ΟΡΕΣΤΗΣ
Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κι ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό να ᾽βγουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πως τάχα τί από χάρη τους καλό με βρήκε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχεις εμπρός σου αυτούς που από καιρόν ευχόσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πού γνωρίζεις συ, ποιον έκραζαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξέρω πως μια ήταν όλη σου η λαχτάρα — ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και σε τί τάχα να εισακούστηκαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εγώ είμαι ᾽κείνος· κι άλλον μη ζητάς πιο φίλο!
ΗΛΕΚΤΡΑ
220Μήπως μου πλέκεις κάποιο δόλο εμένα, ω ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τότε θα πει πως για τον ίδιο εμέ τον πλέκω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μα μήπως με τις συμφορές μου θες να παίζεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με τις δικές μου τότες, αν με τις δικές σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώστε να λέω πως μου μιλά εμπρός μου ο Ορέστης;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θες, ενώ τον ίδιο βλέπεις, να πιστέψεις.
μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες
και των ποδιών μου αναμετρούσες τα σημάδια,
σα να ᾽βλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου.
Φέρ᾽ την κοντά και ιδές πὄχει κοπεί η πλεξίδα
230απ᾽ τα μαλλιά μου αυτά, που είν᾽ όμοια τα δικά σου.
Δες και το φάδι αυτό, διάσιμο του χεριού σου,
με ξόμπλια της σαΐτας σου γραφτά κυνήγια.
Κράτα το νου σου κι η χαρά σου ας μη ξεσπάσει,
γιατί πικροί μάς είναι, ξέρω, οι φίλτατοί μας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,
της σωτηρίας μας η πολύκλαυτη η ελπίδα,
έχε στη δύναμή σου θάρρος και θα πάρεις
πίσω το θρόνο του πατέρα μας· ω μάτια,
γλυκύτατά μου μάτια, πὄχετε για μένα
τέσσερ᾽ αγάπης μερδικά· γιατ᾽ έχω χρέος
240πατέρα μου να σ᾽ ονομάζω, και μιας μάνας,
που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,
και της θυσιασμένης άσπλαχν᾽ αδερφής μου,
κι αδέρφι ᾽σαι πιστό που ήρθες να με τιμήσεις.
Μόνον η Δύναμη κι η Δίκη με τον τρίτο
τον Δία τον παντοδύναμο ας μου συντρέξουν.
|