ΧΟΡ. Σιχαμένε και ρεζίλη φωνακλά, το θράσος σου σκέπασε όλη τη γη, όλη την Πνύκα, τις εφορείες και τα ειρηνοδικεία και τα δικαστήρια· σκατοχούλιαρο σκέτο, [310] που έκανες άνω κάτω ολάκερη την πόλη μας· που με τα ουρλιαχτά σου ξεκούφανες την Αθήνα μας· που ψηλά από τον βράχο της Πνύκας στήνεις καρτέρι στους φόρους με το καμάκι στο χέρι, όπως οι ψαράδες στους τόνους.
ΠΑΦ. Το ξέρω το παπουτσίδικο, όπου εδώ και καιρό σολιάστηκε αυτή η βρομοδουλειά.
ΑΛΛ. Όσο εγώ ᾽μαι μανούλα στα λουκάνικα, άλλο τόσο εσύ στις σόλες, που κόβοντας κατεργάρικα δέρμα από κακοζώητο βόδι το πούλαγες στους χωριάτες με πονηριά, έτσι που να φαίνεται χοντρό. Μα δεν περνούσε μια μέρα απ᾽ την ώρα που το φορούσαν και φάρδαινε δυο παλάμες και βάλε.
ΠΡ. Δ. Μά το Δία, και σ᾽ εμένα το ίδιο χουνέρι έχει κάνει, έτσι που το γλέντησαν [320] με την ψυχή τους οι συντοπίτες κι οι φίλοι μου. Γιατί, πριν φτάσω στα Κιούρκα, οι πατούσες μου έπλεαν μες στα παπούτσια μου!
ΧΟΡ. Τώρα τί λες, έδειξες ή όχι από την πρώτη στιγμή την ξετσιπωσιά σου, που είναι το μοναδικό καταφύγιο των ρητόρων; Στηρίζεσαι σ᾽ αυτή και τρυγάς όσους ξένους δίνουν πολύ καρπό, μια και κρατάς τα πρωτεία· κι ο έρμος ο Αρχιπτόλεμος, του Ιππόδαμου ο γιος, λιώνει απ᾽ τον καημό του βλέποντας αυτά. Ναι, αλλά τώρα παρουσιάστηκε υποκείμενο πολύ πιο ξεφτελισμένο από σένα, κι εγώ τρίβω τα χέρια μου [330] που θα σε στείλει σπίτι σου· γιατί όλα δείχνουν ότι όπου να ᾽ναι θα σ᾽ αφήσει πίσω στην παλιανθρωπιά και στο θράσος και στις κατεργαριές.
ΚΟΡ. (Στον Αλλαντοπώλη:) Εμπρός, εσύ που μορφώθηκες στο σκολειό απ᾽ όπου βγαίνουν οι προσωπικότητες της εποχής μας, δείξ᾽ του πως η καθώς πρέπει ανατροφή δεν αξίζει δεκάρα.
|