Φοίβος εκεί
ο χρυσομάλλης τους θρήνους σου ακούοντας
τη χρυσή ελεφαντόδετη λύρα χτυπά
κι έτσι στήνει χορούς των θεών·
και μαζί, ταιριαστή,
220από στόματ᾽ αθάνατα τότε η φωνή
η θεϊκιά των μακάρων ξεσπάει.

Ακούονται ήχοι αυλού όμοιοι με αηδονολαλήματα.
ΕΥΕ. Ω το πουλάκι, τί γλυκιά η λαλιά του!
Το σύδεντρο το γέμισε όλο μέλι.
ΠΙΣ. Ε συ,... ΕΥΕ. Τί τρέχει; ΠΙΣ. σώπαινε. ΕΥΕ. Γιατί;
ΠΙΣ. Ο Τσαλαπετεινός θα ξαναρχίσει.

ΤΣΑ., τραγουδιστά, πίσω από τα δέντρα, με συνοδεία αυλού.
Εποπόποποποπόι, εποπόποποποπόι!
Λαλαλά, ω ελάτε δω,
φτερωτά συντρόφια εσείς·
όσα μέσα στα χωράφια
230τα καλόσπαρτα βοσκάτε των ξωμάχων,
αναρίθμητες φυλές κριθαροφάγες,
ράτσες σπορολόγες, ω
απαλόφωνα, γοργόφτερα πουλιά·
κι όσα γύρω από το βόλο
τιτιβίζετε στ᾽ αυλάκι
με ψιλούτσικη χαρούμενη λαλιά·
—τσιουτσίου, τσιουτσίου, τσιουτσίου·—
κι όσα, μες στα περιβόλια, στου κισσού
λημεριάζετε τα κλώνια·
κι όσα πάνω στα βουνά
240αγριλιές και κουμαριές τσιμπολογάτε·
τη φωνή μου ακούστε, ελάτε,
τρέξτε, ανοίξτε τα φτερά·
—τριοτό τριοτό τοτοβρίξ·—
όσα μέσα στα στενά, στα βαλτοτόπια,
βελονόστομα κουνούπια χάφτετε, όσα
σε δροσόλουστες φωλιάζετε μεριές
και στου Μαραθώνα το λιβάδι
το μυριόχαρο· κι εσύ,
παρδαλόφτερο πουλί,
πέρδικα των λιβαδιών,
ω λιβαδοπέρδικα·
250κι όσα πάνω από το κύμα του πελάγου
μ᾽ αλκυόνες φτερουγίζετε, ω ελάτε,
τρέξτε δω, τα νέα ν᾽ ακούσετε μαντάτα·
γιατί εδώ των μακρολαίμικων πουλιών
σύναξη καλούμ᾽ εμείς.
Έφτασ᾽ ένας γέροντας
τώρα τετραπέρατος·
νέες ιδέες σοφίζεται
κι έργα νέα επιχειρεί.
Όλα εδώ γοργά γοργά
τρέξτε για τη συντυχιά·
260τοροτόροτοροτόρο τοροτίξ,
κουκουβάου κουκουβάου,
τοροτόρο τοροτόρολιλιλίξ.

ΠΙΣ. Βλέπεις πουλί κανένα; ΕΥΕ. Ούτ᾽ ένα· κι όμως
κοιτάω τον ουρανό μ᾽ ανοιχτό στόμα.
ΠΙΣ. Του κάκου μπήκε κι έκραζε στο λόγγο
ο Τσαλαπετεινός σα βροχοπούλι.