Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (3.110-3.182)

110Ἄρτεμι Παρθενίη, Τιτυοκτόνε, χρύσεα μέν τοι
ἔντεα καὶ ζώνη, χρύσεον δ᾽ ἐζεύξαο δίφρον,
ἐν δ᾽ ἐβάλευ χρύσεια, θεή, κεμάδεσσι χαλινά.
ποῦ δέ σε τὸ πρῶτον κερόεις ὄχος ἤρξατ᾽ ἀείρειν;
Αἵμῳ ἔπι Θρήικι, τόθεν βορέαο κατᾶιξ
115 ἔρχεται ἀχλαίνοισι δυσαέα κρυμὸν ἄγουσα.
ποῦ δ᾽ ἔταμες πεύκην, ἀπὸ δὲ φλογὸς ἥψαο ποίης;
Μυσῷ ἐν Οὐλύμπῳ, φάεος δ᾽ ἐνέηκας ἀυτμήν
ἀσβέστου, τό ῥα πατρὸς ἀποστάζουσι κεραυνοί.
ποσσάκι δ᾽ ἀργυρέοιο, θεή, πειρήσαο τόξου;
120 πρῶτον ἐπὶ πτελέην, τὸ δὲ δεύτερον ἧκας ἐπὶ δρῦν,
τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἐπὶ θῆρα, τὸ τέτρατον † οὐκέτ᾽ ἐπὶ δρῦν,
ἀλλά μιν εἰς ἀδίκων ἔβαλες πόλιν, οἵ τε περὶ σφέας
οἵ τε περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον,
σχέτλιοι· οἷς τύνη χαλεπὴν ἐμμάξεαι ὀργήν.
125 κτήνεά φιν λοιμὸς καταβόσκεται, ἔργα δὲ πάχνη,
κείρονται δὲ γέροντες ἐφ᾽ υἱάσιν, αἱ δὲ γυναῖκες
ἢ βληταὶ θνῄσκουσι λεχωίδες ἠὲ φυγοῦσαι
τίκτουσιν τῶν οὐδὲν ἐπὶ σφυρὸν ὀρθὸν ἀνέστη.
οἷς δέ κεν εὐμειδής τε καὶ ἵλαος αὐγάσσηαι,
130 κείνοις εὖ μὲν ἄρουρα φέρει στάχυν, εὖ δὲ γενέθλη
τετραπόδων, εὖ δ᾽ οἶκος ἀέξεται· οὐδ᾽ ἐπὶ σῆμα
ἔρχονται πλὴν εὖτε πολυχρόνιόν τι φέρωσιν·
οὐδὲ διχοστασίη τρώει γένος, ἥ τε καὶ εὖ περ
οἴκους ἑστηῶτας ἐσίνατο· ταὶ δὲ θυωρόν
135 εἰνάτερες γαλόῳ τε μίαν πέρι δίφρα τίθενται.
πότνια, τῶν εἴη μὲν ἐμοὶ φίλος ὅστις ἀληθής,
εἴην δ᾽ αὐτός, ἄνασσα, μέλοι δέ μοι αἰὲν ἀοιδή·
τῇ ἔνι μὲν Λητοῦς γάμος ἔσσεται, ἐν δὲ σὺ πολλή,
ἐν δὲ καὶ Ἀπόλλων, ἐν δ᾽ οἵ σεο πάντες ἄεθλοι,
140 ἐν δὲ κύνες καὶ τόξα καὶ ἄντυγες, αἵ τε σε ῥεῖα
θηητὴν φορέουσιν, ὅτ᾽ ἐς Διὸς οἶκον ἐλαύνεις.
ἔνθα τοι ἀντιόωντες ἐνὶ προμολῇσι δέχονται
ὅπλα μὲν Ἑρμείης Ἀκακήσιος, αὐτὰρ Ἀπόλλων
θηρίον ὅττι φέρῃσθα· πάροιθέ γε, πρίν περ ἱκέσθαι
145 καρτερὸν Ἀλκεΐδην· νῦν δ᾽ οὐκέτι τοῦτον ἄεθλον
Φοῖβος ἔχει· τοῖος γὰρ ἀεὶ Τιρύνθιος ἄκμων
ἕστηκε πρὸ πυλέων ποτιδέγμενος, εἴ τι φέρουσα
νεῖαι πῖον ἔδεσμα· θεοὶ δ᾽ ἐπὶ πάντες ἐκείνῳ
ἄλληκτον γελόωσι, μάλιστα δὲ πενθερὴ αὐτή,
150 ταῦρον ὅτ᾽ ἐκ δίφροιο μάλα μέγαν ἢ ὅτε χλούνην
κάπρον ὀπισθιδίοιο φέροι ποδὸς ἀσπαίροντα·
κερδαλέῳ μύθῳ σε, θεή, μάλα τῷδε πινύσκει·
«βάλλε κακοὺς ἐπὶ θῆρας, ἵνα θνητοί σε βοηθόν
ὡς ἐμὲ κικλήσκωσιν· ἔα πρόκας ἠδὲ λαγωούς
155 οὔρεα βόσκεσθαι· τί δέ κεν πρόκες ἠδὲ λαγωοί
ῥέξειαν; σύες ἔργα, σύες φυτὰ λυμαίνονται.
καὶ βόες ἀνθρώποισι κακὸν μέγα· βάλλ᾽ ἐπὶ καὶ τούς.»
ὣς ἔνεπεν, ταχινὸς δὲ μέγαν περὶ θῆρα πονεῖτο.
οὐ γὰρ ὅ γε Φρυγίῃ περ ὑπὸ δρυὶ γυῖα θεωθείς
160 παύσατ᾽ ἀδηφαγίης· ἔτι οἱ πάρα νηδὺς ἐκείνη,
τῇ ποτ᾽ ἀροτριόωντι συνήντετο Θειοδάμαντι.
σοὶ δ᾽ Ἀμνισιάδες μὲν ὑπὸ ζεύγληφι λυθείσας
ψήχουσιν κεμάδας, παρὰ δέ σφισι πουλὺ νέμεσθαι
Ἥρης ἐκ λειμῶνος ἀμησάμεναι φορέουσιν
165 ὠκύθοον τριπέτηλον, ὃ καὶ Διὸς ἵπποι ἔδουσιν·
ἐν καὶ χρυσείας ὑποληνίδας ἐπλήσαντο
ὕδατος, ὄφρ᾽ ἐλάφοισι ποτὸν θυμάρμενον εἴη·
αὐτὴ δ᾽ ἐς πατρὸς δόμον ἔρχεαι, οἳ δέ σ᾽ ἐφ᾽ ἕδρην
πάντες ὁμῶς καλέουσι· σὺ δ᾽ Ἀπόλλωνι παρίζεις.
170ἡνίκα δ᾽ αἱ νύμφαι σε χορῷ ἔνι κυκλώσονται
ἀγχόθι πηγάων Αἰγυπτίου Ἰνωποῖο,
ἢ Πιτάνης —καὶ γὰρ Πιτάνη σέθεν— ἢ ἐνὶ Λίμναις,
ἢ ἵνα, δαῖμον, Ἀλὰς Ἀραφηνίδας οἰκήσουσα
ἦλθες ἀπὸ Σκυθίης, ἀπὸ δ᾽ εἴπαο τέθμια Ταύρων,
175 μὴ νειὸν τημοῦτος ἐμαὶ βόες εἵνεκα μισθοῦ
τετράγυον τέμνοιεν ὑπ᾽ ἀλλοτρίῳ ἀροτῆρι.
ἦ γάρ κεν γυιαί τε καὶ αὐχένα κεκμηυῖαι
κόπρον ἔπι προγένοιντο, καὶ εἰ Στυμφαιίδες εἶεν
εἰναετιζόμεναι, κεραελκέες αἳ μέγ᾽ ἄρισται
180 τέμνειν ὦλκα βαθεῖαν· ἐπεὶ θεὸς οὔποτ᾽ ἐκεῖνον
ἦλθε παρ᾽ Ἠέλιος καλὸν χορόν, ἀλλὰ θεῆται
δίφρον ἐπιστήσας· τὰ δὲ φάεα μηκύνονται.

110Άρτεμη παρθένα, φόνισσα του Τιτυού, χρυσά έχεις
όπλα και ζώνη και χρυσόν έζεψες δίφρο
κι έβαλες στις ελαφίνες σου, θεά, μαλαματένια χαλινάρια.
Σε ποιό μέρος άρχισε να σε σηκώνει το κεράτινο όχημα;
Στον θρακικό Αίμο, απ᾽ όπου οι καταιγίδες του βοριά
115έρχονται, φέρνοντας την παγωνιά σ᾽ όσους δεν έχουν χλαίνη.
Πού έκοψες πεύκο και από ποιό δέντρο άναψες φωτιά;
Στον Όλυμπο της Μυσίας, και το άναψες απ᾽ τη φωτιά
την άσβηστη που σκορπούνε με την άκρη τους οι κεραυνοί του πατέρα σου.
Πόσες φορές, θεά, δοκίμασες το αργυρό σου τόξο;
120Πρώτα σε φτελιά, σε δρυ μετά
τρίτη φορά σε θήραμα, τέταρτη όχι σε ζώο γέρικο,
αλλά σ᾽ ανθρώπων άδικων το έριξες την πόλη, που στους δικούς τους
ή και σε ξένους αδικίες έκαναν πολλές
οι άθλιοι, κι ενάντια τους οργήν ένιωσες φοβερή.
125Τα κτήνη τους πάνε από λοιμό και οι καλλιέργειές τους από πάγο.
Οι γέροι κόβουν τα μαλλιά για τους χαμένους γιους τους, κι οι γυναίκες
ή ξαφνικά στη λεχωνιά πεθαίνουν, ή αν γλιτώσουν
γεννούν παιδί που ορθό στα πόδια του δεν στέκεται.
Μα όσους κοιτάζεις χαμογελαστή και ευμενής,
130σ᾽ αυτούς πολύ σιτάρι η γη τούς φέρνει, και τα γεννητούρια
των τετραπόδων τους πάνε καλά, κι ο πλούτος τους αυξάνει. Και στον τάφο
δεν θα κατεβαίνουνε παρά αφού πολυχρονίσουν.
Ούτε θα τρώει το γένος τους διχοστασία, που ακόμα
και δυνατούς οίκους καταστρέφει. Και καθίσματα
135οι συννυφάδες βάζουν γύρω σε τραπέζι πλούσιο για τις κουνιάδες.
Σεβάσμια, είθε να ᾽χω τη χαρά πιστή να μου ᾽σαι φίλη
καθώς κι εγώ σ᾽ εσένα ρήγισσά μου. Και οι ύμνοι σου φροντίδα μου θα είναι.
Και για το γάμο της Λητώς θα πω, και πιο πολλά για σένα
και για τον Απόλλωνα, κι όλους τους άθλους σου
140και για τους σκύλους σου, τα τόξα και το άρμα,
που λαμπερή σε φέρνει στου Δία τον οίκο, όταν για εκεί κινήσεις.
Τότε στην είσοδο έρχονται να σε υποδεχτούνε,
ο Ακακήσιος Ερμής τα όπλα να σου πάρει κι ο Απόλλωνας
ό,τι κυνήγι φέρεις. Γίνονταν αυτά παλιότερα, εκεί προτού να φτάσει
145ο δυνατός Αλκείδης. Όμως τη φροντίδα αυτή
δεν έχει πια ο Φοίβος. Επιφορτισμένο είναι για τούτο το Τιρύνθιον αμόνι (ο Ηρακλής),
που στέκεται στις πύλες να σε υποδεχτεί κοιτάζοντας αν φέρνεις
κάποιο παχύ κυνήγι. Και οι θεοί μαζί του
ατέλειωτα γελούν, και η πεθερά του περισσότερο,
150όταν πολύ μεγάλο ταύρο από το άρμα ή παχύ
αγριογούρουνο, από τα πίσω πόδια ανακρατεί, κι ακόμα ασπαίρει.
Και με λογάκια φρόνιμα, θεά, σε συμβουλεύει.
«Αγρίμια χτύπα βλαβερά, ώστε οι θνητοί βοηθό τους,
καθώς εμένα, να σ᾽ επικαλούνται, κι άφησε λάφια και λαγούς
155στα όρη να βοσκούνε. Τί κακό μπορούνε λάφια και λαγοί
να πράξουν; Τα σπαρτά και τα φυτά οι αγριόχοιροι ρημάζουν.
Μα και τους ταύρους, που κακό μεγάλο φέρνουν στους ανθρώπους, χτύπα».
Είπε και βιαστικά το μέγα θήραμα γυρόφερνε.
Γιατί, κι αφότου έγινε θεϊκό το σώμα του στη φρυγική φωτιά,
160η λαιμαργία δεν του κόπηκε και έχει εκείνη την κοιλιά την πεινασμένη
που είχε όταν συνάντησε το Θειοδάμαντα καθώς αροτριούσε.
Οι νύμφες απ᾽ την Αμνισό για χάρη σου, τις που λευτέρωσαν απ᾽ το ζυγό
ξυστρίζουν ελαφίνες, και να βοσκήσουνε πολύ
τους φέρνουν το που μάζεψαν στης Ήρας το λειμώνα
165τριφύλλι ταχυβλάστητο, που τρώνε και του Δία οι ίπποι.
Και τις χρυσές σκαφίδες τις γεμίζουν
νερό, που στα ελάφια σου το ποθητό δίνουν ποτό.
Κι ως έρχεσαι, θεά, στο σπίτι του πατέρα σου, όλοι οι θεοί για να καθίσεις
σε προσκαλούνε δίπλα τους. Μα εσύ καθίζεις δίπλα στον Απόλλωνα.
170Κι όταν οι νύμφες σε κυκλώνουνε με το χορό τους
κοντά στις πηγές του Αιγύπτιου Ινωπού
ή της Πιτάνης —δική σου και η Πιτάνη— ή στις Λίμνες
ή και στις Αραφηνίδες Αλές όπου, θεά, να κατοικήσεις
ήρθες απ᾽ τη Σκυθία, τα σκληρά αφήνοντας ήθη των Ταύρων,
175απαγόρευσες τα βόδια μου με μεροκάματο
αγρό τετράπλεθρο να οργώνουν κάτω από ζευγολάτη ξένο.
Γιατί με κουρασμένα γόνατα κι αυχένα
στο σταύλο τους θα γύριζαν, κι ας είναι από τη Στύμφη
εννιάχρονα, με κέρατα γερά, πολύ ικανά
180βαθύ αυλάκι για ν᾽ ανοίγουν. Κι ο θεός Ήλιος
ποτέ δεν έβγαλε απ᾽ το δρόμο του τον ωραίο τούτο χορό
ακινητώντας το άρμα του. Μακραίνουν τότε οι μέρες.