Στα χέρια του ασπίδα πήρε πολυποίκιλτη, που κανείς ποτέ
140χτυπώντας δεν την έσκισε, ούτε την έσπασε, θαυμάσια να τη βλέπεις.
Γύρω₋γύρω ολόκληρη με τίτανο, άσπρο ελεφαντόδοντο,
με ήλεκτρο κρυφόλαμπε και με λαμπρό χρυσό
[άστραφτε, και ζώνες από κύανο τη διατρέχανε.]
Στο κέντρο της υπήρχε Φόβος αδαμάντινος, ακατονόμαστος,
που λοξοκοίταζε με μάτια λαμπρά απ᾽ τη φωτιά.
Το στόμα του γεμάτο δόντια κάτασπρα,
δεινά, απλησίαστα, και πάνω στο βλοσυρό του μέτωπο
η Έριδα η φοβερή πετούσε, τον τάραχο της μάχης των αντρών ξεσήκωνε,
η σκληρή. Αυτή το νου και το μυαλό κυρίευε όσων αντρών
150σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο στο γιο τού Δία.
[Εκείνων οι ψυχές χώνονται στη γη, στον Άδη μέσα,
ενώ τα οστά στη μαύρη γη σαπίζουν,
αφού το δέρμα λιώσει γύρω τους ο φλογερός ο Σείριος.]
Κι ήταν ακόμη δουλεμένη επάνω της η Καταδίωξη, το Πισωγύρισμα,
φλεγόταν η Βοή, ο Φόνος, η Ανδροκτονία,
[ορμούσε η Έριδα κι η Ταραχή, κα η ολέθρια του θανάτου Μοίρα
άλλον βαστώντας ζωντανό, που μόλις τραυματίστηκε, άλλον απλήγωτο,
άλλον νεκρό, από τα πόδια έσερνε στο θόρυβο της μάχης μέσα.
Κι ήταν το ρούχο της στους ώμους ματωμένο από το αίμα των ανδρών,
160καθώς κοιτούσε φοβερά και με κραυγές βρυχιόταν.]
Ήταν επάνω και δώδεκα φιδιών κεφάλια, φοβερών, ακατονόμαστων,
που τρέπαν σε φυγή πάνω στη γη τα πλήθη των ανθρώπων,
[όσων σηκώνανε αγώνα κατά πρόσωπο στο γιο τού Δία.]
Τρίζαν τα δόντια τους, σαν πολεμούσε ο γιος
του Αμφιτρύωνα. Κι αυτά τα θαυμαστά στολίδια φλέγονταν.
Κάτι κηλίδες φαίνονταν να δεις στα φοβερά τα φίδια επάνω,
που ήταν στη ράχη κυανά και μαύρα στα σαγόνια.
|