Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἱππόλυτος (239-283)


ΦΑ. δύστηνος ἐγώ, τί ποτ᾽ εἰργασάμην;
240ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς;
ἐμάνην, ἔπεσον δαίμονος ἄτηι.
φεῦ φεῦ τλήμων.
μαῖα, πάλιν μου κρύψον κεφαλήν,
αἰδούμεθα γὰρ τὰ λελεγμένα μοι.
245 κρύπτε· κατ᾽ ὄσσων δάκρυ μοι βαίνει
καὶ ἐπ᾽ αἰσχύνην ὄμμα τέτραπται.
τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμην ὀδυνᾶι,
τὸ δὲ μαινόμενον κακόν· ἀλλὰ κρατεῖ
μὴ γιγνώσκοντ᾽ ἀπολέσθαι.
250 ΤΡ. κρύπτω· τὸ δ᾽ ἐμὸν πότε δὴ θάνατος
σῶμα καλύψει;
πολλὰ διδάσκει μ᾽ ὁ πολὺς βίοτος·
χρῆν γὰρ μετρίας εἰς ἀλλήλους
φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι
255 καὶ μὴ πρὸς ἄκρον μυελὸν ψυχῆς,
εὔλυτα δ᾽ εἶναι στέργηθρα φρενῶν
ἀπό τ᾽ ὤσασθαι καὶ ξυντεῖναι·
τὸ δ᾽ ὑπὲρ δισσῶν μίαν ὠδίνειν
ψυχὴν χαλεπὸν βάρος, ὡς κἀγὼ
260 τῆσδ᾽ ὑπεραλγῶ.
βιότου δ᾽ ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις
φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν
τῆι θ᾽ ὑγιείαι μᾶλλον πολεμεῖν.
οὕτω τὸ λίαν ἧσσον ἐπαινῶ
265 τοῦ μηδὲν ἄγαν·
καὶ ξυμφήσουσι σοφοί μοι.

ΧΟ. γύναι γεραιά, βασιλίδος πιστὴ τροφέ,
Φαίδρας ὁρῶμεν τάσδε δυστήνους τύχας,
ἄσημα δ᾽ ἡμῖν ἥτις ἐστὶν ἡ νόσος·
270 σοῦ δ᾽ ἂν πυθέσθαι καὶ κλύειν βουλοίμεθ᾽ ἄν.
ΤΡ. οὐκ οἶδ᾽, ἐλέγχουσ᾽· οὐ γὰρ ἐννέπειν θέλει.
ΧΟ. οὐδ᾽ ἥτις ἀρχὴ τῶνδε πημάτων ἔφυ;
ΤΡ. ἐς ταὐτὸν ἥκεις· πάντα γὰρ σιγᾶι τάδε.
ΧΟ. ὡς ἀσθενεῖ τε καὶ κατέξανται δέμας.
275 ΤΡ. πῶς δ᾽ οὔ, τριταίαν γ᾽ οὖσ᾽ ἄσιτος ἡμέραν;
ΧΟ. πότερον ὑπ᾽ ἄτης ἢ θανεῖν πειρωμένη;
ΤΡ. θανεῖν; ἀσιτεῖ γ᾽ εἰς ἀπόστασιν βίου.
ΧΟ. θαυμαστὸν εἶπας, εἰ τάδ᾽ ἐξαρκεῖ πόσει.
ΤΡ. κρύπτει γὰρ ἥδε πῆμα κοὔ φησιν νοσεῖν.
280 ΧΟ. ὁ δ᾽ ἐς πρόσωπον οὐ τεκμαίρεται βλέπων;
ΤΡ. ἔκδημος ὢν γὰρ τῆσδε τυγχάνει χθονός.
ΧΟ. σὺ δ᾽ οὐκ ἀνάγκην προσφέρεις, πειρωμένη
νόσον πυθέσθαι τῆσδε καὶ πλάνον φρενῶν;


ΦΑΙ. Αχ η δύστυχη εγώ, τί ν᾽ αμάρτησα
240κι απ᾽ τον ίσιο το δρόμο ξεβγήκα;
Ποιά κατάρα θεϊκή με παιδεύει;
Αχ αλιά μου η κακόμοιρη!
Σκέπασέ μου το πρόσωπο, νένα,
γιατί ντρέπομαι για όσα ξεστόμισα.
Κρύψε μού το, με πήρε το κλάμα
κι όπου στρέψω να ιδώ, κοκκινίζω.
Φοβερό να ξανάρθεις στα σύγκαλα,
μα χειρότερο η τρέλα. Το κάλλιο:
να πεθαίνεις χωρίς να το νιώθεις.
250ΤΡΟ. Το σκεπάζω, αλλά πότε κι εμένα
θα σκεπάσει το σώμα μου η γης;
Πολλά μού ᾽μαθαν τ᾽ άσπρα μαλλιά μου!
Οι δεσμοί των ανθρώπων δεν πρέπει
να ριζώνουν βαθιά στην καρδιά τους!
Ευκολόλυτοι να ᾽ναι. Όπως θέλεις,
μια τους σφίγγεις και μια τους χαλάς.
Είναι αβάσταγο βάρος η μια σου
η ψυχή να υποφέρει για δυο,
260όπως τώρα η φτωχιά τυραννιέμαι.
Καθώς λεν, οι περίσσιες αγάπες
πιο πολύ μας ζημιώνουν παρά
μας φελάνε. Κι ακόμη μας σκάβουν
την υγειά μας. Εγώ προτιμώ
το σωστό και το μέτριο
παρά τ᾽ άμετρο. Κι όλ᾽ οι σοφοί
συφωνάνε μαζί μου.

ΧΟΡ. Ω! γερόντισσα νένα, της βασίλισσας
τα βλέπουμε κι εμείς τα κακοπάθια.
Μα τί λογής αρρώστια τηνε δέρνει,
270από σένα ζητάμε να το μάθουμε.
ΤΡΟ. Όσες φορές τη ρώτησα, δε λέει!
ΧΟΡ. Μηδέ και πώς η αρρώστια της πρωτάρχισε;
ΤΡΟ. Τα ίδια ρωτάς! Αυτή μιλιά δε βγάζει.
ΧΟΡ. Πώς έρεψε και χάλασε και λίγνεψε!
ΤΡΟ. Πώς όχι; Τρίτη μέρα που δεν τρώει.
ΧΟΡ. Από τρέλα ή το θέλει να πεθάνει;
ΤΡΟ. Να πεθάνει! Δεν τρώει για να γλιτώσει.
ΧΟΡ. Θαυμάζω πώς τ᾽ ανέχεται ο Θησέας!
ΤΡΟ. Του τα κρύβει· του λέει δεν έχω τίποτα.
280ΧΟΡ. Κι αυτός δε βλέπει το κακό της χάλι;
ΤΡΟ. Δεν είν᾽ εδώ στη χώρα, πάει ταξίδι.
ΧΟΡ. Κι εσύ δεν τη στενεύεις, μ᾽ όποιον τρόπο,
να μάθεις γιατί σάλεψεν ο νους της;