Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πέρσαι (215-248)


215 ΧΟ. οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ᾽ ἄγαν φοβεῖν λόγοις
οὔτε θαρσύνειν. θεοὺς δὲ προστροπαῖς ἱκνουμένη,
εἴ τι φλαῦρον εἶδες, αἰτοῦ τῶνδ᾽ ἀποτροπὴν τελεῖν,
τὰ δ᾽ ἀγάθ᾽ ἐκτελῆ γενέσθαι σοί τε καὶ τέκνοις σέθεν
καὶ πόλει φίλοις τε πᾶσι. δεύτερον δὲ χρὴ χοὰς
220 γῇ τε καὶ φθιτοῖς χέασθαι· πρευμενῶς δ᾽ αἰτοῦ τάδε
σὸν πόσιν Δαρεῖον, ὅνπερ φῂς ἰδεῖν κατ᾽ εὐφρόνην,
ἐσθλά σοι πέμπειν τέκνῳ τε γῆς ἔνερθεν ἐς φάος,
τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχα μαυροῦσθαι σκότῳ.
ταῦτα θυμόμαντις ὤν σοι πρευμενῶς παρῄνεσα·
225 εὖ δὲ πανταχῇ τελεῖν σοι τῶνδε κρίνομεν πέρι.
ΒΑ. ἀλλὰ μὴν εὔνους γ᾽ ὁ πρῶτος τῶνδ᾽ ἐνυπνίων κριτὴς
παιδὶ καὶ δόμοις ἐμοῖσι τήνδ᾽ ἐκύρωσας φάτιν.
ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά· ταῦτα δ᾽, ὡς ἐφίεσαι,
πάντ᾽ ἐφήσομεν θεοῖσι τοῖς τ᾽ ἔνερθε γῆς φίλοις,
230 εὖτ᾽ ἂν εἰς οἴκους μόλωμεν. κεῖνα δ᾽ ἐκμαθεῖν θέλω,
ὦ φίλοι, ποῦ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῦσθαι χθονός;
ΧΟ. τῆλε πρὸς δυσμαῖς ἄνακτος Ἡλίου φθινασμάτων.
ΒΑ. ἀλλὰ μὴν ἵμειρ᾽ ἐμὸς παῖς τήνδε θηρᾶσαι πόλιν;
ΧΟ. πᾶσα γὰρ γένοιτ᾽ ἂν Ἑλλὰς βασιλέως ὑπήκοος.
235 ΒΑ. ὧδέ τις πάρεστιν αὐτοῖς ἀνδροπλήθεια στρατοῦ;
ΧΟ. † καὶ στρατὸς τοιοῦτος †, ἔρξας πολλὰ δὴ Μήδους κακά.
ΒΑ. καὶ τί πρὸς τούτοισιν ἄλλο; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις;
ΧΟ. ἀργύρου πηγή τις αὐτοῖς ἐστι, θησαυρὸς χθονός.
ΒΑ. πότερα γὰρ τοξουλκὸς αἰχμὴ διὰ χεροῖν αὐτοῖς πρέπει;
240 ΧΟ. οὐδαμῶς· ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί.
ΒΑ. τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ;
ΧΟ. οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτὸς οὐδ᾽ ὑπήκοοι.
ΒΑ. πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας;
245 ΧΟ. ὥστε Δαρείου πολύν τε καὶ καλὸν φθεῖραι στρατόν.
ΒΑ. δεινά τοι λέγεις κιόντων τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐμοὶ δοκεῖν τάχ᾽ εἴσῃ πάντα ναμερτῆ λόγον.
τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν,
καὶ φέρει σαφές τι πρᾶγος ἐσθλὸν ἢ κακὸν κλύειν.


ΧΟΡΟΣ
Δεν το θέλομε, μητέρα, με τα λόγια μας πολύ
να σου δίνομε ούτε θάρρος, ούτε φόβο· στους θεούς
μόνο λέγω να προσπέσεις με παράκλησες κι ευχές,
κι αν κακό ήταν τ᾽ όνειρό σου, ζήτησέ τους το κακό
να ξορκίσουν και να δώσουν σε καλό να βγουν αυτά
και για σε και τα παιδιά σου και τη χώρα όλη και μας,
220κι έπειτα χοές να κάμεις και στη Γη και στους νεκρούς
κι απ᾽ τον άντρα σου Δαρείο, που είδες λες τη νύχτ᾽ αυτή,
ζήτα μ᾽ όλη την καρδιά σου, κάτ᾽ από τη γη στο φως
και για σένα και το γιο σου να σας στέλνει όλο χαρές
και τα ενάντια στης γης μέσα να κρατάει τη σκοτεινιά.
Τέτοια συμβουλή σου δίνει με προαίρεση αγαθή
ψυχομάντευτη η καρδιά μου κι όπως κρίνομεν εμείς
όλ᾽ αυτά σε καλό θά βγουν από κάθε τους μεριά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ξέρω αλήθεια, πως συ πρώτος του όνειρού μου αυτού κριτής
καλοπροαίρετος στο γιο μου και στα σπίτια του εξηγάς
τόσος βέβαια το πράμα· κι είθ᾽ ας γίνει ό,τι ᾽ν᾽ καλό.
230Λοιπόν μόλις μπούμε μέσα στα παλάτια, όλ᾽ αυτά
θενα κάμομε, όπως είπες, στους θεούς και στους δικούς
πόχουμε κάτ᾽ απ᾽ το χώμα. Μα ήθελα να ξέρω εγώ,
την Αθήνα, σε ποιό μέρος λες να βρίσκεται της γης;
ΧΟΡΟΣ
Πέρα προς τη δύση, εκεί όπου βυθάει ο ήλιος βασιλιάς.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μα πολύ λαχτάρα ο γιος μου είχε για τη πόλη αυτή.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί κι όλη την Ελλάδα θα ᾽κανε δικιά του ευτύς.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τόσο ανθρώπων τάχα πλήθος ο στρατός των να μετρά;
ΧΟΡΟΣ
Στρατός τέτοιος που στους Μήδους έκαμε πολλά κακά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι άλλο εξόν αυτά; μην έχουν κι άφθονο στα σπίτια βιος;
ΧΟΡΟΣ
Μια ασημόφλεβα στα σπλάχνα της γης έχουν θησαυρό.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Λες τοξόρριχτες σαΐτες να κρατούν στα χέρια αυτοί;
ΧΟΡΟΣ
240Όχι· μα όπλα χερομάχα κι ασπιδόσκεπες στολές.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και μπροστάρης των ποιός στέκει κι εξουσιάζει το στρατό;
ΧΟΡΟΣ
Δούλοι δε λογιούνται ανθρώπου, ουδ᾽ υπήκοοι κανενός.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι όταν πάει εχτρός στη γη τους, πώς μπροστά του θα σταθούν;
ΧΟΡΟΣ
Όπως του Δαρείου εφτείραν τον πολύ κι άξιο στρατό.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κακές έγνοιες στων φευγάτων τους γονιούς αυτά που λες.
ΧΟΡΟΣ
Μα την πάσα αλήθεια ελπίζω, θενα μάθεις τώρα ευτύς,
γιατ᾽ από το τρέξιμό του Πέρσης δείχνει να ᾽ν᾽ αυτός,
πόρχεται και φέρνει νέα σίγουρα – καλά ή κακά.